Macro

Βασιλική Πολυκάρπου: Για τους τρανσφεμινισμούς της αποαποικιοποίησης

Διανύουμε ήδη τα μισά του 2023 και στο νοτιοανατολικό άκρο της Ευρώπης οι συζητήσεις για τον φεμινισμό παραμένουν σταθερά στο επίκεντρο του «κοινού ενδιαφέροντος». Σε παρέες, δημόσιες συζητήσεις, στον online κόσμο των social media, ακόμη και αν ζούμε στους καιρούς της (ακρο)δεξιάς στροφής και της συντηρητικοποίησης της πολιτικής ζωής στη χώρα, οι φεμινιστικές ατζέντες απασχολούν ποικιλοτρόπως ένα ευρύ φάσμα της κοινωνίας. Οι γυναικοκτονίες, τα περιστατικά έμφυλης και σεξουαλικής βίας, καθώς και το #MeToo τέθηκαν στο επίκεντρο των φεμινιστικών λόγων τα τελευταία χρόνια, αντανακλώντας τις ιστορικές καταβολές των σύγχρονων φεμινιστικών κινημάτων που ανάγονται στα γυναικεία κινήματα του 20ού και του 21ου αιώνα. Η αέναη επιστροφή στην έννοια «γυναίκα» παραμένει ένα ζητούμενο για τις απόπειρες ορισμού των φεμινισμών, το οποίο τίθεται υπό διαπραγμάτευση μέσα από τις πολυδιάστατες και κατακερματισμένες εννοιολογήσεις του φεμινιστικού υποκειμένου σήμερα. Ωστόσο, οι φεμινιστικοί λόγοι σε επίπεδο διεθνικού φεμινισμού τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς και στο ελληνικό συγκείμενο τα τελευταία χρόνια αναμετρήθηκαν πολλαπλώς με την ετερότητα, ξορκίζοντας λάθη και εκτοπισμούς τους οποίους και οι ίδιοι οι φεμινιστικοί χώροι αναπαρήγαγαν στο παρελθόν ή συνεχίζουν να αναπαράγουν.
 
Η αναπηρική συνθήκη, η εργασιακή αυθαιρεσία και καταπίεση, η μαύρη ορατότητα, η προσφυγική και μεταναστευτική εμπειρία, καθώς και τα τρανς, queer, λεσβιακά βιώματα έγιναν ή αποπειράθηκαν να γίνουν κομμάτι των φεμινιστικών λόγων. Ταυτόχρονα, η απειλή των ζωών των Ρομά, το ζήτημα της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας και το άνοιγμα σε συζητήσεις για τα ζώα και το περιβάλλον εισήχθησαν σε χώρους κοινοτικούς και κινηματικούς, αλλά και στο εσωτερικό των φεμινιστικών πολιτικών, καθώς δεν βρήκαν εύκολα το πεδίο που τους αναλογεί στους κυρίαρχους πολιτικούς λόγους. Αποφεύγοντας συνειδητά τη γραμμική αφήγηση γύρω από την «εξέλιξη» της φεμινιστικής σκέψης μέσα από το σχήμα των κυμάτων και τη θέση που λέει ότι «σήμερα διανύουμε το τέταρτο κύμα», ενώ βρισκόμαστε στα απόνερα του τρίτου, θα κατευθυνθώ προς δύο θεματικές, εξαιρετικά πολυδιάστατες και πολυσύνθετες, οι οποίες ωστόσο συμπυκνώνουν τον παλμό των καιρών μας και βρίσκονται στην καρδιά της φεμινιστικής θεωρίας και πράξης. Με αφετηρία κάποια σχόλια πάνω στη βία των συνόρων που καταγράφηκε στα σώματα των 600 χαμένων ανθρώπων στο «ναυάγιο της Πύλου» και στις ομο/τρανσφοβικές επιθέσεις που σημειώθηκαν το τελευταίο διάστημα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, θα προσπαθήσω να αιτιολογήσω τον τίτλο αυτού του κειμένου.
 
