Ο Ισπανικός Εμφύλιος (επαν)εμφανίζεται με δραματική ένταση στη λογοτεχνία. Δεν αναφέρομαι σε κατά βάση ιστοριογραφικά δοκίμια (που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά), όπως το «Φόρος τιμής στην Καταλωνία» του Τζορτζ Όργουελ, «Το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας» του Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, το «Οι Ισπανοί αναρχικοί 1868-1936» του Μάρεϊ Μπούκτσιν ή το «Ντουρρούτι» του Αμπέλ Πας, αλλά σε καθαυτό έργα μυθοπλασίας.
Αφήνοντας στην άκρη μυθιστορήματα αγγλόφωνων συγγραφέων, όπως το «Ο πόλεμος του Πικάσο» του Ράσελ Μάρτιν ή το περίφημο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, το δράμα και τα τραύματα του πολέμου και της δικτατορίας του Φράνκο έχουν καταγραφεί σε μυθιστορήματα όπως οι «Ασκήσεις επιβίωσης» του Χόρχε Σεμπρούν, το «Μέρες και νύχτες» του Αντρές Τραπιέγιο, το αμφιλεγόμενο «Στρατιώτες της Σαλαμίνας» του Χαβιέ Θέρκας ή τα «Στοιχεία ταυτότητας και Δον Χουλιάν» του Χουάν Γκοϊτισόλο.
Ωστόσο, οι παραπάνω συγγραφείς δεν πήραν μέρος στη σύγκρουση∙ ο Γκοϊτισόλο ήταν μόλις πέντε χρονών όταν ξέσπασε ο Εμφύλιος, ο Σεμπρούν ήταν δεκατριών και διέφυγε αμέσως στη Γαλλία όπου και έγραψε, όπως επίσης και ο Τραπιέγιο. Ο Ζοάν Σάλες, αντίθετα, συμμετείχε ο ίδιος ενεργά στον πόλεμο. Σ’ αυτό έγκειται η σημασία της Αβέβαιης δόξας, πέρα από τη λογοτεχνική αξία του έργου, που γράφτηκε το 1956 και ύστερα από διαδοχικές εκδόσεις, πήρε την οριστική του μορφή το 1971: πρόκειται, αν όχι για αυτοβιογραφικό, τότε οπωσδήποτε για βιωματικό μυθιστόρημα.
Κομμουνιστής, μαχητής, εκδότης
Ο Ζοάν Σάλες (Joan Sales i Vallès, Βαρκελώνη 1912-1983) συνελήφθη και φυλακίστηκε σε ηλικία δεκαπέντε ετών για συμμετοχή σε διαδηλώσεις κατά του δικτάτορα Πρίμο ντε Ριβέρα, ιδρυτή της Φάλαγγας. Μετά την αποφυλάκισή του, το 1928 οργανώθηκε στο Καταλανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (Partit Comunista Català) που τελικά συνενώθηκε με το Μπλοκ Εργατών και Αγροτών (Bloc Obrer I Camperol, BOC). Το 1932 αποφοίτησε από τη Νομική, αποχώρησε από το BOC και άρχισε να εργάζεται ως εκπαιδευτικός.
Με το ξέσπασμα του Εμφυλίου, ο Σάλες εκπαιδεύτηκε στη Σχολή Πολέμου της Καταλωνίας και ορκίστηκε αξιωματικός της Δημοκρατίας. Του ανατέθηκε η αποστολή να ενισχύσει τις δυνάμεις του Ντουρούτι στην πολιορκία της Μαδρίτης. Συμμετείχε επίσης σε σφοδρές πολεμικές συγκρούσεις στο μέτωπο της Αραγωνίας. Το 1938 συνελήφθη με την κατηγορία της προδοσίας από την Στρατιωτική Υπηρεσία Ερευνών, τη λεγόμενη και ισπανική GPU, που ελεγχόταν από τους κομμουνιστές. Τον υποπτεύονταν ακριβώς επειδή είχε αποχωρήσει από το BOC το 1932. Οι κατηγορίες τελικά καπέπεσαν και αποφυλακίστηκε. Στάλθηκε ξανά στο μέτωπο και συμμετείχε στην αποτυχημένη προσπάθεια αντίστασης των Δημοκρατικών στη φρανκική επέλαση, στο προγεφύρωμα του Μπαλαγκέρ. Μετά την πτώση της Βαρκελώνης, διέφυγε στη Γαλλία και κατόπιν στο Μεξικό. Επέστρεψε στη Βαρκελώνη το 1948, στράφηκε στον καθολικισμό (κάτι που διαφαίνεται στο μυθιστόρημά του) και στον καταλανικό εθνικισμό και προσχώρησε στη Δημοκρατική Ένωση της Καταλονίας (Unió Democràtica de Catalunya). Ο Σάλες ίδρυσε παράλληλα τον εκδοτικό οίκο Club Editor, με σκοπό την προώθηση της καταλανικής γλώσσας και κουλτούρας. Εξέδωσε έργα των Μερσέ Ροδορέδα, Λορένς Βιλανόγκα και Μάριους Τόρες, ενώ ο ίδιος ο Σάλες μετάδρασε στα καταλανικά έργα του Ντοστογιέφσκι, του Φρανσουά Μοριάκ και του Νίκου Καζαντζάκη.
Επαναστατημένη Βαρκελώνη
Γράφει στην Αβέβαιη δόξα, απογοητευμένος από την κουρασμένη όψη της επαναστατημένης Βαρκελώνης σχεδόν έναν χρόνο μετά την έναρξη του πολέμου:
«Τον Δεκέμβριο του 1937 μόλις που αναγνώρισα τη Βαρκελώνη. Είχε περάσει ενάμισης χρόνος –από την κατάταξή μου στο μέτωπο– που δεν είχα πάει. Είχε εξαφανιστεί η συγκίνηση της αρχής εκείνου του Ιουλίου, όταν δυναμικά πλήθη τη διέσχιζαν κραδαίνοντας τα τουφέκια τους μέσα στον καπνό των πυρκαγιών. Αντίθετα, τώρα η Βαρκελώνη εντυπωσίαζε με την αδιάφορη σιωπή της. Δεν έβλεπες πια στο δρόμο εκείνες τις γυναίκες με το ξυρισμένο κεφάλι, ντυμένες με αντρικά ρούχα, οπλισμένες κι αυτές με τουφέκια, αναπόσπαστο στοιχείο της εικόνας που είχα από τη Βαρκελώνη. Οι άντρες στο μέτωπο, οι γυναίκες στην οπισθοφυλακή […] Ο πυρετός είχε περάσει και πίσω του είχε εμφανιστεί κάτι απωθητικό γιατί ήταν υποκριτικό και ακατανόητο, κάτι περιπαικτικό, κουραστικό και απογοητευμένο. Το πλήθος, με τ’ απογοητευμένα του πρόσωπα, σερνόταν σαν ένα κουρασμένο και λασπωμένο ποτάμι δίπλα στις μεγάλες κραυγαλέες αφίσες που εξυμνούσαν την επανάσταση, το προλεταριάτο, τον “πόλεμο κατά του φασισμού”».
Η Αβέβαιη δόξα είναι κατεξοχήν πολυφωνικό μυθιστόρημα. Η αφήγηση ξεδιπλώνεται μέσα από την αλληλογραφία των κεντρικών χαρακτήρων, μέσα από ημερολογιακές καταγραφές τους, μέσα από διαλόγους δουλεμένους στην εντέλεια και με υψηλή φιλοσοφική πρόζα. Παρακολουθούμε τον Λιουίς, νεαρό στρατιώτη στο μέτωπο των Δημοκρατικών· την αναρχική σύντροφό του Τρίνι που έχει μείνει στη Βαρκελώνη με το παιδί τους· τον ουμανιστή Σολεράς, που γοητεύει όσους τον συναντούν· και τον Κρουέλς, νεαρό ιεροσπουδαστή, στον οποίο οι συμπολεμιστές του εμπιστεύονται τις εσωτερικές μάχες τους. Οι πρωταγωνιστές -εθελοντές μαχητές ή μη, στο μέτωπο της Αραγώνας- ζουν μια κατάσταση που τους ξεπερνά και τους μεταμορφώνει σε πιόνια ενός παιχνιδιού που δεν γνωρίζουν. Όπως σημειώνει και ο Χουάν Γκοϊτισόλο στην εισαγωγή, «οι δοκιμασίες, οι αμφιβολίες, οι ηρωισμοί, οι θυσίες τους ενσαρκώνουν “την αβέβαιη δόξα μιας απριλιάτικης μέρας”, τη φράση (από τους Δύο άρχοντές της Βερόνας) του Σαίξπηρ» – απ’ όπου και προέρχεται και ο τίτλος του βιβλίου. Ο Ζοάν Σάλες, ωστόσο, δεν πέφτει στην παγίδα της μελοδραματικής μαρτυρίας ούτε στη λυρική απαγγελία που συχνά παρουσιάζει η πλειονότητα των πολεμικών μυθιστορημάτων.
Το κόκκινο και το μαύρο
Το μυθιστόρημα του Σάλες συγκρίνεται συχνά με έργα του Ντοστογιέφσκι ή με το Κόκκινο και το μαύρο του Σταντάλ. Θα προσέθετα δύο ακόμα εκλεκτικές συγγένειες: Αφενός, η ανθρωποκεντρική προσέγγιση και η αποδόμηση του ηρωικού παιάνα του πολέμου προσιδιάζουν στην οπτική του Βασίλι Γρόσμαν στο μυθιστόρημά του Ζωή και πεπρωμένο, με θέμα τη Μάχη του Στάλινγκραντ∙ βεβαίως ο Σάλες δεν θα μπορούσε να γνωρίζει το μυθιστόρημα του Γκρόσμαν, αφού το τελευταίο παρέμενε επί δεκαετίες απαγορευμένο και ανέκδοτο στην εποχή της Σοβιετικής Ένωσης. Αφετέρου, το υπονομευτικό, σχεδόν αναρχικό χιούμορ του Σάλες, που συχνά διαποτίζει τις περιγραφές και τους διαλόγους, κλείνει λοξά το μάτι στη Διαβολιάδα του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ και στο μυθιστόρημά του Ο μετρ και η μαργαρίτα.
Στην Αβέβαιη δόξα, ο Ζοάν Σάλες δεν ενδιαφέρεται τόσο να περιγράψει τα πολεμικά ή πολιτικά γεγονότα, αλλά να αναδείξει την ανθρώπινη κατάσταση σε καιρό πολέμου. Όπως συμβαίνει άλλωστε με όλα τα μεγάλα μυθιστορήματα με παρόμοια θεματική, είτε πρόκειται για το Πόλεμος και Ειρήνη του Τολστόι είτε για την Ανθρώπινη μοίρα του Μαλρώ είτε για την Κεντρική Ευρώπη του Γουίλιαμ Βόλμαν. Πολύ σπουδαίο βιβλίο.
Θανάσης Μήνας