Macro

Franck Poupeau: Το νερό δεν είναι απλώς ένα αγαθό κοινής ωφέλειας

Οι επαναλαμβανόμενες ξηρασίες θέτουν το ζήτημα της διαχείρισης των υδάτινων πόρων για την απρόσκοπτη παροχή νερού στον πληθυσμό. Δεν αρκεί όμως η επίκληση ενός γενικού «δικαιώματος στο νερό»: το κλειδί για την πραγματικά καθολική πρόσβαση στον πολύτιμο αυτό φυσικό πόρο είναι ο κοινωνικός έλεγχος της κατασκευής και της διαχείρισης των υποδομών
 
Οταν διασχίζεις τους δρόμους της Νότιας Αριζόνας κάτω από τον καυτό ήλιο, πώς είναι δυνατόν να μην καταληφθείς από μια αίσθηση παραλογισμού; Ενόσω οι δυτικές πολιτείες της Αμερικής ταλανίζονται από παρατεταμένη ξηρασία, στην Αριζόνα κατασκευάζονται απέραντα συγκροτήματα κατοικιών, απλωμένα στην έρημο της Σονόρα μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, τα οποία συνδέονται με εμπορικά κέντρα χάρη σε οδικούς άξονες δύο λωρίδων προς κάθε κατεύθυνση. Κοντά στο αεροδρόμιο της Τούσον, ανθυγιεινές κατοικίες, χωρίς κλιματισμό και μερικές φορές χωρίς τρεχούμενο νερό, είναι διασκορπισμένες στις άνυδρες και σκονισμένες πεδιάδες της κομητείας της Πίμα. Σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από κει, πάνω από την κοιλάδα δεσπόζουν πολυτελείς βίλες περιτριγυρισμένες από αιωνόβιους κάκτους, αποκαλύπτοντάς μας εξαιρετικά περίτεχνους «κήπους της ερήμου», που εφαρμόζουν με υψηλή αισθητική τις επίσημες συστάσεις να μην καταναλώνονται υπερβολικές ποσότητες νερού, χρησιμοποιώντας ξηρόφυτα και όμορφα διατεταγμένες πέτρινες συνθέσεις. Προκειμένου να συντηρηθεί μια τόσο μεγάλη εξάπλωση του αστικού ιστού και τα οικονομικά οφέλη που προκύπτουν, ένα κανάλι μήκους περισσότερων από 540 χιλιόμετρων (το Central Arizona Project) εκτρέπει τα ύδατα του ποταμού Κολοράντο: η παροχή του είναι 85 κυβικά μέτρα το δευτερόλεπτο, το πλάτος του είναι κατά μέσο όρο 7 μέτρα και η υδροδότηση ρυθμίζεται από 14 αντλιοστάσια και πολλές δεκάδες υδροφράκτες.
 
Σ’ αυτή την περιοχή, που ζει υπερβαίνοντας τα υδρολογικά μέσα της, η κομητεία της Πίμα έχει λάβει οικολογικές πρωτοβουλίες. Ο ποταμός Σάντα Κρουζ, ξεροπόταμος εδώ και αρκετές δεκαετίες λόγω της υπερεκμετάλλευσης των υδροφόρων οριζόντων και των υδάτινων ρευμάτων της περιοχής (εξαιτίας της υπερβόσκησης, των εντατικών καλλιεργειών βιομηχανικού τύπου, της βαμβακοκαλλιέργειας, των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων, της επέκτασης του οικιστικού ιστού κ.λπ.), ξανάρχισε να κυλάει τροφοδοτούμενος από τα ακάθαρτα ύδατα της Τούσον, που πλέον καθαρίζονται, ανακυκλώνονται και διοχετεύονται σε διάφορα σημεία του.
 
Βέβαια, ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν έχει σχέση με μια οικολογική αποκατάσταση που θα εγγυούνταν τη λειτουργία του υδρολογικού κύκλου και την αυτορρύθμιση των οικοσυστημάτων. Αντιθέτως, αναδεικνύει ένα βασικό χαρακτηριστικό της σχέσης του σύγχρονου κόσμου με τους «φυσικούς πόρους» ακόμα κι όταν υπάρχουν οι καλύτερες περιβαλλοντικές προθέσεις: η πρόσβαση στο νερό εξαρτάται από ένα εκτεταμένο δίκτυο τεχνικών υποδομών (1) – στην προκειμένη περίπτωση από τα εργοστάσια απολύμανσης (και τα χημικά συστήματά τους) και τις σωληνώσεις για την παροχέτευση των επανακαθαρισμένων υδάτων στο ποτάμι. Ο προβληματισμός σχετικά με τις συγκρούσεις για τους υδάτινους πόρους πολύ συχνά παραγκωνίζει αυτή την απλή διαπίστωση προς όφελος μια γενικής και γενναιόδωρης, τουλάχιστον φαινομενικά, αντίληψης: θα πρέπει να θεωρούμε αυτόν τον φυσικό πόρο ως ένα κοινό αγαθό, αναγκαίο για τη ζωή. Από αυτή την αντίληψη προκύπτει το «δικαίωμα στο νερό», που θεωρητικά θεσμοθετεί έναν αυτοφυή δεσμό ανάμεσα στη φύση και στην ανθρωπότητα. Όμως, τίποτα δεν είναι λιγότερο φυσικό από την πρόσβαση στους υδάτινους πόρους και τις κοινωνικοποιημένες μορφές της ιδιοποίησής του.
 
Ο ερευνητής Μπερνάρ Μπαρακέ (2) διακρίνει τρία στάδια στην ανάπτυξη της βιομηχανίας του νερού: την ποσοτική διαχείριση, που στηρίζεται σε έργα πολιτικών μηχανικών και εξασφαλίζει τροφοδοσία με νερό από απομακρυσμένες πηγές (19ος αιώνας), την ποιοτική διαχείριση, που στηρίζεται σε υγειονομικές πρακτικές και στους τοπικούς θεσμούς (τέλη 19ου-αρχές 20ού αιώνα) και, τέλος, την περιουσιακού χαρακτήρα διαχείριση που κάνει χρήση Περιβαλλοντικής Μηχανικής (από τα τέλη του 20ού αιώνα). Θεωρεί ότι αυτή η τρίτη φάση επέτρεψε το πέρασμα από τη λογική της προσφοράς (αύξηση παροχής) σε μια διαχείριση της ζήτησης (πιο λιτή χρήση), όπου εστιάζουμε λιγότερο στον φυσικό πόρο και περισσότερο στην υπηρεσία εφοδιασμού, κυρίως των πόλεων.
 
Οι περισσότεροι διεθνείς θεσμοί υιοθετούν αυτή τη λογική της προσφοράς και της ζήτησης. Έτσι, η Παγκόσμια Σύμπραξη για το Νερό (GWP) -μια διακυβερνητική οργάνωση ειδικευμένη σε ζητήματα υδρολογικής διαχείρισης- εκφράζει την ανησυχία της για την απουσία του σχετικού προβληματισμού στις ευρωπαϊκές Οδηγίες για το πρόβλημα της ξηρασίας, καθώς και για τη σχεδόν πλήρη απουσία μέτρων προσαρμογής των χρήσεων του νερού: πράγματι, αν και τα ευρωπαϊκά «σχέδια διαχείρισης» συνιστούν να υπάρξει αντίδραση στην ξηρασία μέσω της αύξησης της παροχής σε νερό ή πρόληψή της μέσω της αποθήκευσης υδάτων με την προοπτική αύξησης της προσφοράς, οι πολιτικές προσαρμογής που εμπίπτουν στο πεδίο της ζήτησης (προσαρμόζοντας τη χρήση νερού στις διαθέσιμες ποσότητες του φυσικού πόρου) είναι «συνολικά απούσες από τα ευρωπαϊκά μέτρα» (3). Θα έπρεπε συνεπώς, ξανά και ξανά, να επικεντρωθούμε στις χρήσεις του νερού: να μην έχουμε πλέον πισίνες και να κατουράμε στο ντους ενώ ταυτόχρονα θα πλένουμε τα δόντια μας.
 
