Θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε με μεγάλη ακρίβεια το μέλλον της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, αν αυτή είχε εμφανές παρελθόν. Στην Ελλάδα όμως είχαμε σοσιαλδημοκράτες όπως ο Κώστας Σημίτης, σοσιαλδημοκρατία όμως;
Η σύγχυση γύρω από το τι είναι σοσιαλδημοκρατία είναι πολύ μεγάλη.
Ενδεικτικό αυτής της σύγχυσης είναι πως στη χώρα μας η τεράστια πλειοψηφία των πολιτών αλλά, δυστυχώς, και των πολιτικών φαντάζεται τη σοσιαλδημοκρατία ως την παράταξη του κέντρου που στέκεται απέναντι στη συντήρηση και την αριστερά.
Κοινοτοπίες που μετατρέπουν την παράταξη της ευρωπαϊκής δημοκρατικής αριστεράς σε ασπόνδυλο κέντρο. Και δεν φτάνει αυτό. Η σοσιαλδημοκρατία εκλαμβάνεται ως η παράταξη της αξιοκρατίας και των «άξιων» και όχι ως η παράταξη της ισότητας και των «ίσων».
Ο Piketty υποστηρίζει πως η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία έχει μετατραπεί σε βραχμανική αριστερά. Έτσι εξηγεί την καθήλωση των δυνάμεων της, ιδιαιτέρως αυτής της Σκανδιναβίας, της Γερμανίας και της Κεντρικής Ευρώπης, σε ποσοστά λίγο κάτω λίγο πάνω από το 20%. Στην Ελλάδα είναι λίγο πάνω από το 10%, ποσοστό που δεν ενθουσιάζει. Η ιβηρική σοσιαλδημοκρατία όμως αντέχει. Γιατί; Μα γιατί ενώ η βραχμανική βόρεια σοσιαλδημοκρατία ξέχασε τον κόσμο της εργασίας και την ισότητα για χάρη των «άξιων» του πλούτου και της «αξιοκρατίας», αντιθέτως σε Ισπανία και Πορτογαλία ως προτεραιότητα τέθηκε το ζήτημα της ποιότητας της εργασίας, της προστασίας της και φυσικά το ύψος των μισθών.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη θεώρησαν πως η επικέντρωση στον κόσμο της εργασίας χαλάει την κοινή συνισταμένη των δύο πόλων (σοσιαλδημοκρατίας και κεντροδεξιάς) που μετά το 1980 έγινε τo trickle down economics και πυρήνας του η θεωρία των «άξιων». Δηλαδή οι εύνοιες στον πλούτο -κυρίως στον χρηματιστηριακό- ώστε να συγκεντρωθεί στα ψηλά και από εκεί ν’ αρχίσει να διαρρέει και στα χαμηλά. Αυτομάτως για την κεντροδεξιά, με σχέδιο για τη σοσιαλδημοκρατία, αλλά η προτεραιότητα της συγκέντρωσης του πλούτου στα υψηλά δεν αμφισβητείτο από κανέναν από τους δυο.
Κάποιοι άλλοι πάλι υποστηρίζουν πως η πτώση της οφείλεται στ’ ότι αυτή αγκάλιασε τα ζητήματα των ταυτοτήτων και ξέχασε αυτά των κοινωνικών ανισοτήτων. Το δεύτερο σκέλος είναι σωστό. Όντως ξέχασε τα θέματα των ανισοτήτων. Το πρώτο όμως είναι λάθος. Δεν ήταν η στροφή της σοσιαλδημοκρατίας στα θέματα των ταυτοτήτων που την οδήγησε σ’ αυτή την ισχυρή απώλεια δυνάμεων. Ήταν ότι και αυτή έγινε η παράταξη που ενδιαφέρεται πρώτα για το πώς θα συγκεντρωθεί ο πλούτος και μετά για το πώς θ’ αναδιανεμηθεί. Αντιθέτως μέχρι τότε ο δρόμος της σοσιαλδημοκρατίας -όσο και να απορούν με την άποψη αυτή ορισμένοι νεήλυδες σοσιαλδημοκράτες- ήταν πως η αναδιανομή (Κράτος Πρόνοιας) αποτελεί προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη και παραγωγή.
Τι απ’ όλα αυτά απασχολούν το ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΑΛ που με το 11,9% προβάλλει ως ο εκφραστής της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας; Λίγα πράγματα. Το κύριο ενδιαφέρον του είναι το πώς θα ξεπεράσει τον ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ. Πολύ φοβάμαι πως ακόμη και αν το πετύχει αυτό, τίποτα δεν θα αλλάξει όσον αφορά την κυριαρχία της κεντροδεξιάς στη χώρα. Μια χώρα στην οποία, όπως δείχνουν οι έρευνες, η πλειοψηφία των πολιτών επιλέγει κεντροαριστερές αξίες και ψηφίζει κεντροδεξιά. Στην έρευνα του think tank Eteron με τίτλο “Η Ακτινογραφία των Ψηφοφόρων: Ιδεολογίες, Αξίες, Τοποθετήσεις”, η οποία πραγματοποιήθηκε λίγους μήνες πριν τις δύο τελευταίες αναμετρήσεις (Μάρτιος 2023) το 36% των πολιτών δήλωναν πως το ιδεολογικό ρεύμα/παράταξη που «θα μπορούσε να διασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για την Ελλάδα και τους πολίτες της» είναι η κεντροαριστερά και το αντίστοιχο ποσοστό για την κεντροδεξιά/δεξιά περιοριζόταν στο 31%.
