Ενδεχομένως το φετινό καλοκαίρι να υπάρχουν πολλοί που θα το θυμούνται για καιρό. Γιατί σηματοδοτεί κατά μια έννοια την αρχή ενός τέλους. Την αρχή του τέλους του υφιστάμενου συστήματος αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρχαν τόσες φωνές από τόσο διαφορετικά πεδία /τομείς που να συμφωνούν σε αυτό που έγινε απόλυτα σαφές το καλοκαίρι που πέρασε. «Κάτι δεν πάει καλά». Και όταν κάτι δεν πάει καλά, πρέπει τουλάχιστον κάτι να αλλάξει!
Το βάρος στην πρόληψη, όχι στην καταστολή
Δεν ενδιαφέρουν λεπτομέρειες επιχειρησιακού χαρακτήρα σε αυτές τις αλλαγές. Αυτό που έχει σημασία είναι η αποτελεσματικότητα που οδηγεί στην αποφυγή τέτοιας έκτασης καταστροφών. Και επανέρχεται το ερώτημα/δίλημμα αν είναι προτιμότερη η πρόληψη από την καταστολή και που θα πρέπει να δοθεί το βάρος. Μα, χρειάζεται να το συζητάμε; Υπάρχει τομέας που η πρόληψη δεν είναι προτιμότερη από την καταστολή;
Αλήθεια υπάρχει διαδικασία που να παρουσιάζει τα κόστη που δαπανήθηκαν στην –εκ του αποτελέσματος– αναποτελεσματική προσπάθεια αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών το φετινό καλοκαίρι; Θα υπάρξει κάποιου είδους αξιολόγηση του συστήματος κατάσβεσης; Περιβαλλοντικές ΜΚΟ εκτιμούν, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, ότι η αναλογία δαπανών πρόληψης προς καταστολής για το θέμα των δασικών πυρκαγιών κυμαίνεται στο 20 με 80%, με τη φετινή χρονιά ενδεχομένως να είναι ακόμα μεγαλύτερη η απόκλιση. Το σταθερό αίτημα είναι η αναστροφή αυτής της αναλογίας τουλάχιστον στο 60% σε δράσεις πρόληψης και 40% σε δράσεις καταστολής.
Υπάρχει φυσικά μια παράμετρος που δεν ενδείκνυται για «επικοινωνιακού» τύπου αξιοποίηση των στοιχείων που αφορούν την πρόληψη σε οποιοδήποτε τομέα. Ποτέ δεν θα είναι βέβαιο το τι έχει αποφευχθεί λόγω της ετοιμότητας και προετοιμασίας. Θα είναι πάντα θεωρητικά τα ποσά που θα εκτιμηθούν ότι εξοικονομήθηκαν, σε αντίθεση με την απαρίθμηση των μέσων που επιχειρούν –όταν φυσικά μπορούν και επιχειρούν.
Τι χάσαμε στη Δαδιά
Ως προς την καταστροφή στο Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς – Λευκίμης – Σουφλίου έχουν γραφτεί πολλά για τη σημασία της περιοχής στον χάρτη των ελληνικών, ευρωπαϊκών και διεθνών προστατευόμενων περιοχών. Τα στοιχεία ποσοτικά ή ποιοτικά, με αμφισβήτηση ή χωρίς, είναι αμείλικτα. Χάθηκε ένα σημαντικό «φυσικό εργαστήριο βιοποικιλότητας», χάθηκε το κόσμημα των ελληνικών –και όχι μόνο– οικοσυστημάτων.
Η πρόληψη σε περιοχές με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά φυσικά συνδυάζεται με τη δασική διαχείριση. Η οποία ακόμα και όπου υπάρχει τα τελευταία χρόνια, είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Αντίστοιχα σημαντικά, όμως, είναι και τα ζητήματα διαχείρισης της προστατευόμενης περιοχή με βάση τη νομοθεσία. Ήδη από το τέλος του 2021 είχε τεθεί –με μεγάλη καθυστέρηση– σε δημόσια διαβούλευση η Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη (ΕΠΜ) για την περιοχή της Δαδιάς και οι προτάσεις για τη διαχείρισή της μαζί με τον καθορισμό των επιτρεπτών και μη δραστηριοτήτων. Η νομική βάση αυτών είναι ο νόμος 4685/2020, ο νόμος που άλλαξε τη φιλοσοφία θεσμοθέτησης των προστατευόμενων περιοχών, με προβλέψεις που ουσιαστικά δυσκολεύουν και ίσως υπονομεύουν την ίδια την προστασία των περιοχών.
Σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύτηκε, στην περιοχή προτείνονται 37 Ζώνες Προστασίας της Φύσης (ΖΠΦ), 80 Ζώνες Διατήρησης Οικοτόπων και Ειδών (ΖΔΟΕ) και 84 Ζώνες Βιώσιμης Διαχείρισης Φυσικών Πόρων (ΖΒΔΦΠ). Δεν προτείνεται καμία περιοχή ως Ζώνη Απόλυτης Προστασίας της Φύσης, που αποτελεί την τέταρτη επιλογή στο σύστημα προστατευόμενων περιοχών του συγκεκριμένου νόμου. Ενώ, ήδη από τον Μάιο του 2020 με την ανακοίνωση της Στρατηγικής της ΕΕ για τη Βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030 και τίτλο «Επαναφορά της φύσης στη ζωή μας», υπάρχει η δέσμευση για τη θεσμοθέτηση του 10% της επικράτειας των κρατών μελών σε καθεστώς αυστηρής προστασίας. Μετά την υποχρεωτική από τη νομοθεσία διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης, δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία της έκδοσης Προεδρικού Διατάγματος προστασίας της περιοχής.
Τώρα δυστυχώς συζητάμε για την προσπάθεια αποκατάστασης και τα άμεσα ή λιγότερο άμεσα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Διαβάζουμε από τους ειδικούς επιστήμονες για εκτιμήσεις ότι σε 20–30 χρόνια μπορεί να έχουμε κάποιο βαθμό φυσικής αποκατάστασης (και με την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει σε αυτό το διάστημα νέα πυρκαγιά), αλλά και ότι θα χρειαστούν περίπου 60–80 χρόνια για την οικοσυστημική αποκατάσταση με τις αντίστοιχες λειτουργίες του οικοσυστήματος. Ακόμα και αυτό με κάποιο βαθμό επιφύλαξης.
Και τώρα τι κάνουμε;
Το μέγεθος της καταστροφής καθιστά ανεπίκαιρη την ΕΠΜ και λογικά θα πρέπει να αναθεωρηθεί ή έστω να συμπληρωθεί με νέες δράσεις το Σχέδιο Διαχείρισης που συνοδεύει τη μελέτη, για να συμπεριλάβει και τα κρίσιμα θέματα αποκατάστασης.
Συζητώντας για αποκατάσταση οικοσυστημάτων δε μπορεί να μη γίνει μια αναφορά και στον Ευρωπαϊκό Κανονισμό για την Αποκατάσταση της Φύσης που συζητήθηκε στις αρχές του καλοκαιριού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αναγνωρίζοντας ότι η φύση υποβαθμίζεται σημαντικά και συστηματικά τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος και άλλων διεθνών φορέων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε Σχέδιο Κανονισμού για την Αποκατάσταση της Φύσης, το πρώτο δεσμευτικό κείμενο σε ευρωπαϊκό επίπεδο με τη συγκεκριμένη θεματολογία, αλλά και βασικό στοιχείο υλοποίησης της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας. Η τεκμηρίωση της πρότασης βασιζόταν σε επιστημονικά δεδομένα για κακή κατάσταση διατήρησης στο 80% των οικοτόπων του Ευρωπαϊκού Δικτύου Natura 2000, για 10% των επικονιαστών, κυρίως μελισσών, να απειλείται από εξαφάνιση και τουλάχιστον 70% των εδαφών να βρίσκεται σε μη υγιή κατάσταση.
Η προσπάθεια αυτή σημαδεύτηκε από σειρά αντιεπιστημονικών στοιχείων και αιτιάσεων, κυρίως από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, ότι ο κανονισμός θα αποτελέσει απειλή για την αγροτική παραγωγή και αιτία επισιτιστικών προβλημάτων, λόγω μείωσης της παραγωγής τροφής. Στο θρίλερ της έγκρισης ή μη του κανονισμού προηγήθηκε η αδυναμία υπερψήφισής του από την αρμόδια Επιτροπή Περιβάλλοντος του ΕΚ, και η διεξαγωγή ψηφοφορίας στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπου με οριακή πλειοψηφία ο κανονισμός υπερψηφίστηκε. Ωστόσο, με τροπολογίες που αποδυναμώνουν τη φιλοσοφία του, τα χρονικά του ορόσημα, αλλά και τη χρηματοδότηση του.
Στην εθνική νομοθεσία, οι στόχοι αποκατάστασης που περιλαμβάνονταν στον κανονισμό είχαν ήδη θεσμοθετηθεί πριν τη σχετική συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με τον νόμο 5037: «Μετονομασία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας σε Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων και διεύρυνση του αντικειμένου της με αρμοδιότητες επί των υπηρεσιών ύδατος και της διαχείρισης αστικών αποβλήτων, ενίσχυση της υδατικής πολιτικής εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας για τη χρήση και παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μέσω της ενσωμάτωσης των Οδηγιών ΕΕ 2018/2001 και 2019/944, ειδικότερες διατάξεις για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την προστασία του περιβάλλοντος» τον Μάρτιο του 2023. Σε μερικές, μάλιστα, περιπτώσεις με μεγαλύτερη φιλοδοξία. Το γεγονός, λοιπόν, της καταψήφισης του κανονισμού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από τους ευρωβουλευτές της ΝΔ, όταν ήδη οι προβλέψεις του έχουν θεσμοθετηθεί στην Ελλάδα, αναμένει ακόμα μια λογική εξήγηση!
Εμμανουέλα Ξηρού