Στις 14 Ιουνίου του 2023 καταγράφηκε το μεγαλύτερο πολύνεκρο ναυάγιο που έχει σημειωθεί στην Ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Τα εκατοντάδες ανώνυμα κορμιά που χάθηκαν στη Μεσόγειο, στα ανοιχτά της Πύλου, και ο πόνος των επιζησάντων έρχονται σαν κραυγή αντίστασης ενάντια στην κανονικοποιημένη βία των συνόρων, στην ευρωπαϊκή βουβή συναίνεση για το κατά συρροή θανατικό, αλλά και στις μονοδιάστατες κατηγορίες απέναντι στους υποτιθέμενους κύριους θύτες, τους διακινητές. Μικρές εστίες αλληλεγγύης επιχείρησαν να προσφέρουν ένα ελάχιστο πιθανό πεδίο ανακούφισης εν μέσω προεκλογικής περιόδου, πολιτικών αντιπαραθέσεων και ανταγωνιζόμενων εθνικισμών. Λίγο μετά την εκπνοή του τριήμερου εθνικού πένθους για το «ναυάγιο της Πύλου», στις 18 Ιουνίου, ανακοινώθηκε η απώλεια σήματος του βαθυσκάφους «Titan». Οι εκτενείς και κατεπείγουσες έρευνες για την ανεύρεση του «Titan», το οποίο πρόσφερε υπερπολυτελείς υπηρεσίες υποθαλάσσιου τουρισμού στον Βόρειο Ατλαντικό, μολονότι αποδείχτηκαν μάταιες λόγω της δραματικής του κατάληξης, ανέσυραν μια σειρά από ερωτήματα. Ποιες ζωές αξίζουν διάσωσης; Ποιοι θάνατοι είναι πενθήσιμοι; Και ποια κορμιά είναι άξια να συλλεχθούν από τον βυθό της θάλασσας, ακόμη και με δεδομένη την επίγνωση της απώλειας της ζωής;
 
Οι προσφυγικοί και μεταναστευτικοί πληθυσμοί που κατέφθασαν στην Ευρώπη και στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες συγκρότησαν κοινότητες και έχτισαν τις ζωές τους σε τόπους αφιλόξενους για μια «καλύτερη ζωή». Παρά τους κόπους και τις μάχες, οι τοπικές μαύρες κοινότητες στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας μέχρι αρκετά πρόσφατα παρέμεναν αόρατες. Η σιωπή γύρω από αυτές προέκυπτε και εξακολουθεί να προκύπτει ως σύμπτωμα της συστημικής βίας της λευκότητας, του κράτους, της αστυνομίας, αλλά και της έλλειψης αναπαραστάσεων γύρω από τα μη λευκά σώματα και του σύγχρονου φυλετικού διαχωρισμού της ζωής στο πεδίο του καθημερινού. Η φτωχοποίηση και η αορατοποίηση των μεταναστευτικών και προσφυγικών πληθυσμών και των μαύρων σωμάτων εμφανίζονται ως το σημείο διασταύρωσης της λευκής υπεροχής, της λεγόμενης «μεταποικιοκρατικής» συνθήκης, των νέων καπιταλιστικών συστημάτων και του ντετερμινιστικού αφηγήματος TINA (There Is No Alternative). Το μαύρο σώμα, το σώμα της πρόσφυγα και της μετανάστριας, εκτοπίζεται ως μιαρό και περιττό από το λευκό αρτιμελές σώμα του έθνους. Όπως το τρανς, λεσβιακό, queer σώμα, έτσι κι αυτά δεν συντελούν στην περαιτέρω εδραίωση του επίκαιρου και κυρίαρχου εθνοπατριαρχικού αφηγήματος «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».
 
Γράφοντας αυτό το κείμενο στον απόηχο του μήνα υπερηφάνειας, θα ’ταν δύσκολο να μην αναφερθώ στις ομο/τρανσφοβικές επιθέσεις που καταγράφηκαν τις τελευταίες εβδομάδες. Η ομοφοβική επίθεση στον Κεραμεικό, η τρανσφοβική επίθεση στο Πεδίον του Άρεως και η ομοφοβική επίθεση στον ΟΑΣΘ στη Θεσσαλονίκη αποτελούν τρία περιστατικά που δημοσιοποιήθηκαν σε ιστοσελίδες, ενώ ταυτόχρονα εντός των queer και τρανς κοινοτήτων αναφέρονται πολλές ακόμη επιθέσεις, οι οποίες περνάνε στη σφαίρα του αχαρτογράφητου και της λήθης. Οι κυβερνητικοί λόγοι περί προόδου φαντάζουν αναντίστοιχοι με την πραγματικότητα που βιώνουμε, καθιστώντας την «αλήθεια» και τη «λογική» αγαθά για λίγους, σε ένα πλαίσιο εντός του οποίου οι αφηγήσεις μας διαβάζονται ως αναληθείς και παράλογες. Οι queer, trans και λεσβιακές πολιτικές, παρότι συστηματικά περιθωριοποιήθηκαν εντός κι εκτός των κινηματικών χώρων, φεμινιστικών και μη, έρχονται ως μεταμορφωτική παρακαταθήκη για τον σχεδιασμό χειραφετητικών πρακτικών, ως υλικό έμπνευσης για να φανταστούμε μελλοντικούς κόσμους και ως καταφύγια του παρόντος σε τόπους αναπνοών που σχηματίζουμε καθημερινά μέσα από συλλογικότητες, αναγνώσεις, γραφές και συναθροίσεις στους δρόμους.
 
Οι τρανς θεωρήσεις έφεραν αναταραχές στις εδραιωμένες διχοτομικές λογικές ολόκληρης της κοινωνίας, της κυρίαρχης πολιτικής σκέψης και των κινημάτων. Μας έμαθαν πώς να υπερβαίνουμε το έμφυλο δίπολο, συνομιλώντας με την queer θεωρία και τη λεσβιακή παράδοση. Σε εποχές ηθικού πανικού προέκριναν τα δικαιώματα των σεξεργατριών και παρήγαγαν λόγους για την πολλαπλότητα των μη δυϊκών (non-binary) και μη συμμορφούμενων με το φύλο (gender non-conforming) εμπειριών, υπενθυμίζοντας ότι η αποπαθολογικοποίηση των σωμάτων και των εμπειριών μας αποτελεί ένα συνεχές διακύβευμα. Παρά το γεγονός ότι οι πολύχρωμες σημαίες των ευρύτερων ΛΟΑΤΚΙ+ αγώνων ανεμίζουν, προσφέροντας απλόχερα ενδυνάμωση και κουράγιο στα μέλη της κοινότητας, ταυτόχρονα προκαλούν τουλάχιστον αμηχανία η υπέρμετρη παρουσία χορηγών σε διοργανώσεις, καθώς και ο ανεπεξέργαστος προσανατολισμός σε αφομοιώσιμες πολιτικές που μπορούν να λειτουργήσουν σε βάρος των αγώνων μνήμης και απελευθέρωσης της κοινότητας. Αν ο αστικός λευκός φεμινισμός οδήγησε στα περιθώρια των λόγων του τις τρανς, τις queer, τις λεσβίες, τις μαύρες, τις μετανάστριες, τις Αφροελληνίδες, τις εργάτριες, σήμερα οφείλει να επανατοποθετηθεί ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας, χωρίς να γίνεται απλώς ένα παιχνίδι λέξεων για λίγες. Αντίστοιχα, αν οι φεμινισμοί σε αυτή τη χώρα κατάφεραν να συμβάλουν στην αποπατριαρχικοποίηση των κοινωνικών και πολιτικών χώρων, ίσως τώρα, ενώ αντιμετωπίζουμε με μούδιασμα την άνοδο της (ακρο)Δεξιάς, να ήρθε η ώρα των διεργασιών για την αποαποικιοποίησή τους.

Βασιλική Πολυκάρπου