Τα αποτελέσματα των εκλογών του Ιουνίου ήταν διαμετρικώς αντίθετα: 41% για τη ΝΔ και 30% για ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ μαζί. Γιατί αυτό; Γιατί και οι δυο παίζουν στο γήπεδο του κ. Μητσοτάκη. Σ’ αυτό της θεωρίας των «άξιων» και της αξιοκρατίας (περισσότερο το ΠΑΣΟΚ και ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ). Εξ ου και οι δυο ανταγωνίζονται τον κ. Μητσοτάκη για το ποιος προτείνει τις μεγαλύτερες μειώσεις στους φόρους και όχι για το ποιος προτείνει πολιτικές ισότητας στους χώρους της εργασίας, εκπαίδευσης και υγείας. Όσο η αντιπαράθεση δεν αλλάζει γήπεδο, τόσο το μόνο που θα απομένει στα δυο κόμματα θα είναι να ανταγωνίζονται το ένα το άλλο για το ποιο θα είναι αξιωματική αντιπολίτευση.
Το ελληνικό κομματικό σύστημα έχει μια ακόμη ιδιαιτερότητα. Ενώ μετά το 2010 έδειξε ν’ ακολουθεί το δρόμο των άλλων ευρωπαϊκών κομματικών συστημάτων, των οποίων το μείζον είναι η ρευστότητά τους, αυτό άρχισε να αποκτά τα χαρακτηριστικά αυτού που ονομάζω «μονοπολικό πλουραλισμό». Από τη μια βρίσκεται ένας πανίσχυρος κομματικός πόλος, εκφραστής ενός συντηρητικού φιλελευθερισμού και από την άλλη δύο μικρότερα κόμματα, ένα αριστερό και ένα κεντροαριστερό, που κινούνται πολύ μακριά απ’ αυτόν και ως συμπλήρωμα μικροί αλλά ιδιαιτέρως δηλητηριώδεις για την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου ακροδεξιοί σχηματισμοί.
Με αυτά τα δεδομένα το ερώτημα γίνεται αν μπορούν η σοσιαλδημοκρατία, όποια και να είναι αυτή, και η ριζοσπαστική αριστερά, όποια και να είναι αυτή, να αμφισβητήσουν ο καθένας ξεχωριστά την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία του συντηρητικού φιλελευθερισμού που εκφράζει ο κ. Μητσοτάκης; Όλα δείχνουν πως αυτό είναι αδύνατον, τουλάχιστον με τα σημερινά πολιτικά και ιδεολογικά δεδομένα.
Ο μόνος τρόπος να αντιμετωπιστεί αυτός ο μονοπολικός πλουραλισμός του συντηρητικού φιλελευθερισμού, είναι να συγκροτηθεί ο αντίπαλος πόλος του προοδευτικού φιλελευθερισμού. Διαφορετικά όσο φαίνεται πως η αντιπαράθεση αφορά την αντίθεση μεταξύ φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων και λαϊκιστών απισχναίνονται αφάνταστα οι πραγματικές αντιθέσεις στην ελληνική κοινωνία και γίνεται πιο εύκολο το έργο του κ. Μητσοτάκη από τη μια και του ακροδεξιού μη συμπεριληπτικού λαϊκισμού από την άλλη.
Η επιστροφή στην αντίθεση μεταξύ προοδευτικού φιλελευθερισμού και συντηρητικού φιλελευθερισμού είναι εκ των ων ουκ άνευ για τη νίκη των δυνάμεων της Δημοκρατίας κατά αυτών του ακροδεξιού σκοταδισμού. Και για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο και οι δύο πολιτικοί χώροι της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς πρέπει να καταλάβουν πως παρά τις μεγάλες αντιθέσεις τους και τις ακόμη μεγαλύτερες «εχθρότητες» του παρελθόντος, η οργανική αν όχι και η οργανωτική ενότητά τους είναι ο μόνος τρόπος να αποκτήσουμε ξανά ένα ισχυρό διπολικό σύστημα των δυνάμεων της Δημοκρατίας.
Είναι ο μόνος τρόπος η δημοσκοπική κυριαρχία των κεντροαριστερών αξιών, όπως δείχνουν οι περισσότερες έρευνες κοινής γνώμης, να γίνει και πολιτικά κυρίαρχη. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει και οι δυο τους να επικεντρωθούν εκ νέου στα ζητήματα της ισότητας και όχι σ’ αυτά των «άξιων». Να πάψουν δηλαδή να θεωρούν πως «προοδευτικές είναι οι δυνάμεις που προωθούν τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις στη βάση των αρχών της αξιοκρατίας», παρουσιάζοντας έτσι τα αξιώματα του συντηρητικού φιλελευθερισμού ως αρχές της σοσιαλδημοκρατίας και του προοδευτικού φιλελευθερισμού. Καμία σχέση.
Γιώργος Σιακαντάρης