Macro

Δέσποινα Παπαδοπούλου: Η εκλογή προέδρου στη σημερινή συγκυρία

Για μία σύγχρονη Αριστερά σεβόμενη το χθες, αξιολογώντας το σήμερα και χτίζοντας για το αύριο έναν καλύτερο κόσμο
 
Η εκλογή πρόεδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, μετά τη συντριπτική εκλογική ήττα από τα λαϊκά κυρίως στρώματα, ανέδειξε ένα κεντρικό πολιτικό διακύβευμα αναφορικά με τον προσανατολισμό του κόμματος σε ένα απαιτητικό απρόβλεπτο αύριο. Η διεύρυνση που έθεσε στο επίκεντρο τη συνύπαρξη Κεντροαριστεράς και Αριστεράς, μετατοπίζοντας τη συνολική ταυτότητα του κόμματος και τις προτεινόμενες πολιτικές προς το Κέντρο, αποτέλεσε ένα πείραμα που απέτυχε αφήνοντας πίσω του ένα ρευστοποιημένο κόμμα με σχεδόν ανύπαρκτες διαδικασίες και βαθιά απογοητευμένα μέλη ανήμπορα να σηκώσουν αυτή την κατάσταση. Μέσα από διαδικασίες εξπρές, θέτοντας ως υπέρτατο στόχο την άμεση ανασυγκρότηση του κόμματος, επιλέχθηκε δυστυχώς η διαδικασία εκλογής προέδρου πριν από το έκτακτο συνέδριο που όπως αναμενόταν θα διασαφήνιζε το ταυτοτικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ αλλά και τις αιτίες της ήττας.
 
Κεντροαριστερά και Ριζοσπαστική Αριστερά
 
Η διάκριση μεταξύ Κεντροαριστεράς που εκπροσωπείται ιστορικά από την ευρύτερη σοσιαλδημοκρατία από τη μία και του αριστερού, ριζοσπαστικού χώρου από την άλλη, στον πολιτικό λόγο και στην εφαρμοσμένη πολιτική, όλο και περισσότερο χαρακτηρίζεται από σύγχυση και θολό τοπίο.
 
Ωστόσο, η διάκριση αυτή όχι μόνο ισχύει, αλλά με την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού εδώ και τριάντα χρόνια που έχει διεισδύσει και στη σοσιαλδημοκρατία, είναι όλο και πιο έντονη, όλο και πιο επίκαιρη όλο και πιο αναγκαία. Αν η κεντρική παραδοχή την Αριστεράς είναι ότι η βάση δημιουργίας των κοινωνικών ανισοτήτων σε όλους τους τομείς είναι η αντίθεση κεφαλαίου και εργασίας κατά την διαδικασία παραγωγής πλούτου, τότε ο χώρος πολιτικής παρέμβασης οφείλει να εστιάζεται στην αλλαγή συσχετισμού αυτής της αντίθεσης με άμεση μετατόπιση δυνάμεων προς την εργασία.
 
Η παραπάνω αντίθεση ευθύνεται πρωτίστως για την παραγωγή και αναπαραγωγή στην κατανομή της εξουσίας που κατά συνέπεια παράγει ανισότητες και άνιση πρόσβαση στην κοινωνική ζωή και τους θεσμούς. Ενώ η ριζοσπαστική αριστερά παρεμβαίνει ακριβώς εκεί που δημιουργείται η αντίθεση κεφαλαίου εργασίας, η σοσιαλδημοκρατία δεν την αγγίζει, ούτε στρέφεται κατά του κεφαλαίου, αντίθετα απλά τη διαχειρίζεται με τη χρήση δικαιωμάτων σαν κινηματική και θεσμική διεκδίκηση.
 
Μία επιπλέον καθοριστική αντίθεση είναι ότι η κεντροαριστερά στοχεύει στην αναδιανομή του εισοδήματος, του πλούτου και των κοινωνικών αγαθών μέσω φορολογικού συστήματος κατοχυρώνοντας ένα ελάχιστο δίκτυ προστασίας για τους αδύναμους, ενώ η Αριστερά ενσωματώνοντας την πολιτική της ανακατανομής, στοχεύει κυρίως στην ενίσχυση των δυνάμεων της εργασίας, στη μεταφορά εξουσίας στον κόσμο της εργασίας και στη συμμετοχή του στη διαμόρφωση των δημόσιων θεσμών μέσω ενός ισχυρού κράτους. Με τους δύο αυτούς άξονες, ισχυρή παραγωγή, ισχυρό κράτος, χτυπάει τις ανισότητες εκεί που γεννιούνται, στην πηγή τους και όχι με πυροσβεστικές παρεμβάσεις εκ των υστέρων όπως το κάνει η κεντροαριστερά.
 