Ωστόσο, παρόμοιες παραινέσεις για εγκράτεια στην κατανάλωση περιορίζουν τις μορφές δράσης σε ατομικές λογικές και, κυρίως, αποπολιτικοποιούν τα διακυβεύματα. Και, συγκεκριμένα, τα ζητήματα της κατασκευής, της ιδιοκτησίας και του ελέγχου των απαραίτητων υποδομών για την παροχή των αναγκαίων υπηρεσιών και, συνεπώς, για τη συλλογική ζωή. Έτσι, τις περισσότερες φορές, η πρόσβαση στο νερό πραγματοποιείται μόνο μέσω ενός δικτύου σωληνώσεων (για να καθαριστεί, να φτάσει μέχρι τη βρύση κ.λπ.). Η άρνηση των άχρηστων φαραωνικών προγραμμάτων (κατασκευή μεγάλων φραγμάτων, καναλιών για τη μεταφορά υδάτων από μια περιφέρεια σε μια άλλη κ.λπ.) δεν θα πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε ότι ακόμα και οι καλύτερες οικολογικές προθέσεις εξαρτώνται από τεχνικά συστήματα, είτε πρόκειται για τον καθαρισμό και την ανακύκλωση των ακάθαρτων υδάτων, είτε για την αποθήκευση του νερού της βροχής, είτε για την οικολογική αποκατάσταση των υδάτινων ρευμάτων, είτε για τον περιορισμό της αδιαβροχοποίησης του εδάφους από τη δόμηση κ.ο.κ. Η κατασκευή αυτών των συστημάτων απαιτεί γνώσεις Υδρολογίας (κατάσταση του φυσικού πόρου κ.λπ.), Οικονομίας (τιμολόγηση, νομικό καθεστώς των φορέων ύδρευσης, συμβάσεις) και κυρίως μιας Περιβαλλοντικής Μηχανικής που να λαμβάνει υπόψη τη λειτουργία των οικοσυστημάτων. Εμφανίζονται πλέον πολλά σχέδια σχετικά με τις «οικοσυστημικές υποδομές» (4), κυρίως στις «οικοσυνοικίες» των χωρών του Βορρά: προωθούν εναλλακτικές και αποκεντρωμένες λύσεις, χωρίς ωστόσο να υιοθετούν την ευαίσθητη σχέση με τη φύση που προβάλλει ο «περιβαλλοντισμός των πλούσιων» (5).
 
Μήπως θα πρέπει να αλλάξουμε πολιτική σε σχέση με το νερό; Το ερώτημα προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον εδώ και μερικά χρόνια, καθώς ο πολλαπλασιασμός των επεισοδίων επαναλαμβανόμενης ξηρασίας οδηγεί σε μια βαθύτατη ανατροπή του υδρο-κοινωνικού κύκλου: η ζέστη αυξάνει την εξάτμιση, ρέματα και ποταμοί στεγνώνουν, τα υπόγεια υδροφόρα στρώματα ξαναγεμίζουν δύσκολα, σε σημείο ώστε η πρόσβαση στο νερό να μην είναι πλέον εγγυημένη καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ακόμα και σε περιοχές που δεν έχουν καταγραφεί ως άνυδρες (6). Σε ολοένα μεγαλύτερο τμήμα της γαλλικής επικράτειας, οι φορείς ύδρευσης προβλέπουν ελλείψεις που, έως το 2050, θα φτάνουν μέχρι και το ήμισυ της ετήσιας κατανάλωσης. Αυτές οι ανατροπές γεννούν πλήθος συγκρούσεων, για παράδειγμα μεταξύ αγροτών και περιβαλλοντιστών στο ζήτημα της κατασκευής γιγάντιων ταμιευτήρων νερού στη Γαλλία (7). Τι μπορούμε όμως να κάνουμε απέναντι σε έναν τόσο δυσμενή πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων που δεν επιτρέπει να εμποδιστεί ούτε η κατασκευή ενός γιγάντιου ταμιευτήρα νερού, πόσο μάλλον η υλοποίηση της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος;
 
Η επικέντρωση στις υποδομές του νερού, και όχι στη διαχείριση ενός αγαθού από τις πολιτικές της (υπερκαταναλωτικής) προσφοράς και της (ενάρετης) ζήτησης, μας υπενθυμίζει επίσης τα πρακτικά προβλήματα που συνδέονται με το ιδανικό της πρόσβασης στο νερό για όλους: ποιος πληρώνει την κατανάλωση, ποιος χρηματοδοτεί τα δίκτυα ύδρευσης, ποιος τα κατασκευάζει και ποιος τα συντηρεί; Και, κυρίως, ποιος τα κατέχει και τα ελέγχει; Για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν το κράτος: σε πολλές ασιατικές ή αφρικανικές κοινωνίες, η κρατική ισχύς εδραιώθηκε πάνω στην «υψηλή Υδρομηχανική» με τα κανάλια άρδευσης και την αποφυγή των πλημμυρών (8). Κατά τον ίδιο τρόπο, τα τοπία της αμερικανικής Δύσης έχουν προκύψει από μαζικές επενδύσεις του ομοσπονδιακού κράτους, από τις αρχές του 19ου αιώνα, για την κατασκευή γιγαντιαίων έργων (στην ύδρευση, στις μεταφορές κ.α.) και για τη μετατροπή των ερήμων σε οάσεις (9). Θεωρώντας ότι οι πόλεις αποτελούσαν τα στρατηγικά σημεία για την αλλαγή και την εξέλιξη των αναδυόμενων χωρών, οι δυτικές κυβερνήσεις, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1980 και του 1990, τις ώθησαν να αναθέσουν την εκμετάλλευση των αστικών υποδομών στον ιδιωτικό τομέα, επεκτείνοντας και στο νερό το μεγάλο ξήλωμα των δημόσιων υπηρεσιών (10). Από την πλευρά τους, οι διεθνείς θεσμοί παρακινούσαν τις επιχειρήσεις προκειμένου να αναπτύξουν τα δίκτυα στον Νότο.
 
