«Καλησπέρα. Έως 18 Αυγούστου ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ ΑΥΣΤΗΡΑ οι έξοδοι σε όλους για ένα μήνα. Εάν θέλει κάποιος ένα ποτό εδώ και μετά σπίτι».
Αυτό ήταν το μήνυμα που ήρθε στο φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες και το οποίο είχε σταλεί από εργοδότη σε εργαζόμενους της επιχείρησής του, δείχνοντας με τον παραβιαστικό αυτό τρόπο την ασυδοσία που υπάρχει στον τομέα του τουρισμού. Μια ασυδοσία που συνεχώς ανακύπτει από δυσάρεστα γεγονότα, τα οποία, όπως φαίνεται, δεν αποτελούν την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα για τις συνθήκες εργασίας στις τουριστικές επιχειρήσεις.
Σειρά τραγικών γεγονότων, το ένα μετά το άλλο, αποτυπώνουν τη σύγχρονη πραγματικότητα στον κλάδο του τουρισμού και φέρνουν στο προσκήνιο τη σημασία των εργαζομένων ως αναπόσπαστου μέρους της τουριστικής εμπειρίας, αλλά και την καταπάτηση στοιχειωδών εργασιακών δικαιωμάτων στον κλάδο που θεωρείται η «ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας»: από τον θάνατο του ανασφάλιστου υπαλλήλου (που λίγη σημασία έχει τελικά αν ήταν διανομέας ή όχι) λόγω καύσωνα στη Χαλκίδα και τον σοβαρό τραυματισμό του μάγειρα στην Κρήτη, ο οποίος υπέστη εγκαύματα και η επιχείρηση έκρινε ότι η βέλτιστη λύση ήταν να τον κλείσει σε… ψυγείο επειδή ήταν ανασφάλιστος, μέχρι τον σερβιτόρο-κολυμβητή στη Ρόδο που εξυπηρετούσε τον πελάτη, κάνοντας επί της ουσίας μπάνιο στη θάλασσα.
Ο τουριστικός κλάδος, ευτυχώς ή δυστυχώς, αποτελεί έναν δυναμικό μηχανισμό οικονομικής ανάπτυξης και δημιουργίας θέσεων εργασίας στη χώρα μας, με συνεχώς ανοδική τάση. Η τάση αυτή σταμάτησε απότομα με την πανδημία του κορωνοϊού, συνεχίστηκε, όμως, εκ νέου αμέσως μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων. Πέρα των ρεκόρ τουριστικών αφίξεων του 2019 και την επάνοδο των αφίξεων σε κανονικά επίπεδα στη μετά την Covid-19 περίοδο, τα τελευταία χρόνια, λόγω της προαναφερθείσας νοοτροπίας, που δικαιολογημένα οδηγεί στην αποστροφή των ανθρώπων να εργαστούν στον τουριστικό κλάδο, δημιουργείται ένα έντονο φαινόμενο έλλειψης εργαζομένων στον κλάδο. Η έλλειψη αυτή, στην Ελλάδα ειδικότερα, πηγάζει από τα αμέτρητα ζητήματα που βιώνουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι στους χώρους εργασίας τους, από την αδήλωτη εργασία και τα εξαντλητικά ωράρια μέχρι τις άθλιες συνθήκες διαμονής τους και τους πενιχρούς μισθούς. Οι αιτίες αυτές προϋπήρχαν της έλευσης της πανδημίας του κορωνοϊού και, δυστυχώς, συνεχίζονται μέχρι και σήμερα, οδηγώντας ουσιαστικά τον εργαζόμενο στον τουριστικό κλάδο στη μόνιμη «έξοδο», σε μια «μεγάλη παραίτηση» με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που ενδεχομένως να αποκτήσει πιο μόνιμο χαρακτήρα ως φαινόμενο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού, οι εργαζόμενοι στον κλάδο από τους 347.310 το 2019 μειώθηκαν στους 311.590, με τη μεγαλύτερη μείωση να παρατηρείται στους ξενοδοχοϋπαλλήλους. Αυτή η μείωση στις ξενοδοχειακές μονάδες συνεχίστηκε και επιδεινώθηκε στην post-Covid-19 εποχή καθώς, βάσει των στοιχείων του ΙΝΣΕΤΕ για τα ελληνικά ξενοδοχεία, στην αιχμή της θερινής σεζόν 2022 καταγράφηκαν 60.225 ελλείψεις σε σχέση με την πρόβλεψη του οργανογράμματος στα ξενοδοχεία. Συγκεκριμένα, από τις 262.981 θέσεις εργασίας καλύφθηκαν οι 202.756, δηλαδή το ποσοστό έλλειψης ανήλθε στο 23%. Ίδια εικόνα παρουσιάζεται και από την οικονομική μελέτη «Τάσεις του Επιχειρείν: Τουρισμός» που δημοσιεύει η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, με το 66% των επιχειρήσεων του ξενοδοχειακού κλάδου να υποστηρίζει ότι η δυσκολία εύρεσης εργατικού προσωπικού αποτελεί κύριο εμπόδιό της.
Με τις αγγελίες των επιχειρηματιών να είναι αμέτρητες και τους εργαζόμενους του τουρισμού συνεχώς να τον εγκαταλείπουν, ολοένα και περισσότερο αναζητούνται τρόποι να βελτιωθεί η κατάσταση στον τουριστικό κλάδο μέσα από την αντιμετώπιση των χρόνιων παθογενειών του. Η έλλειψη εργαζομένων από τη συνεχιζόμενη εγκατάλειψη του κλάδου δεν δύναται, όμως, να καταπολεμηθεί αν δεν αλλάξει ριζικά το μοντέλο του τουρισμού στην Ελλάδα, εκκινώντας από την παραδοχή ότι δεν μπορεί πλέον ο τουρισμός να αντιμετωπίζεται ως ένα φαινόμενο που κυλάει «αυτόματα», αν και αυτό δεν μπορεί να γίνει εν μια νυκτί ή με μια Υπουργική Απόφαση. Με γνώμονα το τρίπτυχο της αξιοπρεπούς εργασίας, της ενίσχυσης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στον κλάδο και τον σεβασμό στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον των προορισμών μπορεί να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της έλλειψης εργαζομένων, με τη διατήρηση των υπαρχόντων και την προσέλκυση νέων. Εκκινώντας από τη βασική αρχή των τουριστικών σπουδών ότι ο στόχος της οικονομικής επιτυχίας της επιχείρησης προϋποθέτει την έμφαση στην αξία της συμβολής κάθε εργαζόμενου, καθώς με αυτόν τον τρόπο θα κρατηθεί και το προσωπικό, αλλά και ο πελάτης θα είναι ικανοποιημένος, μπορεί να ξεκινήσει η αλλαγή του τουριστικού μοντέλου.
Το «ευτυχές» για την Ελλάδα είναι ότι πλέον έχει φτάσει σε ένα σημείο που ο κορεσμός προορισμών, όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη, δείχνει ότι μοναδική διέξοδος για τον τουριστικό κλάδο είναι η στροφή των πολιτικών προς την κατεύθυνση των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης. Πολιτικές, δηλαδή, με αλλαγές στο ευρύτερο αναπτυξιακό πρότυπο και στην κουλτούρα του τουριστικού κλάδου, στον οποίο η οικονομική του πτυχή δεν θα «κανιβαλίζει» τον εργαζόμενο, την κοινωνία και το περιβάλλον. Πολιτικές, τέλος, που θα προβλέπουν την πολύπλευρη έννοια της νησιωτικότητας και της ιδιαιτερότητας των ελληνικών προορισμών, με τη φέρουσα ικανότητα ως βασικό εργαλείο άσκησης εφαρμόσιμων πολιτικών, με ασφάλεια στις υποδομές για τους ταξιδιώτες και τους κατοίκους, αλλά και γενικότερο σχεδιασμό στη διαχείριση κρίσεων, για να μην ξαναζήσουμε τραγικές καταστάσεις όπως αυτές των τελευταίων ημερών στη Ρόδο.
1. Το κείμενο αποτελεί αναθεωρημένο μέρος εισήγησης στο 1ο Θερινό Σχολείο της Επιστημονικής Εταιρείας Κοινωνικής Πολιτικής στον Άγιο Ευστράτιο, που πραγματοποιήθηκε στις 10-14 Ιουλίου 2023.
Η Αγγελική Μητροπούλου είναι υπ. διδακτόρισσα στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου και επιστημονική συνεργάτιδα στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ.
Ο Ορέστης Χατζηγιαννάκης είναι υπ. διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών