Macro

Κώστας Μελάς: Βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες μακροοικονομικές αβεβαιότητες της «νέας κανονικότητας»

Μπορούμε να αναφέρουμε τις βασικές αβεβαιότητες που προκύπτουν, αφενός, από την επερχόμενη νέα κανονικότητα, και αφετέρου από το γενικότερο οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί η ελληνική οικονομία.
 
Πιθανή επιβράδυνση της μεγέθυνσης ή ακόμα και οικονομική στασιμότητα στις χώρες της Ευρώπης. Η αρνητική επίδραση στις ελληνικές εξαγωγές θα είναι το ένα από τα αποτελέσματα. Ήδη αυτό έχει αρχίσει να διαγράφεται από το Νοέμβριο του 2022 σε ονομαστικές τιμές και από τον Αύγουστο του 2021. Δες Γράφημα
 
Όξυνση της ενεργειακής κρίσης με πιθανές αυξήσεις των τιμών των ενεργειακών προϊόντων. Το ερώτημα είναι εάν η πρόσφατη υποχώρηση των τιμών ενέργειας είναι μόνιμη ή παροδική. Ο Fatih Birol, επικεφαλής του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, δεν απέκλεισε νέα εκτίναξη των τιμών ενέργειας. Η οικονομική επανάκαμψη της Κίνας θα μπορούσε να αυξήσει σημαντικά τη ζήτηση για φυσικό αέριο. Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με έναν σκληρό χειμώνα, θα αύξανε τις τιμές φυσικού αερίου. Επίσης, εάν η ρωσική στρόφιγγα αερίου κλείσει πλήρως, η ανοδική πίεση στις τιμές θα ήταν ακόμη πιο έντονη. Ταυτόχρονα, μια παρατεταμένη περίοδος ξηρασίας κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα στην παραγωγή πυρηνικών και υδροηλεκτρικών μονάδων, προκαλώντας περαιτέρω άνοδο του κόστους ενέργειας.
Περαιτέρω αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Σίγουρα θα έχουμε περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ, με δεδομένο ότι ο δομικός πληθωρισμός παραμένει υψηλός (διαμορφώθηκε το Μάιο του 2023 σε 5,3%).Άλλωστε και οι πρόσφατες δηλώσεις της κ. Λαγκάρντ συνηγορούν επί αυτού. Σε αυτό συνηγορεί και η πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ (25 Ιουλίου 2023) επισημαίνει ότι ο πληθωρισμός μπορεί να υποχωρεί ως προς τη γενική τιμή του στο 6,8% το 2023 και το 5,2% το 2024. Όμως, η εκτίμηση για τον δομικό πληθωρισμό είναι ότι θα υποχωρήσει με πιο αργούς ρυθμούς.
Εκτός από τις πολύ πιθανές καθυστερήσεις στην εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ένας ακόμα λόγος είναι η σωστή κατανομή των κονδυλίων με γνώμονα την αποτελεσματικότητα αλλά και τη συμβολή τους στη βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας. Η ελληνική οικονομία είχε λάβει έως σήμερα (26/5/2023), 11,1 δισ. ευρώ από τα 30,1 δισ. ευρώ που αφορούν στη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας μέσω του ΤΑΑ. Υπολείπονται 19 δισ. ευρώ χρηματοδοτήσεις (δάνεια και μεταβιβάσεις) έως το 2026. Αν το υπολειπόμενο αυτό κεφάλαιο δεν αξιοποιηθεί εγκαίρως και αποτελεσματικά η ελληνική οικονομία θα απωλέσει μέρος των ευεργετικών συνεπειών και περαιτέρω ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα, ενώ ταυτόχρονα θα περιορίσει την κινητοποίηση πόρων από τον ιδιωτικό τομέα.
Τραπεζική αστάθεια. Μία όξυνση και μετάδοση της παγκόσμιας τραπεζικής αναταραχής στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα έντονη και επίμονη σύσφιξη της τραπεζικής χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας, με δυσμενείς επιδράσεις στην ιδιωτική επενδυτική και ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη.
Καμία αλλαγή στο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο, το οποίο θα παραμείνει σφιχτό, ανελαστικό και αντ-αναπτυξιακό, παρά τις νέες προτάσεις της ΕΕ για προσαρμογή του, όσον αφορά στη μείωση του ΔΧ, στις ιδιαιτερότητες κάθε εθνικής οικονομίας.
 
