Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ανησυχεί για τους κινδύνους που σχετίζονται με τον γεωπολιτικό κατακερματισμό, την αναζωπύρωση του πληθωρισμού, την αστάθεια στις τιμές των εμπορευμάτων και την κρίση των ακινήτων στην Κίνα, υπογραμμίζοντας ότι οι πιθανότητες μιας πιο ισχυρής ανάπτυξης μειώνονται από τον πόλεμο στην Ουκρανία, τα υψηλά επιτόκια, τα ακραία καιρικά φαινόμενα και την απόσυρση των μέτρων δημοσιονομικής στήριξης.
Δυσοίωνο βλέπει για ακόμη μία φορά το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, καθώς αναμένει την ανάπτυξή της να προσεγγίζει τόσο φέτος όσο και τα επόμενα πέντε χρόνια το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών και τις αδύναμες προοπτικές των χωρών της υφηλίου να επιτύχουν υψηλότερα επίπεδα διαβίωσης.
Στην εξαμηνιαία έκθεση του World Economic Outlook που δημοσιοποίησε χθες στο πλαίσιο της καθιερωμένης φθινοπωρινής κοινής συνόδου του με την Παγκόσμια Τράπεζα –η οποία πραγματοποιείται αυτή τη φορά στο Μαρακές του Μαρόκου–, το ΔΝΤ τονίζει ότι η ανάκαμψη που καταγράφει η οικονομία της υφηλίου μετά την πανδημία είναι αργή και άνιση, ενώ προειδοποιεί ότι υπάρχουν ελάχιστα περιθώρια για λανθασμένες πολιτικές.
Στο βασικό του σενάριο το Ταμείο προβλέπει ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί από 3,5% πέρυσι σε 3% φέτος (όσο εκτιμούσε πριν από έξι μήνες) και ακόμη χαμηλότερα το 2024, στο 2,9%. Στα επίπεδα αυτά η παγκόσμια ανάπτυξη είναι πολύ πιο κάτω από τον ιστορικό μέσο όρο 3,8% των προηγούμενων δύο δεκαετιών (2000-2019). Μεσοπρόθεσμα το Ταμείο βλέπει την παγκόσμια οικονομία να αναπτύσσεται με ρυθμό μόλις 3,1% το 2028 που αποτελεί, όπως επισημαίνει, τον χαμηλότερο εδώ και αρκετές δεκαετίες.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, Πιερ Ολιβιέ Γκουρίνχα, προειδοποίησε στη διάρκεια της παρουσίασης της έκθεσης χθες ότι το Ταμείο εξακολουθεί να ανησυχεί για τους κινδύνους που σχετίζονται με τον γεωπολιτικό κατακερματισμό, την αναζωπύρωση του πληθωρισμού, την αστάθεια στις τιμές των εμπορευμάτων και την κρίση των ακινήτων στην Κίνα. Από την πλευρά της η έκθεση του Ταμείου υπογραμμίζει σχετικά ότι οι πιθανότητες μιας πιο ισχυρής ανάπτυξης μειώνονται από τις παρατεταμένες επιπτώσεις της πανδημίας, τον πόλεμο στην Ουκρανία, τον αυξανόμενο γεωπολιτικό κατακερματισμό, τα υψηλά επιτόκια, τα ακραία καιρικά φαινόμενα και την απόσυρση των μέτρων δημοσιονομικής στήριξης.
Στο περιβάλλον αυτό, η ανάπτυξη των αναπτυγμένων οικονομιών προβλέπεται έτσι να επιβραδυνθεί σε 1,5% φέτος και 1,4% το 2024 από 2,6% πέρυσι. Στην ευρωζώνη η ανάπτυξη αναμένεται μόλις 0,7% φέτος και 1,2% το 2024 (από 3,3% το 2022), με τη Γερμανία να βυθίζεται σε ύφεση 0,5% φέτος και να ανακάμπτει κάπως το 2024 με ανάπτυξη 0,9%. Αντίθετα οι ΗΠΑ προβλέπεται να καταγράψουν υψηλότερες επιδόσεις απ’ ό,τι αναμενόταν.
Το Ταμείο προβλέπει ότι η αμερικανική οικονομία θα τρέξει φέτος με 2,1% και με 1,5% το 2024, κατά 0,3% και 0,5% υψηλότερα, αντίστοιχα, απ’ ό,τι προέβλεπε έξι μήνες πριν. Η Κίνα αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 5% φέτος και 4,2% το 2024, 0,2% και 0,3% χαμηλότερα απ’ ό,τι προβλεπόταν λόγω της κρίσης ακινήτων και της αδύναμης εξωτερικής ζήτησης. Συνολικά οι αναπτυσσόμενες και οι αναδυόμενες αγορές αναμένεται να εμφανίσουν μικρή πτώση στην ανάπτυξή τους σε 4% τόσο φέτος όσο και το 2024 από 4,1% πέρυσι.
Το ΔΝΤ προειδοποιεί πάντως ότι ο αντίκτυπος της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής για τη μείωση του πληθωρισμού θα οδηγήσει σε υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας στο μέλλον. Στις εκτιμήσεις του για τον παγκόσμιο πληθωρισμό αναμένει σταθερή μείωσή του από 8,7% πέρυσι σε 6,9% φέτος και 5,8% το 2024. Για τον δομικό πληθωρισμό από τον οποίο εξαιρούνται οι τιμές τροφίμων και ενέργειας αναμένει μείωσή του από 6,4% πέρυσι σε 6,3% φέτος και 5,3% το 2024.
Το Ταμείο συνεχίζει πάντως να υποστηρίζει ότι η νομισματική πολιτική θα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στον στόχο μείωσης του πληθωρισμού, προσθέτοντας παράλληλα και ότι απαιτείται δημοσιονομική εξυγίανση για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων χρεών. Διαμηνύει δε ότι σε αυτόν τον περιορισμένο χώρο πολιτικής οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις καθίστανται ζωτικής σημασίας για την αναζωογόνηση των μεσοπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης.
Η επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης, η αύξηση της ανθεκτικότητας στις κλιματικές κρίσεις και η βελτίωση της επισιτιστικής ασφάλειας για εκατομμύρια ανθρώπους απαιτούν ενισχυμένα πολυμερή πλαίσια και τήρηση πλατφορμών που βασίζονται σε κανόνες διεθνούς συνεργασίας, τονίζει. Μεταξύ άλλων, απαιτείται πολυμερής συντονισμός για την επίλυση των προβλημάτων χρέους, συνεργασία για τον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης, συνεργασία για τη διασφάλιση σταθερών διασυνοριακών ροών των απαραίτητων ορυκτών.
Χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης στην Ελλάδα
Για την Ελλάδα, το ΔΝΤ αναμένει την ανάπτυξη να προσγειώνεται από το 5,9% πέρυσι στο 2,5% φέτος και 2% για το 2024. Η ελληνική κυβέρνηση στο προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2024 προβλέπει ανάπτυξη 2,3% για φέτος και 3% για το 2024. Το Ταμείο προβλέπει ακόμη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού από 9,3% πέρυσι σε 4,1% φέτος και 2,8% το 2024 έναντι 4% και 2,4%, αντίστοιχα, που προβλέπει η Αθήνα.
Σε πτωτική τροχιά θα συνεχίσει και η ανεργία η οποία εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει το 10,8% φέτος και 9,3% το 2024 από 12,4% πέρυσι, ενώ το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται ότι θα υποχωρήσει σε 6,9% του ΑΕΠ φέτος και 6% του ΑΕΠ του χρόνου από 10,1% του ΑΕΠ πέρυσι. Η έκθεση του Ταμείου αναμένει ωστόσο χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα και η αύξηση του ΑΕΠ να προσεγγίζει το 2028 μόλις το 1,1%.
Ευάλωτες σε πιέσεις επιτοκίων οι τράπεζες
Το 5% των τραπεζών παγκοσμίως μπορεί να αποδειχθεί ευάλωτο σε πιέσεις εάν τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών παραμείνουν υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, προειδοποιεί το ΔΝΤ σε μια δεύτερη έκθεσή του –για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα (Global Financial Stability Report)– που έδωσε χθες στη δημοσιότητα.
Το Ταμείο προειδοποιεί ότι ένα επιπλέον 30% των τραπεζών –συμπεριλαμβανομένων ορισμένων από τις μεγαλύτερες του κόσμου– θα είναι ευάλωτο αν η παγκόσμια οικονομία εισέλθει σε περίοδο χαμηλής ανάπτυξης και υψηλού πληθωρισμού ή «στασιμοπληθωρισμού».
Η προειδοποίηση βασίστηκε σε ένα νέο, πιο αυστηροό παγκόσμιο τεστ αντοχής του ΔΝΤ σε περίπου 900 τράπεζες από 29 χώρες του κόσμου λίγο μετά την τραπεζική αναταραχή της περασμένης άνοιξης και την κατάρρευση των Silicon Valley Bank, Credit Suisse και ακόμη δύο περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ. Αδύναμες τράπεζες θεωρήθηκαν εκείνες των οποίων τα επίπεδα κεφαλαίου μειώθηκαν κατά περισσότερες από πέντε ποσοστιαίες μονάδες κατά τη διάρκεια του stress test ή κάτω από το ελάχιστο όριο του 7%.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο των παρατεταμένα υψηλών επιτοκίων, 55 τράπεζες που αντιπροσωπεύουν το 4% του παγκόσμιου ενεργητικού αποδείχθηκαν αδύναμες, ενώ με βάση το σενάριο του στασιμοπληθωρισμού, ο αριθμός αυτός αυξήθηκε σε 215 τράπεζες που κατέχουν το 42% του ενεργητικού.
Μπάμπης Μιχάλης