Αυτές οι πολιτικές οδήγησαν στη λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτή αμφισβήτηση του μοντέλου της καθολικής παροχής νερού, το οποίο ωστόσο είχε αναδειχθεί από τον 19ο αιώνα ως ο καλύτερος τρόπος για να δοθεί απάντηση στην πρόκληση του αιτήματος «νερό για όλους». Ιδιαίτερα η κατασκευή των μεγάλων έργων παρουσιάστηκε ως υπερβολικά δαπανηρή σε σχέση με τα εισοδήματα των φτωχών πληθυσμών των αναδυόμενων χωρών. Ωστόσο, επιστημονικές εργασίες που διεξήχθησαν σε αρκετές χώρες του Νότου δείχνουν ότι για τα άτομα που στερούνταν πρόσβαση στη δημόσια υπηρεσία ύδρευσης (και αναγκάζονταν συνεπώς να καταναλώνουν εμφιαλωμένο νερό, να καταφεύγουν σε υδροφόρες ή να χρηματοδοτούν οι ίδιοι τον εξοπλισμό για την αποθήκευση του νερού της βροχής), το νερό κοστίζει ακριβότερα απ’ ό,τι στους κατοίκους των εύπορων συνοικιών, που είναι συνδεδεμένοι με το δίκτυο ύδρευσης (11). Στις περισσότερες περιπτώσεις αποδείχθηκε μάλιστα ότι οι πληθυσμοί ήταν σε θέση να συμβάλουν οικονομικά στην κατασκευή του δικτύου, υπό τον όρο ότι θα τους παρέχονταν υπηρεσίες ύδρευσης. Συναντάμε εδώ ένα από τα παράδοξα των πολιτικών κινητοποιήσεων για τις κοινωφελείς υπηρεσίες στις αστικές περιοχές: ακόμα και στις φτωχές χώρες δίνουν προτεραιότητα στις καλύτερες συνθήκες πρόσβασης και όχι στον δωρεάν χαρακτήρα της ύδρευσης.
 
Είναι συνεπώς δύσκολο να στηρίξουμε την πρόσβαση των φτωχότερων πληθυσμών στις βασικές υπηρεσίες μονάχα με την επίκληση του «δικαιώματος στο νερό». Πέρα από τη συνεκτίμηση των κριτηρίων της δικαιοσύνης και της δημοκρατικής συμμετοχής, το θέμα είναι να προσδιοριστεί αν το μοντέλο ύδρευσης που καθιερώθηκε στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ από τον 19ο αιώνα (δηλαδή ένα αστικό δίκτυο, όπου ένας πάροχος δραστηριοποιείται σε μια συγκεκριμένη περιοχή) εξακολουθεί να είναι το πλέον ενδεδειγμένο για να αντιμετωπίσουμε τις λογικές της εξάπλωσης του αστικού ιστού και την αύξηση της ζήτησης, όπως αποκαλύπτει η κατάσταση σε περιοχές που αντιμετωπίζουν «υδρολογική πίεση». Ή, αντίθετα, μήπως θα πρέπει να επιδιώξουμε να αποκτήσουν οικουμενικό χαρακτήρα οι αποκεντρωμένες λύσεις που αναδύονται στον Βορρά υπό τη μορφή αυτόνομων οικοσυνοικιών, οι οποίες για την ώρα συνυπάρχουν με τις υποδομές που τροφοδοτούν σχετικά εκτεταμένες περιοχές; Τέτοια οικιστικά συγκροτήματα διαθέτουν εξοπλισμό που τους επιτρέπει να επεξεργάζονται επιτόπου τα ακάθαρτα ύδατα, να συγκεντρώνουν το νερό της βροχής, να χρησιμοποιούν τη λάσπη του βιολογικού καθαρισμού ως λίπασμα για λαχανόκηπους που βρίσκονται εντός του οικισμού κ.λπ.
 
Ομως αυτές οι πρακτικές, εξυμνούμενες από προνομιούχους πληθυσμούς ή από πολιτικούς χώρους που επιθυμούν να προωθήσουν την εξάπλωση των «πράσινων τεχνολογιών», τελικά εξασθενίζουν ακόμη περισσότερο την οικονομική βιωσιμότητα του μοντέλου καθολικής παροχής ύδατος, το οποίο επιχείρησαν να γκρεμίσουν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Μέσα από τον πράσινο «απομονωτισμό» τους, οι υπέρμαχοι του συγκεκριμένου μοντέλου κατηγορούνται ότι αποκόπτονται από τα συστήματα δημόσιας ύδρευσης και, συνεπώς, και από την οφειλόμενη αλληλεγγύη προς τους λιγότερο προνομιούχους. Ανάμεσα στην εξουσία της γραφειοκρατίας των οργανισμών ύδρευσης και στην ισχύ των πολυεθνικών, θα είναι άραγε αρκετή η ενθάρρυνση της εγκράτειας στην κατανάλωση του νερού χωρίς να τεθεί το οικονομικό, και πολιτικό, ερώτημα της γενίκευσης των υποδομών που καθιστούν εφικτή αυτήν την κατανάλωση;
 
1. Ashley Carse, «Nature as infrastructure: Making and managing the Panama Canal watershed», «Social Studies of Science», τόμος 42, τ. 4, Λονδίνο, 2012.
 
2. Bernard Barraque, «The three ages of engineering for the water industry», Anuari de la Societat Catalana d’ Economia, τ. 18, Βαρκελώνη, 2004.
 
3. «Revision of the policy instruments and their potential to contribute to E.U. droughts and water scarcity policies. Integrated drought management program in Central and Eastern Europe», The Global Water Partnership Central and Eastern Europe (GWP CEE), 2020.
 
4. Sabine Barles και Emma Thebault, «Des reseaux aux ecosystemes: mutation contemporaine des infrastructures urbaines de l’eau en France», «Traces. Revue de sciences humaines», τ. 35, Λυών, 2018. Daniel Childers, Paul Bois, Hilairy Hartnett κ.ά., «Urban ecological infrastructure: An inclusive concept for the non-built urban environment», Elementa: Science of the Anthropocene, τ. 7, Όκλαντ, 2019.
 
5. Βλέπε «Ce qu’un arbre peut reellement cacher», Le Monde diplomatique, Σεπτέμβριος 2020.
 
6. Nathalie Bertrand, Patricia Blanc, Celine Debrieu-Levrat κ.ά., «Retour d’experience sur la gestion de l’eau lors de la secheresse 2022», Γενική Επιθεώρηση Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης, Πιτό, Μάρτιος 2023. Το πρόβλημα φυσικά αφορά και την Ελλάδα, βλ. «Σήμα κινδύνου για λειψυδρία σε πέντε περιοχές της Ελλάδας», Οικονομικός Ταχυδρόμος, 10 Μαρτίου 2023, όπως και την Κύπρο, βλ. «Κίνδυνος για τεράστιο οικονομικό κόστος ξηρασίας λόγω της κλιματικής αλλαγής στην Κύπρο», Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 8 Ιουνίου 2021.
 
7. Βλ. «Γαλλία: Οργή ενάντια στις γιγαντιαίες λιμνοδεξαμενές άρδευσης», Le Monde diplomatique-ελληνική έκδοση, 6 Αυγούστου 2023, www.monde-diplomatique.gr.
 
8. Karl Wittfogel, Le Despotisme oriental, Εditions de Minuit, Παρίσι, 1964.
 
9. Joan Cortinas Munoz, Brian O’Neill, Eliza Benites-Gambirazio και Franck Poupeau, Le Champ des politiques hydriques, Editions du Croquant, Βιλέν-σιρ-Σεν, 2023.
 
10. Βλ. το αφιέρωμα «Services publics: l’interet general a la casse», Le Monde diplomatique, Απρίλιος 2018.
 
11. Dominique Lorrain και Franck Poupeau, Water Regimes, Routledge, Λονδίνο, 2016.
 
O Franck Poupeau είναι κοινωνιολόγος
 
Επιμέλεια: Βασίλης Παπακριβόπουλος
 
Η ΑΥΓΗ από LE MONDE DIPLOMATIQUE