Αναφορικά με το 2023, η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να μεγεθύνεται, αλλά με πολύ μικρότερο ρυθμό. Οι περισσότεροι διεθνείς και εγχώριοι φορείς προβλέπουν για την ελληνική οικονομία μεγέθυνση της τάξεως του 2,3% για το 2023 (δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι οι προβλέψεις για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ το 2024 είναι ακόμη μικρότερες 1,9%). Το κλειδί έστω και γι’ αυτό το ρυθμό μεγέθυνσης, είναι η απορροφητικότητα των κονδυλίων του ΤΑΑ που θα είναι μείζονος σημασίας παράγοντας για την ένταση της μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα έτη. Η ιδιωτική κατανάλωση όσο και ο εξαγωγικός τομέας θα έχουν μικρότερη συμβολή. Ο πρώτος λόγο της απουσίας των κάθε λογής επιδομάτων, ο δεύτερος λόγο της περιορισμένης ζήτησης από την ΕΕ.
 
Η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία θα εντείνει την οικονομική αβεβαιότητα και πιθανώς να μετριάσει την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Είναι πολύ νωρίς για να εκτιμήσουμε αν η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης θα αποδώσει στους εργαζόμενους τις σημαντικές απώλειες της αγοραστικής τους δύναμης. Οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού που πραγματοποιήθηκαν το 2022 και το 2023 συγκράτησαν την απώλεια εισοδήματος δε κατάφεραν όμως να αντισταθμίσουν την επιδείνωση που προκάλεσε ο υψηλός πληθωρισμός με αποτέλεσμα το μέσο ακαθάριστο εισόδημα στην Ελλάδα να μειωθεί κατά 7,1%, σύμφωνα και με το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο. Μάλιστα η μείωση του πραγματικού εισοδήματος των νοικοκυριών ήταν η τρίτη μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Η εντύπωσή μου είναι πως όχι. Αλλά ας περιμένουμε.
 
