Στους αναγνώστες και τις αναγνώστριες αυτής της στήλης επιφυλάσσουμε σήμερα μια ευχάριστη έκπληξη: τη δημοσίευση του άρθρου που μας έστειλε με δική της πρωτοβουλία η Ελένη Κυρίτση, μια νέα γυναίκα που μένει και εργάζεται στη Λάρισα ως μεταφράστρια/διερμηνέας και συντονίστρια ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Πρόκειται για ένα κείμενο που δεν μοιάζει στη μορφή του με εκείνα που συνήθως φιλοξενούμε στις Ιδέες. Γραμμένο στο στυλ ενός ζωντανού και εκτεταμένου χρονογραφήματος (που στην αρχική του μορφή ήταν ακόμα μεγαλύτερο), με προσωπικές αλλά και βιβλιογραφικές αναφορές, αποτελεί ένα πολύ καλό δείγμα άσκησης, από ένα πρόσωπο της νέας γενιάς-των μιλένιαλ, που λέγαμε-μιας ριζοσπαστικής φεμινιστικής κριτικής στο συντηρητικό φαινόμενο της, όχι αναγκαστικής αλλά από επιλογή, «επιστροφής στο σπίτι» ενός σημαντικού αριθμού γυναικών, το οποίο κορυφώθηκε μετά την πανδημία. Μακάρι στο μέλλον να μας δοθεί η ευκαιρία να παρουσιάσουμε εδώ και άλλα εξ ίσου όμορφα και δροσερά κείμενα για το ίδιο ή συναφές θέμα.
Χ.Γο.
Σκέψεις περί επιλογής και οπισθοδρόμησης
Η φετινή κεραμίδα στον κόσμο των social media ήρθε από το TikTok1. Μετά τα αθλητικά κορίτσια με τα παγούρια των ογδόντα δολαρίων και τις φανατικές του «νόμου της έλξης» που μας διαβεβαίωναν ότι άλλαξαν τη ζωή τους με θετική –όχι, μαγική!– σκέψη, οι προβολείς στράφηκαν στις stay-at-home girlfriends, τις «συντρόφους-νοικοκυρές». Σαν τις νοικοκυρές-μαμάδες, αλλά χωρίς παιδιά. Τι κάνουν όλη μέρα στο σπίτι, ρωτάτε; Τα πάντα, από περίπλοκα πειραματικά σμούθις (smoothies)2 μέχρι κάθε μορφή χειροτεχνίας. Και φυσικά, διαφήμιση προϊόντων παντός είδους. Πάντως, το μήνυμα είναι σαφές: η οικιακή ζωή είναι ευτυχία, ακόμα και για σας πτωχούλες μου που δεν έχετε δεκαπέντε χορηγούς και εκατομμύρια φόλουερς (followers)3.
Οι κεραίες μου τεντώθηκαν και άρχισα να προσέχω περισσότερο τι λέγεται γύρω μου, και κυρίως τι δεν λέγεται: πότε σταματήσαμε να μιλάμε για καριέρες; Ήταν τότε που ο νόμος 4808/21 για την προστασία της εργασίας αποτελείωσε την ελπίδα μας για πληρωμένες υπερωρίες και συνδικαλιστική δράση; Ήταν τότε που περάσαμε τα 25 και η προοπτική ενός παιδιού έπαψε να είναι ανέκδοτο; Ήταν τότε που πέσαμε πάνω στην εκατοστή σελίδα με χειροποίητα κοσμήματα από την όποια «πρώην ασκούμενη δικηγόρο και νυν ευτυχισμένη μαμά 5 αγοριών»; Ξεσκόνισα παλιά βιβλία και για καλή μου τύχη έπεσα πάνω στο αμετανόητα ριζοσπαστικό Get to Work της Λίντα Χίρσμαν4.
Η Χίρσμαν δεν είχε δει τότε τις ένδοξες μέρες του instagram influencing5, και ως εκ τούτου δεν μπορούσε ούτε να διανοηθεί τέτοια επίπεδα οικογενειακής και οικιακής ευτυχίας. Ήταν, βλέπετε, το 2006. Σχεδόν δύο δεκαετίες και μια πανδημία μετά, δεν έμεινε σε κανέναν και καμία μας αμφιβολία ότι η οικιακή ζωή είναι ευτυχία. Οι πιο τυχεροί και τυχερές εξ ημών, λόγω καραντίνας, πήγαμε από τα εξακόσια ευρώ των κόπων και βασάνων στα τετρακόσια ευρώ6 του Netflix και των πλατφορμών κηπουρικής. Οι λιγότερο τυχεροί ή τυχερές πέρασαν τουλάχιστον μια περίοδο ελπίδας ότι κάτι θα άλλαζε. Και πέρασε ο καιρός, και άνοιξε ξανά η αγορά και τα γραφεία. Οι άντρες πήραν τα σακίδια, τις εργαλειοθήκες και τις στολές τους και επέστρεψαν στη δουλειά, να ξανασυνηθίσουν τους παλιούς ρυθμούς –με νέες σκέψεις, αμφιβολίες και όνειρα, πολλές φορές. Και οι γυναίκες… Μια στιγμή, σαν να λείπουν μερικές. Τι έγινε ρε κορίτσια, για δείτε μήπως καμία ξέμεινε στο μπάνιο και την αφήσουμε εδώ. Να ξαναμετρηθούμε! Όχι, να, μερικές «έκαναν επιλογές» -διάλεξαν την κουζίνα. Άντε, καλό μεσαίωνα και στα δικά μας οι ελεύθερες.
Και λέω μεσαίωνα, όχι γιατί στο μεσαίωνα οι γυναίκες «επέλεγαν» να μείνουν σπίτι. Αντιθέτως, στον μεσαίωνα το μεγάλωμα των παιδιών ήταν καθήκον όλης της κοινότητας, ενώ οι μητέρες έσκαβαν, πουλούσαν, έβοσκαν κοπάδια, οδηγούσαν κάρα και θέριζαν χωράφια. Καταχρηστικά λέω «μεσαίωνας» γιατί, σαν να μην έφτανε η «προοδευτική επιλογή του νοικοκυριού» η νέα τάση του cottagecore (η «αισθητική του χωριατόσπιτου») θέλει τη γυναίκα του 2023 να φοράει φόρεμα ως τον αστράγαλο και με τις πλεγμένες της κοτσίδες να ανοίγει φύλλο το χάραμα. Και όσο να πεις, θυμίζει κάτι μακρινό και παλιοκαιρίσιο, ειδικά όταν οι πίτες προορίζονται για τον εργαζόμενο σύντροφο που σε συντηρεί. Τίποτα δεν έχω, εννοείται, με τις χειροποίητες πίτες. Απλώς, για ακαδημαϊκούς σκοπούς, θέλω να ξέρω ποιος αγοράζει το αλεύρι.
Η μάχη (δεν) ξεκινάει απ’ την κουζίνα
Ένα πράγμα που θυμάμαι πάντα τη γιαγιά μου να λέει (που και η μητέρα μου αργότερα έκανε ευαγγέλιο) είναι «πάντα να έχεις δικά σου λεφτά, να μην τα ξέρει κανένας» -ένα ηχηρό όχι στο «κοινό ταμείο» που συνηθιζόταν και ίσως ακόμα συνηθίζεται στο γάμο. Και η γιαγιά μου δεν ήταν κάποια ακραία ιδεολόγα. Ήταν απλώς πρακτικός άνθρωπος. Δούλευε τις ίδιες ώρες με τον παππού μου στην ταβέρνα τους κι ακόμα περισσότερες στο σπίτι, φροντίζοντας την εκτεταμένη οικογένεια του άντρα της μέχρι τη μέση ηλικία. Το «μασούρι» ήταν μια μορφή αυτοφροντίδας, ενώ η συμμετοχή της στη δουλειά τής έδινε λόγο σε όλες τις αποφάσεις του σπιτιού και της επιχείρησης. Η μαμά μου πήγε ένα βήμα παραπέρα, και όχι μόνο αρνήθηκε να εγκαταλείψει τις σπουδές και το χώρο της δουλειάς υπό την πίεση απ’ όλα τα μέτωπα (ακόμα, θα το παραδεχτώ, κι από μια αχάριστη μικρή Ελένη), αλλά κατάφερε να γίνει συνέταιρος στη επιχείρηση που δούλευε. Το επάγγελμά της τής επέτρεψε να στηρίξει τον άντρα της σε δύσκολους καιρούς, ανταποδίδοντάς του τη δική του ενθάρρυνση και βοήθεια. Σε κάθε περίπτωση, έγινε ένας ακόμα αριθμός στη δύναμη των εργαζόμενων μητέρων, των γυναικών επιχειρηματιών, των ενεργών πολιτών και των ενημερωμένων ψηφοφόρων.
Μεγαλωμένη σε αυτό το περιβάλλον, βγαίνοντας σε ένα εργασιακό τοπίο για το οποίο οι σπουδές ποτέ δεν με προετοίμασαν, αναζητώντας συντρόφους που αναγνωρίζουν τις όποιες προοπτικές μου σαν ισότιμες με τις δικές τους, με πανικοβάλλει απίστευτα σήμερα αυτή η ιδέα της «επιλογής του νοικοκυριού». Ναι, μου άρεσε πολύ που είχα ελεύθερο χρόνο στην καραντίνα. Ναι, συνειδητοποιώ πόσο καλό κάνει σε έναν ξεθεωμένο γονιό ένα εκτεταμένο διάλειμμα ή και η πλήρης αποχή από τη δουλειά. Ταυτόχρονα, ξέρω ότι στον κόσμο που ζούμε, όλα αυτά συγκρούονται με μια ανελέητη κανονικότητα. Και με θλίβει η ευκολία με την οποία μου δίνεται το δικαίωμα να «επιλέξω» να ξεφύγω από αυτή την κανονικότητα εις βάρος του συντρόφου μου ή του πατέρα μου ή όποιου άλλου θελήσει να «με φροντίζει», κρατώντας με για πάντα μωρό –ακόμα κι αν είμαι ένα μωρό που μεγαλώνει μωρά, όχι σπάνια περίπτωση. Αν μη τι άλλο, σαν γυναίκα, στατιστικά είχα από τη γέννησή μου περισσότερες πιθανότητες να πετύχω ακαδημαϊκά και να γεμίσω το βιογραφικό μου. Δεν θεώρησα ποτέ τον αδερφό μου ή τον σύντροφό μου πιο «φτιαγμένους» για την πλήρη ενήλικη ζωή, την οικονομική αυτονομία και τις δυσκολίες του απογαλακτισμού.
Γι’ αυτό και όταν λέμε πως οι γυναίκες «δικαιούνται» να εργαστούν, δεν εννοούμε πως θα τρέξουμε περιχαρείς να μας ξεφτιλίσει ο κάθε εργοδότης, να μας δηλώσει τα μισά ένσημα, να μας εκμεταλλευτεί παρακρατώντας ό,τι θεωρεί δέον από τον μισθό μας. Εννοούμε ότι δια της απουσίας δεν παράγεται κοινωνική αλλαγή –αν ο κόσμος είναι σκληρός, η λύση δεν είναι να παλιμπαιδίζουμε αιωνίως αφήνοντας την ευθύνη του εαυτού μας, των παιδιών μας και του μέλλοντος σε κάποιον άλλον. «Γυναίκες που κάνουν καριέρα», δεν είναι μόνο οι PR7 των διασήμων ή οι ινφλουένσερς των προϊόντων ομορφιάς –αυτές που απ’ όλα τα ταλέντα τους αποφάσισαν να αξιοποιήσουν τα πιο εγωιστικά και δηλητηριώδη. Είναι οι γυναίκες που παίρνουν θέση, που παλεύουν να αλλάξουν προβληματικές καταστάσεις, που επενδύουν την ενέργειά τους «εκεί έξω», όπου τα διλήμματα και τα ρίσκα έχουν απτά αποτελέσματα. Αν η εισαγγελέας που υπερασπίστηκε την κακοποιημένη μητέρα «θα είχε πιο γεμάτη ζωή με τα παιδιά της στο σπίτι», και η βουλευτής που άσκησε βέτο στην απαγόρευση των εκτρώσεων «ξόδεψε τόσα χρόνια για να πάρει μια καρέκλα», τότε ποια κοινωνία προετοιμάζουμε; Τι είδους μέλλον θα διαμόρφωναν αυτές οι γυναίκες αν αποφάσιζαν ότι «δεν μπορούν να τα έχουν όλα»;
Η ισοπέδωση των επαγγελματικών φιλοδοξιών της γυναίκας σήμερα μας δείχνει ένα πράγμα: χωρίς την υποστήριξη του κινήματος, οι γυναίκες δεν διαλέγουν μόνες τους το δρόμο για το κύρος και την εξουσία. Αναζητώντας (ανύπαρκτες) καριέρες ανάμεσα στις πλούσιες και μορφωμένες νύφες στις αναγγελίες γάμου του περιοδικού Times, είδα ότι ο φεμινισμός έχασε ακόμα και τις γυναίκες που είχαν τις περισσότερες ευκαιρίες να επιλέξουν το κύρος και την εξουσία –αυτές που υποτίθεται πως θα ζούσαν από το μυαλό και την ευστροφία τους, όχι από την εμφάνιση, την προίκα και τα αναπαραγωγικά τους όργανα. Ως εξαιρετικά περιζήτητες, [αυτές] θα έπρεπε να καταφέρουν να βρουν συζύγους που δεν θα απαιτούσαν, άμεσα ή έμμεσα, να παρατήσουν τις καριέρες τους.8
Εντατική εκπαίδευση για μοντέρνες Σταχτοπούτες
Αργότερα στο βιβλίο, η Χίρσμαν ισχυρίζεται ότι η επιλογή να βάλεις την καριέρα πάνω από την οικογένεια και να μην κάνεις καθόλου παιδιά είναι θλιβερή, αλλά κυρίως είναι περιττή. Γιατί μπορείς να κάνεις ένα παιδί και να μοιραστείς τις ευθύνες του με τον άλλο γονέα, χωρίς κανείς να θυσιάσει εντελώς την επαγγελματική του ζωή. Η οικιακή σφαίρα, γράφει, δεν είναι ούτε φυσική ούτε ηθική ευθύνη της γυναίκας μόνο. Επομένως, η ανάθεσή της στη γυναίκα είναι άδικη. Η αυτό-ανάθεσή της από την [ίδια τη] γυναίκα είναι επίσης άδικη. Το «πρόγραμμα» της Χίρσμαν, το οποίο περιλαμβάνει η γυναίκα να διαλέγει στρατηγικά τις σπουδές της, να παίρνει στα σοβαρά τη δουλειά της και να κάνει ένα μόνο παιδί (γιατί προφανώς όταν έγραψε το βιβλίο, τόσα μπορούσε να στηρίξει μια μέση οικογένεια στις ΗΠΑ με τις λίγες διαθέσιμες παροχές), θυμίζει bootcamp9 για τις επίδοξες «σταχτοπούτες» της Κολέτ Ντάουλινγκ, που το 1981 είχε διαγνώσει τις γυναίκες με το ομώνυμο σύνδρομο, που προκαλεί φόβο απέναντι στην επιτυχία:
Η Δρ. Αλεξάνδρα Σάιμονς παρατήρησε ότι οι προικισμένες γυναίκες πολύ συχνά δε θέλουν να προχωρήσουν σε θέσεις πραγματικής αυτάρκειας. Τις αποφεύγουν ή παρουσιάζουν υπερβολικό άγχος απέναντι στις προαγωγές. […] Υπάρχει ακόμα και το σύνδρομο «κάνε άλλο ένα παιδί» -ένας κοινωνικά παραδεχτός τρόπος να καταφέρει κανείς να μείνει –ή να ξαναγυρίσει– σπίτι10.
Διαβάζοντας το βιβλίο της Χίρσμαν καταλαβαίνει κανείς ότι, από το 1981 ως το 2006, αυτός ο φόβος δεν εξαλείφθηκε: έξυπνες γυναίκες που μορφώνονται στο έπακρο και ακονίζουν δεξιότητες που θα έφταναν για αξιόλογη συνεισφορά στον κόσμο και προσωπική επιτυχία, βρίσκονται συχνά στριμωγμένες στη γωνία από τις ίδιες τους τις επιλογές και χωρίς καμία διάθεση για αυτοκριτική.
Πριν ένα-δύο χρόνια, ήμουν στην εκπομπή «60 Minutes»11 με μια γυναίκα που είχε δουλέψει ως εκδότρια του «Stanford Law Review» και δούλευε, με μεγάλη επιτυχία κατά κοινή ομολογία, σε μια τεράστια και πολύ γνωστή δικηγορική εταιρεία της Νέας Υόρκης. Δεν είχε πατήσει τα τριάντα όταν, παντρεμένη με έναν υποψήφιο χειρουργό, έκανε παιδί στο δεύτερο χρόνο της καριέρας της, τη στιγμή που εκείνος ξεκινούσε την ειδικότητά του. Εντελώς ανέκφραστη, είπε στην κάμερα ότι «κάποιος έπρεπε να φροντίσει το μωρό, και φυσικά αυτός ο κάποιος δεν θα ήταν ο ειδικευόμενος χειρουργός». Κι επειδή θέλει να κάνει τα πάντα τέλεια, πίστεψε ότι δεν μπορούσε να διαχειριστεί καλά και τους δύο ρόλους της, οπότε «επέλεξε» να παραιτηθεί και έμεινε άνεργη για σχεδόν μια δεκαετία. Δεν συζητήθηκαν καθόλου οι άλλες, παλιότερες επιλογές της: η επιλογή να παντρευτεί κάποιον που φιλοδοξούσε να γίνει χειρουργός και πίστευε ότι δεν μπορούσε να φροντίσει ένα μωρό, η επιλογή της να κάνει παιδί στην αρχή της ειδικότητάς του, όταν εκείνος ήταν πιο δύσκολο από ποτέ να τη βοηθήσει, η επιλογή της να παραδοθεί στην τελειομανία της, η οποία την καταδίκασε να ξοδέψει τα ταλέντα της σε δουλειές που μπορούν να κάνουν ακόμα και άτομα χωρίς καμία εκπαίδευση, και για τις οποίες κανείς δεν θα μπορούσε να την κρίνει.12
Είμαι η ίδια μάρτυρας πολλών προνομιούχων γυναικών που συστηματικά καταφεύγουν στην τύχη και το πεπρωμένο για να εξηγήσουν την έλλειψη διάθεσης για προσπάθεια και διαπραγμάτευση. Αυτές οι γυναίκες φαίνεται να νομίζουν ότι η ενήλικη ζωή απλώς «σου συμβαίνει», κι εσύ παραδίνεσαι στις συνθήκες χωρίς προσωπική ευθύνη. «Έτυχε» να ερωτευτώ ένα τριαντάχρονο μωρό που δύο χρόνια τώρα δεν ξέρει σε ποιο συρτάρι μπαίνουν οι κάλτσες, «έτυχε» να μείνω τρεις φορές έγκυος με κάποιον που η οικογένειά του παρεμβαίνει σε κάθε μας απόφαση, «έτυχε» να μη βρω δουλειά με το πτυχίο μου κι έτσι βασίζομαι στο εισόδημά του –καμία σχέση δεν έχει που δεν έψαξα ποτέ δουλειά έξω από τη γειτονιά μου, γιατί «έτυχε» ο σύντροφός μου να μη θέλει να δοκιμάσουμε την απόσταση ακόμα κι αν πρέπει να με ταΐζει για πάντα.
«Ένα κίνημα που υποστηρίζει τα πάντα, τελικά δεν υποστηρίζει τίποτα»
Καταλήγουμε, με όλα αυτά, στην παραδοχή ότι το φεμινιστικό κίνημα προσπάθησε να τους ικανοποιήσει όλους, αδειάζοντας σταδιακά από περιεχόμενο την έννοια της επιλογής: από την επιλογή της οικονομικής ανεξαρτησίας και την επιλογή της έκτρωσης, φτάσαμε στην πλασματική επιλογή μιας αποκομμένης οικογενειακής ζωής. Γράφει η Χίρσμαν:
Στην προσπάθειά του να μην προσβάλει κανέναν, το φεμινιστικό κίνημα εγκατέλειψε το μέτωπο του σπιτιού… Το αποτέλεσμα ήταν η διατήρηση του πιο αμετακίνητου πατριαρχικού θεσμού της κοινωνίας μας. Οι [νοικοκυρές-μαμάδες] ισχυρίζονται ότι η απόφασή τους να γίνουν νοικοκυρές πλήρους απασχόλησης δεν μπορεί να είναι αντικείμενο κριτικής. «Ήταν επιλογή μου». Τελεία και παύλa. Αυτή τη νοθευμένη εκδοχή του φεμινισμού, εγώ την αποκαλώ «φεμινισμό της επιλογής»13.
Ποιο κίνημα μπορεί να αλλάξει τον κόσμο όταν αφήνει κάθε κοινωνικά διαμορφωμένη «επιλογή» στο απυρόβλητο;
Κανενός η ζωή δεν ξεφεύγει από την ηθικολογική κριτική. Είτε αναζητούμε θρησκευτική σωτηρία είτε κοσμική τιμή είτε περισσότερα υλικά αγαθά, όλοι και όλες προσπαθούμε να κατευθύνουμε τις ζωές μας σε ό,τι μας φαίνεται πιο καλό. Το να λέμε ότι είναι «μόνο δική μας δουλειά» το τι κάνουμε, δεν σημαίνει ότι η γυναίκα παίρνει αποφάσεις για τη ζωή της τυχαία. [Αντίθετα,] παίρνει αποφάσεις κάνοντας μια ηθική ανάλυση. Απλώς δεν θέλει να αναγκαστεί να την υπερασπιστεί.14
Ναι, η θέση της Χίρσμαν σε αυτό το βιβλίο χρειάζεται ένα update για την μετα-Covid εποχή της απόλυτης απορρύθμισης και εκμετάλλευσης. Αλλά συνεχίζει να είναι μια πολύτιμη θέση. Αν αποφασίσουμε να χαλαρώσουμε τη μέγγενη της τοξικής εργασιακής κουλτούρας, θα το καταφέρουμε άντρες και γυναίκες μαζί. Σαν ίσοι ενήλικες, σύντροφοι και συνάδελφοι, που κατά προτίμηση έχουν αποφασίσει να ζουν συνειδητά στον 21ο αιώνα. Κι αν είναι προτεραιότητα της εποχής μας να κάνουμε τις οικογένειές μας πιο δεμένες, ευτυχισμένες και αυτόνομες, ας προσπαθήσουμε να το κάνουμε σαν έλλογα όντα με κοινωνικές δεξιότητες κι όχι σαν πρωτεύοντα που παραδίνονται στο «φυσικό ένστικτο» – ή μάλλον κρύβονται πίσω από αυτό.
1 ΣτΕ: Μέσο κοινωνικής δικτύωσης
2 ΣτΕ: Ροφήματα που παρασκευάζονται με πολτοποίηση των συστατικών τους, τα οποία είναι φρούτα ή λαχανικά, μαζί με γάλα, γιαούρτι, παγωτό κλπ.
3 ΣτΕ: Χρήστες κοινωνικών μέσων που «ακολουθούν» κάποιους άλλους χρήστες, δηλαδή παρακολουθούν τις αναρτήσεις τους.
4 Linda Hirshman, Get to Work: A Manifesto for Women of the World, Viking Penguin USA, 2006.
5 ΣτΕ: Διαφήμιση προϊόντων ή υπηρεσιών στο Instagram, ένα άλλο μέσο κοινωνικής δικτύωσης, από κάποιον/αν influencer (ινφλουένσερ), δηλαδή από χρήστη του δικτύου οι αναρτήσεις του οποίου παρακολουθούνται από μεγάλο αριθμό άλλων χρηστών.
6 ΣτΕ: Το σύνηθες ύψος του επιδόματος αναστολής εργασίας κατά την διάρκεια της καραντίνας.
7 ΣτΕ: Υπεύθυνες/οι δημοσίων σχέσεων
8 Hirshman, ό.π, σελίδες 23-24 (μετάφραση από το πρωτότυπο της Ελένης Κυρίτση).
9 ΣτΕ: Κέντρο εκπαίδευσης
10 Collete Dowling, Το σύνδρομο της Σταχτοπούτας: Ο φόβος της γυναίκας μπροστά στην ανεξαρτησία Μετάφραση: Μαρίνα Λώμη. Εκδόσεις Γλάρος, Αθήνα, 1983, σελ. 48
11 ΣτΕ: Υψηλής τηλεθέασης ειδησεογραφική εκπομπή του μεγάλου αμερικανικού καναλιού CBS.
12 Hirshman, ό.π., σελίδες 16-17
13 Linda Hirshman, ό.π., σελίδες 17-18 και σελίδα. 21
14 Linda Hirshman, ό.π., σελίδα 26