Ένας επιπρόσθετος ενδεικτικός χώρος σοβαρής διάκρισης μεταξύ Κεντροαριστεράς και Αριστεράς είναι η χάραξη προνοιακής κοινωνικής πολιτικής με έμφαση στα κάθε είδους επιδόματα. Τα τελευταία, ως γνήσιο εφεύρημα του νεοφιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, ενέχουν θέση «παρηγορητικής αγωγής» της κοινωνικής αποστέρησης και απουσίας και δυστυχώς έπαιξαν πολύ σοβαρό ρόλο στις τελευταίες εκλογές. Ενώ στις αριστερές πολιτικές ο κύριος στόχος είναι η ενδυνάμωση των δημόσιων θεσμών του κοινωνικού κράτους, εκπαίδευση, υγεία, στέγαση, φροντίδα, έτσι ώστε να λειτουργούν ως μηχανισμοί κοινωνικής συμμετοχής και συμπερίληψης, στη σύγχρονη μορφή σοσιαλδημοκρατίας το έλλειμμα των θεσμών αυτών το καλύπτουν τα επιδόματα που υποχρεώνουν σε απλή επιβίωση, καθήλωση και αποχή χωρίς καμία απολύτως προοπτική βελτίωσης. Με άλλα λόγια, νομιμοποιούν έναν διαχρονικό ταξικό διαχωρισμό. Αυτό θέλουμε;
 
Αν οι δημόσιοι θεσμοί μέσα στη δημοκρατία είχαν την κατ’ εξοχήν λειτουργία ενσωμάτωσης και κοινωνικής συμμετοχής, στις αριστερές πολιτικές αυτοί οι θεσμοί μαζί με την παραγωγή σήμερα οφείλουν να ενσωματώσουν τον παράγοντα φύση και την πράσινη μετάβαση. Και αυτό γιατί το περιεχόμενο των εξελίξεων προσδιορίζεται από τις συνεχώς επανακαθοριζόμενες σχέσεις μεταξύ κεφαλαίου, εργασίας και φύσης. Η πράσινη και ενεργειακή μετάβαση επηρεάζει άμεσα τις σχέσεις παραγωγής και τη σχέση με τα δημόσια αγαθά. Η Αριστερά οφείλει να δώσει προτεραιότητα στον κόσμο της εργασίας με λύσεις προστασίας της φύσης και μίας ενεργειακής μετάβασης ενάντια στον καπιταλιστικό παράγοντα που με τις πρακτικές του έφερε τον πλανήτη στο χείλος του γκρεμού. Η Αριστερά οφείλει να αναστοχαστεί πάνω στην προστασία του εργαζόμενου όχι μόνο με όρους επαναφοράς εργασιακών δικαιωμάτων αλλά με όρους προστασίας του περιβάλλοντος στο οποίο συμμετέχει.
 
Η σοσιαλδημοκρατία στον νεοφιλελευθερισμό 
 
Ιστορικά η σοσιαλδημοκρατική Αριστερά λιγότερο ή περισσότερο ταυτιζόταν με τον ευρύτερο δημοκρατικό αριστερό χώρο στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Όμως σήμερα υπάρχουν τρία σοβαρά επιχειρήματα που ακυρώνουν αυτή την λύση και πραγματικότητα:
 
1ον. Η σοσιαλδημοκρατία που γνωρίζαμε όλοι έχει χρεωκοπήσει. Η κλασική σοσιαλδημοκρατία της Σκανδιναβίας, η κορπορατιστική της Γερμανίας και της Γαλλίας μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακολουθούν το νεοφιλελεύθερο ανταγωνιστικό μοντέλο των ΗΠΑ και της Κίνας. Η παγκοσμιοποίηση δεν άφησε περιθώρια μέσα στον ακραίο παγκόσμιο ανταγωνισμό να συνεχίσουν τα κοινωνικά κράτη να φροντίζουν τους πολίτες τους στο σύνολο των κοινωνιών τους.
 