Συγχρόνως, όπως είναι γνωστό, το 2024 θα χρειαστεί να παραχθεί διπλάσιο πρωτογενές πλεόνασμα σε σχέση με τη φετινή χρονιά (τουλάχιστον 2,1%). Εκτός από τη μείωση των δαπανών (πχ. δεν θα υπάρχει ειδικό αποθεματικό ενός δισ. ευρώ προκειμένου να λειτουργήσει ως «μαξιλάρι» σε περίπτωση εκ νέου αύξησης των τιμών στην ενέργεια κτλ), η ανάγκη αύξησης των φορολογικών εσόδων για το 2024 είναι προφανής και γι’ αυτό το λόγο η πρόσφατη έκθεση της ΕΕ αλλά και του ΟΟΣΑ κάνουν λόγο για διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Συνεπώς ένα από τα κύρια ζητήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση αφορά στο διαχρονικό πρόβλημα της «διεύρυνσης της φορολογικής βάσης». Με απλά λόγια αυτό σημαίνει να συλληφθεί η διαφεύγουσα φορολογική ύλη η οποία με τον τρόπο που διατυπώνεται το αίτημα από τους πολυμερείς διεθνείς οργανισμούς (ΕΕ, ΟΟΣΑ, ΔΝΤ) ευθέως παραπέμπει κατ’ αρχάς στην φοροδιαφυγή. Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Εφαρμοσμένων Οικονομικών του Πανεπιστημίου του Τύμπινγκεν, τον Φεβρουάριο του 2023, η σκιώδης οικονομία στην Ελλάδα φτάνει το 21,7% του επισήμως καταγεγραμμένου ΑΕΠ. Μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ μόνο στην Ιταλία είναι υψηλότερο το ποσοστό, με 21,8%. Η Γερμανία εμφανίζεται στις μεσαίες θέσεις της κατάταξης με 10,2%»
Ως κατηγορούμενοι, εμμέσως πλην σαφώς, φαίνεται να υποδεικνύονται οι ομάδες των αυτοαπασχολουμένων και των επαγγελματιών. Η αλλαγή της φορολόγησης των δύο αυτών επαγγελματικών ομάδων είναι από τις πρώτες επιδιώξεις της κυβέρνησης με βασική επιδίωξη, εκτός από τα δηλωθέντα έσοδα, να αυξηθούν και τα δηλωθέντα κέρδη. Τούτο διότι, με βάση τα στοιχεία του 2021, τα οποία επικαλείται και η Κομισιόν στην 2η έκθεση μεταμνημονιακής εποπτείας, πάνω από το 67% των αυτοαπασχολουμένων δηλώνει εισόδημα κάτω από 10.000 ευρώ ενώ το συνολικό δηλωθέν εισόδημα ανέρχεται σε 4,2 δισ. ευρώ, έναντι πωλήσεων ύψους 48,6 δισ. ευρώ. Προφανώς τα στοιχεία δείχνουν ότι δηλώνονται εξόφθαλμα χαμηλά εισοδήματα. Ειρήσθω εν παρόδω οι συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες – οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αυτοαπασχολούμενοι – είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι της τελευταίας φορολογικής μεταρρύθμισης καθώς από το 2020 είδαν τη φορολογική τους επιβάρυνση να μειώνεται ακόμα και κατά 60% λόγω της ευνοϊκότερης φορολογικής κλίμακας με τον συντελεστή 9% που εφαρμόζεται για τα εισοδήματα έως 10.000 ευρώ, την «κατάργηση» της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, το «κούρεμα» της προκαταβολής φόρου, τις εξαιρέσεις από το τέλος επιτηδεύματος. Για παράδειγμα ένας ελεύθερος επαγγελματίας με καθαρό εισόδημα 10.000 ευρώ ενώ μέχρι και το 2019 πλήρωνε φόρο 2.200 ευρώ, με την κλίμακα που εφαρμόστηκε για τα εισοδήματα του 2020 ο φόρος μειώθηκε στα 900 ευρώ και το όφελος έφθασε τα 1.300 ευρώ. Ίσως αυτή η εξέλιξη να είναι ένα από τα στοιχεία που μπορούν να εξηγήσουν ότι οι παραπάνω κατηγορίες ψήφισαν μαζικά το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας (γύρω στο 50,0%). Στην επερχόμενη περίοδο η διεύρυνση της φορολογικής βάσης πρωταρχικά θα αναζητηθεί σε αυτές τις κατηγορίες, όχι με την αύξηση των φορολογικών συντελεστών, αλλά με άλλους τρόπους όπως :πχ με τον προσεκτικό έλεγχο των παρουσιαζόμενων δαπανών. Μόνο οι δαπάνες – έξοδα που περνούν μέσα από τα ηλεκτρονικά βιβλία myDATA θα αναγνωρίζονται και θα εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των φορολογουμένων. Ψηφιακό πελατολόγιο για γιατρούς, δικηγόρους. Συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες θα πρέπει να τηρούν ψηφιακό πελατολόγιο, το οποίο θα είναι διαθέσιμο στον έλεγχο και θα συγκρίνεται με τα δηλωθέντα εισοδήματα. Το ψηφιακό πελατολόγιο θα διασυνδεθεί με τα myDATA. Επομένως οι κοινωνικές κατηγορίες αυτές αναμένεται να επιβαρυνθούν φορολογικά στο προσεχές μέλλον, κάτι που μέχρι σήμερα αποκρύβεται συστηματικά.
Συμπερασματικά η επιστροφή στην κανονικότητα κουβαλάει στην πλάτη της τόσο νέα όσο και παλαιά προβλήματα. Ειδικά τα τελευταία (παραγωγικό υπόδειγμα που θυμίζει όλο και περισσότερο το υπόδειγμα πριν την κρίση, επενδύσεις που η μεγάλη πλειοψηφία τους κατευθύνονται πάλι στα ακίνητα, στο Real Estate, στον Τουρισμό ,χαμηλή παραγωγικότητα, χαμηλές αμοιβές εργασίας, συν όλες οι μεγεθυνόμενες ελλείψεις και παραβιάσεις στα θεσμικά θέματα κτλ) δίνουν τον τόνο για την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική οικονομία. Η επικράτηση ενός άκρατου και ακραίου οικονομισμού επικεντρωμένου μόνο στη διευκόλυνση της μεγεθυντικής διαδικασίας και η πλήρης αδιαφορία για την οριοθέτηση μιας αναπτυξιακής διαδικασίας με βάση τα υπαρκτά προβλήματα και δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, σίγουρα δεν προοιωνίζουν θετικές υπερβάσεις για τις μελλοντικές εξελίξεις. Η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει τον ίδιο δρόμο που ακολουθεί από την ένταξή της στην ευρωζώνη χωρίς εξάρσεις αλλά και με μεγάλες πιθανότητες βυθισμάτων σε περιόδους κρίσεων.
 
ΥΓ:
H επενδυτική βαθμίδα δεν είναι πανάκεια
 
Η κυβέρνηση έχει αναγάγει την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας από τη χώρα μέσα στο 2023 σε υπέρτατο εθνικό στόχο(sic). Μάλιστα μάλλον πίστευε ότι αυτό θα συμβεί πριν από τις εκλογές, κάτι τελικά που δεν συνέβη. Η ιστορία διδάσκει ότι η καλλιέργεια υπέρμετρων προσδοκιών οδηγεί συχνά σε απογοητεύσεις. Γιατί όμως αυτή η υπέρμετρη σπουδή για την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας. Νομίζω ότι αυτό οφείλεται πρωταρχικά σε πολιτικούς λόγους. Στο μυαλό της κυβέρνησης Μητσοτάκης η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας φαντάζει ως η επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα που ισχύει και για τις άλλες χώρες της ευρωζώνης. Επομένως η πολιτική απήχηση αυτού του επιτεύγματος θεωρείται μεγάλη και σπουδαία, εφάμιλλη με παλαιότερες κατακτήσεις πχ εξόδου από τα μνημόνια ή και, με κάποια υπερβολή, εισόδου στο ευρώ. Η Ελλάδα επιστρέφοντας στην επενδυτική βαθμίδα θα παύσει να θεωρείται χώρα β΄ κατηγορίας και θα μπορεί να απολαύσει όλα όσα διαλαλούν το οικονομικό επιτελείο και τα μέσα που αναπαράγουν κατά λέξη τις κυβερνητικές απόψεις. Είναι δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς τους συλλογισμούς της κυβέρνησης ότι αρκεί σε μια χώρα να γίνει «κανονική» προβιβαζόμενη στις κατώτερες θέσεις των βαθμίδων αξιολόγησης από τους «οίκους αξιολόγησης». Η Ελλάδα ήταν σε επενδυτική βαθμίδα όταν μπήκε στα μνημόνια τον Μάιο, (πέντε βαθμίδες πάνω από τη βαθμίδα των σκουπιδιών) με το κόστος δανεισμού της στα ύψη. Αποκλείσθηκε από τις αγορές τον Απρίλιο, αλλά έχασε την επενδυτική βαθμίδα από τη Moody’s στις 14 Ιουνίου του 2010, δηλ. περίπου ένα μήνα αργότερα.
 
Όμως η αναγωγή της επιστροφής της ελληνικής οικονομίας σε επενδυτική βαθμίδα σε εθνικό στόχο, υποκρύπτει (εμφανές είναι αλλά τέλος πάντων) και τον ξέφρενο οικονομισμό που διακατέχει την κυβέρνηση, αναφορικά με τον τρόπο που ερμηνεύει το μέλλον της χώρας. Το οικονομικό υπόδειγμα που υπηρετεί η κυβέρνηση βασίζεται πρωταρχικά σε μια ανοικτή οικονομία και στην προσέλκυση πόρων από το εξωτερικό κάθε μορφής – Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου αλλά και δάνειων πόρων με την έκδοση δημοσίου ή εταιρικού χρέους. Σήμερα, καλλιεργείται η εντύπωση ότι η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα, θα ενισχύσει τις τιμές των ελληνικών ομολόγων και θα μειώσει τις αποδόσεις τους. Πράγματι, ενδεχόμενη απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα καταστήσει τα ελληνικά ομόλογα επιλέξιμα από μια μεγαλύτερη γκάμα ξένων funds. Μερικά από τα τελευταία θα αγοράσουν ελληνικά χρεόγραφα. Όμως όλα αυτά τα είχε η Ελλάδα την περίοδο ένταξης στο ευρώ μέχρι την οικονομική χρήση χρέους. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνούμε τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί στις αρχές του 2000, με την επικείμενη τότε ένταξη του Χρηματιστηρίου Αθηνών στις ανεπτυγμένες αγορές. Το γεγονός ότι η λίμνη των εν δυνάμει επενδυτών στο ελληνικό χρηματιστήριο μεγάλωνε σημαντικά, είχε δημιουργήσει προσδοκίες ότι ανάλογη θα ήταν η άνοδος του Γενικού Δείκτη και των τιμών των μετοχών υψηλής κεφαλαιοποίησης. Ως γνωστόν, εκείνες οι προσδοκίες διαψεύσθηκαν. Θα φέρω ένα παράδειγμα από το σήμερα και τις συνέπειες της λογικής του συγκεκριμένου υποδείγματος. Παρατηρούμε ότι μετά την ελληνική κρίση χρέους του 2009 ο δείκτης ανοιχτής οικονομίας (εισαγωγές συν εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ) για την Ελλάδα άρχισε να μειώνει σταδιακά την απόκλισή του από τον με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, φτάνοντας το 82% του ΑΕΠ το 2022 (σταθερές τιμές του 2015). Η ενίσχυση της εξωστρέφειας θα μπορούσε να έχει θετικές επιδράσεις στο ρυθμό μεγέθυνσης μιας οικονομίας, όταν αυτή είναι ισορροπημένη και στηρίζεται σε σταθερή και συνεχώς διευρυνόμενη παραγωγική βάση με προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αν όμως συνοδεύεται με διερευνόμενα εξωτερικά ελλείμματα τότε ενδέχεται να καταστήσει την εγχώρια οικονομία ευάλωτη στους εξωτερικούς κραδασμούς.
 
Στην περίπτωση της Ελλάδας η ενίσχυση του ρυθμού μεγέθυνσης της εγχώριας οικονομίας επιφέρει την αύξηση της εξωστρέφειας αλλά ταυτόχρονα και την επιδείνωση του ελλείματος του εξωτερικού ισοζύγιο λόγω του ότι οι εισαγωγές είναι υψηλότερες από τις εξαγωγές.
 
Μάλιστα τα τελευταία τρία χρόνια (2020-2021-2022) ενώ αυξάνει η εξωστρέφεια (2020:75,0%, 2021: 80,0%, 2022: 82,0%) αυξάνουν και τα ελλείμματα και του εμπορικού ισοζυγίου (το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών έφθασε τα 39 δις ευρώ ή 18,4% του ΑΕΠ όσο και το έτος 2008 λίγο πριν την κρίση) όσο και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (2019: -1,5%, 2020: -6,6%, 2021: -8,2%, 2022: -9,7% του ΑΕΠ).
 
Αναμφισβήτητα, η ένταξη της Ελλάδας στις χώρες με επενδυτική βαθμίδα θα είναι θετική εξέλιξη για τα ελληνικά χρεόγραφα του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα. Τα χρεόγραφα θα είναι επιλέξιμα για το πρόγραμμα αγορών της ΕΚΤ και περισσότερα ξένα θεσμικά χαρτοφυλάκια θα μπορούν να τα αγοράσουν με βάση το καταστατικό τους. Επίσης, το Δημόσιο θα μπορέσει να μειώσει το απόθεμα ρευστότητας, μειώνοντας ισόποσα το δημόσιο χρέος.
 
Όμως, τα πάντα είναι σχετικά. Αν υπάρχει διεθνώς τάση μείωσης του ρίσκου, τα ελληνικά ομόλογα θα τιμωρηθούν, γιατί είναι μαζί με τα ιταλικά οι αδύναμοι κρίκοι της αλυσίδας του ευρώ. Είτε έχουν την επενδυτική βαθμίδα είτε όχι. Αν οι ελληνικές κυβερνήσεις ακολουθήσουν άφρονες δημοσιονομικές και γενικά οικονομικές πολιτικές, τα ομόλογα θα τιμωρηθούν ξανά και το κόστος δανεισμού από τις αγορές θα αυξηθεί.
 
Κώστας Μελάς