Macro

Κατερίνα Λαμπρινού: Πολιτική αποχή. Ξανά.

Τελικά, στην κάλπη των αυτοδιοικητικών εκλογών δεν έφτασαν πολλοί, μόλις το 52,5% των συμπολιτών μας, κάτι ελάχιστα παραπάνω από ένας στους δύο. Η αποχή είναι, για μια ακόμα φορά, ο ελέφαντας στο δωμάτιο της εκλογικής διαδικασίας.
 
Το φαινόμενο μας διαφεύγει σε έκταση και σε βάθος. Οι αφετηρίες για να συζητηθεί μπορεί να είναι ποικίλες και όλες σωστές. Οι «τεχνικές» όψεις της συμμετοχής για παράδειγμα. Το πολιτικό μας σύστημα αδυνατεί μέχρι τώρα να βρει τρόπους για να ανανεώσει το συμμετοχικό ενδιαφέρον. Αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί, υπαρκτοί και δοκιμασμένοι σε επίπεδο αυτοδιοίκησης σε άλλες χώρες, δεν έχουν υιοθετηθεί στο ελληνικό συγκείμενο, προκειμένου να φέρουν τους ψηφοφόρους εγγύτερα σε θέματα τοπικής διακυβέρνησης. Η αυτοδιοικητική ψήφος των μεταναστών εξακολουθεί να είναι ταμπού. Το σύστημα παραμένει δύσκαμπτο και δεν παρακολουθεί τις πολλές μετακινήσεις των πολιτών μεταξύ δήμων, μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού ή μεταξύ πόλεων, ώστε να τους διασφαλίζει πάντα τη δυνατότητα συμμετοχής.
 
Τη διαπίστωση, όμως, την κάναμε και στις εθνικές εκλογές του 2023. Την είχαμε επαναλάβει και στις αναμετρήσεις του 2019. Και ακόμα πιο πριν. Και πάλι.
 
Η αποχή σε μεγάλη κλίμακα είναι φαινόμενο των εκλογικών αναμετρήσεων του 21ου αιώνα, χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι δεν εμφανίζεται και νωρίτερα μια φθίνουσα πορεία στη δημοκρατική συμμετοχή. Οι προσεγγίσεις έχουν υπάρξει μάλλον συμβατικές. Τα αίτια είτε έχουν αναζητηθεί στα δημογραφικά και κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά, με τον τρόπο που η «αποχή των νέων από τα κοινά» ήταν ένα κλασικό θέμα στην έκθεση ιδεών για τη γενιά μου, ήδη στα σχολεία της δεκαετίας του ‘90. Όσοι απείχαν, κάπου βρίσκονταν ελλειμματικοί: στα πτυχία, στο Ε9, στα χόμπι, στην εθνική συνείδηση, στα δημοκρατικά αντανακλαστικά. Η περιορισμένη συμμετοχή των χαμηλότερων μορφωτικά και οικονομικά κοινωνικών στρωμάτων, των μειονοτήτων, η διαφοροποίηση αστικών-αγροτικών περιοχών (η οποία πάντως δεν επιβεβαιώθηκε ούτε σε αυτές τις αυτοδιοικητικές εκλογές, όπου η Αθήνα είχε ποσοστό συμμετοχής μόλις 32,3% και η Θεσσαλονίκη 40,9%) μπορούν, ίσως, να αποτυπώσουν όψεις του φαινομένου, όχι να το εξηγήσουν πραγματικά. Μια άλλη βασική προσέγγιση για τα αίτια της αποχής συσχετίζει τη συμμετοχή με το είδος της εκλογικής αναμέτρησης. Στις εκλογές «δεύτερης τάξης», όπως οι ευρωεκλογές, η αποχή ερμηνευόταν ως παρεπόμενο της χαμηλής σημασίας των «ευρωπαϊκών» αποφάσεων για την καθημερινότητα των πολιτών, της συνθετότητας της ευρωπαϊκής πολιτικής, που δεν γινόταν ευρέως κατανοητή, των υψηλών ποσοστών ευρωσκεπτικισμού κ.ο.κ.
 
Όλα αυτά φάνταζαν λογικά, και εύλογα ακόμη, σε μια περίοδο που τα εκλογικά αποτελέσματα ήταν μάλλον λιγότερο σοκαριστικά από της τελευταίας δεκαετίας.
 
Από τη φάση της συστηματικής αποχής μικρής κλίμακας λοιπόν, όπου θεωρούνταν ένα μάλλον σταθερό μέγεθος οι «σκληροπυρηνικοί» απέχοντες, όσοι κατ’ εξακολούθηση και από άποψη απείχαν από τις εκλογικές αναμετρήσεις, έχουμε περάσει σε μια αποχή μεγάλη κλίμακας, διάχυτη, η οποία αντανακλά μια περισσότερο σύνθετη σχέση με την κάλπη. Περισσότερο σύνθετη με την έννοια ότι η αποχή λογίζεται και ως μια ορθολογική επιλογή, μια ενεργητική τακτική συμμετοχής, για σημαντικό τμήμα των εκλογέων. Αν η ψήφος είναι δύναμη, μήπως, για κάποιους, και η μη ψήφος πάλι δύναμη είναι;
 
Από τη μία, μπορούμε να τοποθετήσουμε την αποχή σε μια συναισθηματική κλίμακα: απάθεια (η πολιτική δεν επηρεάζει τη ζωή μου), απογοήτευση (αξιολογώ αρνητικά την ποιότητα και αποτελεσματικότητα των σχηματισμών που κατεβαίνουν στις εκλογές, ακόμα και αν είναι πολλοί και πλουραλιστικοί, δεν ικανοποιούν τις αυξημένες απαιτήσεις μου), έλλειψη εμπιστοσύνης (αισθάνομαι απαρέσκεια απέναντι στους θεσμούς και τον τρόπο λειτουργίας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας), διαμαρτυρία (εκφράζω πολιτική αποδοκιμασία, απορρίπτω το πολιτικό σύστημα ως κάτι «μακρινό»).
 
Από την άλλη, το μοτίβο μπορεί να μην είναι αυτό μιας συνεχόμενης αποχής, αλλά της εναλλαγής ψήφου–αποχής, ανάλογα με την πολιτική και εκλογική συγκυρία, το ευρύτερο ή ειδικότερο περιβάλλον κλπ, αφού δεν απέχουν πάντοτε αναγκαστικά οι ίδιοι.
 
Από το 2010 και την κρίση, τουλάχιστον, ζούμε σε μια περίοδο πολιτικών μετασχηματισμών εν εξελίξει. Η «επιστροφή στην κανονικότητα» έμεινε μια ανεκπλήρωτη υπόσχεση, και τη θέση της πήρε η συνειδητοποίηση της κανονικότητας των κρίσεων –σε πολιτικό επίπεδο μεταφράζεται στην κατάρρευση ή επάνοδο μεγάλων κομμάτων, στην ανάδυση ή και κατάδυση κομμάτων challengers.
 
Ό,τι και να συμβαίνει, όμως, η υψηλή πολιτική αποχή τείνει να καταστεί ενδημικό φαινόμενο στα κομματικά συστήματα της εποχής μας, και το ελληνικό δεν είναι εξαίρεση. Αποτελεί σημείο της περίφημης «μεγάλης εικόνας» –μιας νέας σταθεράς: αποδυνάμωση των άλλοτε κραταιών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, άνοδος της Ακροδεξιάς, αποχή ως ο τρίτος παράγοντας στην εξίσωση αυτή.
 
Αν, ωστόσο, η αποχή πλήττει την ποιότητα της δημοκρατίας, που καθίσταται όλο και λιγότερο αντιπροσωπευτική, δεν πλήττει, ωστόσο, εξίσου όλους τους πολιτικούς χώρους, και αυτό, ιδιαίτερα στις πιο πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις, είναι παραπάνω από εμφανές. Οι τελευταίες αυτοδιοικητικές, άλλωστε, σαφώς έδειξαν ότι όσοι κατάφεραν να συγκρατήσουν και να ενισχύσουν τα ποσοστά τους, εν προκειμένω το ΚΚΕ και η ΝΔ, το πέτυχαν στον βαθμό που κινητοποίησαν καλύτερα τους ψηφοφόρους τους –είτε επειδή έχουν ισχυρούς ιδεολογικούς-οργανωτικούς δεσμούς με αυτούς, είτε χάρη σε εκτεταμένα και κυρίαρχα σε τοπικό επίπεδο, πελατειακά δίκτυα.
 
Ας σκεφτούμε κάτι τελευταίο. Γνωρίζουμε ότι στις έρευνες κοινής γνώμης, ένα μάλλον σταθερό χαρακτηριστικό των ελλήνων πολιτών είναι ότι αυτοτοποθετούνται σταθερά κατά τι περισσότερο στο κεντρο-αριστερό, παρά στο κεντρο-δεξιό τμήμα του πολιτικού φάσματος. Αν λοιπον ισχύει αυτό, και ταυτόχρονα στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις η ελληνική Κεντροδεξιά αλλά και Ακροδεξιά πετυχαίνει σημαντικές εκλογικές επιδόσεις, αυτό σημαίνει ότι καταγράφεται μια κίνηση «εσωτερικής διαμαρτυρίας» οριακών ψηφοφόρων προς τον δικό τους αριστερό-κεντροαριστερό χώρο πολιτικής εκπροσώπησης –σε αντίθεση με τους κεντροδεξιούς, οι οποίοι, κατά κανόνα, πηγαίνουν να ψηφίσουν πιο συντεταγμένα.
 
Έτσι, λοιπόν, η ολοένα μεγαλύτερη αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες, στην ελληνική περίπτωση αλλά όχι μόνο, σημαίνει ότι ένα σημαντικό μέρος του αριστερού/κεντρο-αριστερού εκλογικού σώματος επιθυμεί πρωτίστως να επιβάλει μια «πολιτική κύρωση», να αποτυπώσει μια ένδειξη κορεσμού, απέναντι σε έναν πολιτικό χώρο που δυνητικά και μόνο θα μπορούσε να είναι ο δικός του. Η κατάσταση ίσως και να θυμίζει κάπως τα γνωστά meme που κυκλοφορούν διαδικτυακά, με τους απέχοντες στον ρόλο εκείνων που κάνουν μια ορθολογική ερώτηση στον συνομιλήτή τους για να πάρουν μια εντελώς εκτός τόπου και άσχετη απάντηση, ώστε αναγκάζονται να του αντιτείνουν: «θα σας ειδοποποιήσουμε».
 
Η Κατερίνα Λαμπρινού είναι πολιτική επιστήμονας