2ον. Αυτό το νεοφιλελεύθερο μοντέλο δεν είναι ο κλασικός φιλελευθερισμός που γνωρίζαμε στην κεϋνσιανή περίοδο 1950-1980, ούτε αυτός της εκσυγχρονιστικής περιόδου 1980-2010. Είναι ένα καθεστώς που είναι εξαιρετικά επικίνδυνο που συνδυάζει αυταρχισμό και ακραίο φιλελευθερισμό καταπατώντας τις ατομικές ελευθερίες και συρρικνώνοντας τα κοινωνικά δικαιώματα σε αναγκαίες παρεμβάσεις του επείγοντος. Όμως και η σοσιαλδημοκρατία αδυνατεί να υπερασπιστεί το κράτος δικαίου, το κοινωνικό κράτος και τα θεμελιώδη δικαιώματα, συχνά επικυρώνει μάλιστα θεσμικές εκτροπές «κράτους εξαίρεσης».
 
3ον. Συνέπεια των παραπάνω είναι ότι η λύση είναι στη ριζοσπαστική Αριστερά ως τη μόνη πολιτική, η οποία μπορεί να αντιμετωπίσει τη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού ανεξαρτήτως απόχρωσης. Οι αριστερές πολιτικές που αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά την αντίθεση κεφαλαίου εργασίας μπορούν να χτυπήσουν τις ανισότητες στη ρίζα τους. Δεν πρόκειται για περιορισμένες μονόδρομες πολιτικές όπως συχνά κατηγορούνται, αλλά μόνο αυτές μεταφέρουν εξουσία από το πάσης φύσεως κεφάλαιο προς την κατεύθυνση της εργασίας. Η αντίθεση κεφαλαίου εργασίας είναι πολύ ισχυρή σήμερα γιατί η συγκέντρωση εξουσίας στο κεφάλαιο γίνεται μέσω τεχνοκρατικών αυτοματισμών και δεν έχει αντίβαρα ελέγχου παρά μόνο από τους ίδιους τους χρήστες του. Άρα, όλες οι υπόλοιπες λύσεις είναι ανεπαρκείς στην αντιμετώπιση των σημερινών πολιτικών.
 
Η υποψηφιότητα Τσακαλώτου
 
Από τις πέντε υποψηφιότητες που έχουν κατατεθεί μόνο μία προσεγγίζει τις αριστερές ριζοσπαστικές κατευθύνσεις. Με το ισχυρό επιχείρημα του ξεπεράσματος των εσωκομματικών ταυτοτήτων σε μία διατασική υποψηφιότητα με ξεκάθαρα αριστερό πρόσημο, αλλά ευρύτερη απεύθυνση, ακριβώς γιατί οι αριστερές πολιτικές είναι το μέλλον, η υποψηφιότητα του Ευκλείδη Τσακαλώτου αποτελεί τη μήτρα ενός κυρίαρχου  ΣΥΡΙΖΑ. Ενός Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς με διεθνή παρουσία, με μέθοδο, γεμίζοντας όπως γεμίζει το μυρμήγκι τη φωλιά του σπόρο το σπόρο συστηματικά, συγκροτημένα και στέρεα που δημιουργεί ένα συμμετοχικό συμπεριληπτικό κόμμα με δυναμική εξουσίας, με στιβαρές διαδικασίες, με στόχο την ευρεία καθημερινή πολιτική συμμετοχή, μακριά από τη στείρα λογική της ανάθεσης, το οποίο με εφαλτήριο την καταπολέμηση του νεοφιλελευθερισμού της αυταρχικής νεοδεξιάς και την περιθωριοποίηση του ακροδεξιού λόγου και δράσης, θα επαναφέρει την πολιτική κουλτούρα που απουσιάζει σε κάθε σπίτι, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε πόλη και στο κόμμα. Έτσι μόνο και με δουλειά από τα «κάτω» και προτροπή θεσμικής οργάνωσης από τα «πάνω» επανέρχεται η αξιοπιστία στην πολιτική, στο κόμμα, στην Αριστερά, στον ΣΥΡΙΖΑ.
 
Η Δέσποινα Παπαδοπούλου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου.