«Αν φιλοδοξείς να πείσεις τους άλλους για την ορθότητα των σκέψεών σου,
κάνε το πρώτο βήμα και πείσε πρωτίστως τον ίδιο σου τον εαυτό»
Ζοζέ Σαραμάγκου
Στην πολιτική, ενίοτε «τυχαία» γεγονότα, όπως η παραίτηση ενός προέδρου, μας επιτρέπουν να εξετάσουμε το τι συμβαίνει στις «κομματικές» κοινωνίες, ειδικά σε μια περίοδο κρίσης ή ήττας. Μας αποκαλύπτουν μια κατάσταση που προϋπήρχε «εν υπνώσει» και τώρα αναδεικνύεται και το αληθινό πρόσωπό της.
Μάλλον, η τωρινή κομματική κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ, επιβάλλει ιστορικούς αναστοχασμούς σχετικά με την ψυχική υγεία του. Η κομματική «πανδημία» που βιώνει, αναστατώνει τα πάντα και προκαλεί μία σειρά εκτάκτων μέτρων, αναδεικνύοντας νέες όψεις κομματικής συγκατοίκησης.
Αυτή η έκτακτη κρίση της «παραίτησης» καταγράφεται αρνητικά στο συλλογικό ασυνείδητο των κομματικών φίλων και μελών, όπως γίνεται με μια αρρώστια, έναν σεισμό, μια πλημμύρα, μια πυρκαγιά, έναν πόλεμος, μια κρίση χρέους και μια οποιαδήποτε καταστροφή.
Όπως μας αφηγείται ο Α. Καμί στο προφητικό του έργο, η «Πανούκλα»: «Οι συμφορές δεν είναι ασυνήθιστες, όμως κανείς δεν τις πιστεύει ώσπου να του πέσουν κατακέφαλα. Και υπάρχουν και επιδημίες και πόλεμοι, που βρίσκουν πάντα απροετοίμαστους τους ανθρώπους».
Ούτε οι «ιστορικές ουτοπίες» ούτε ο «διαδικτυακός θόλος» (ένα είδος κάψουλας) δεν μας προστατεύουν πια. Αντίθετα, αποτελούν το χώρο εγκεφαλικού εθελοντικού «εγκλεισμού», προσμένοντας μία αποενοχοποίηση.
Σε αυτήν την διαδικτυακή «κάψουλα» στηρίζεται σήμερα, σε μεγάλο βαθμό, η πολιτική επικοινωνία και η προπαγάνδα εναντίον αντιπάλων. Η διαδικτυακή «κάψουλα» στηρίζεται κυρίως, στον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουμε τις ειδήσεις και στη διασπορά των πηγών, ακόμα και αν αυτές οι πηγές ταυτίζονται με μηχανισμούς προπαγάνδας ή με μηχανισμούς επικοινωνιακής διαχείρισης. Και σε αυτή τη διαδικασία, καταλυτικό ρόλο παίζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου: Δεν υπάρχουν διακριτά όρια μεταξύ είδησης, σχολίου, φήμης, γνώμης, επιθυμίας, ανεκδότου. Έτσι προκύπτει το φαινόμενο της επικοινωνίας που ονομάζεται «παρακμή της αλήθειας».
Μέσα σε αυτή τη διαδικτυακή «κάψουλα», οι μεγάλες πλατφόρμες των κοινωνικών δικτύων αναδεικνύουν τα πρόσωπα που ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντα και τις απόψεις όλων. Και έτσι συμφωνούν όλοι με όλα και αλληλοδοξάζονται.
Με τέτοιο διαδικτυακό «καθρέφτη» ο ναρκισσισμός εκτοξεύεται στα ύψη της ουτοπικής πολιτείας και ενός «αψεγάδιαστου» εικονικού κόσμου. Γενικά, το διαδίκτυο εμφανίζεται ως ένας δημόσιος χώρος, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένας «μερικός» δημόσιος χώρος των «ομοίων» και όχι ο γενικός δημόσιος χώρος συνάντησης διαφορετικών απόψεων. Αντίθετα, κάθε τι διαφορετικό μοιάζει οχυρωμένο στη δική του «κάψουλα των ομοίων», αποκλείοντας την σύνθεση διαφορετικών θέσεων. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ευδοκιμεί η αντιπαλότητα και η ρητορική του φανατισμού. Μάλιστα κάθε μέλος της «κάψουλας» νομίζει ότι ταυτίζεται με τον συνολικό δημόσιο χώρο και αντιλαμβάνεται το διαφορετικό, ως επίθεση στο κόμμα και κατ’ επέκταση σε ολόκληρη την κοινωνία ή και την δημοκρατία, δημιουργώντας έτσι λανθασμένες εντυπώσεις και εκτιμήσεις. Αυτό το «σύνδρομο» δημιουργεί συνεχείς διαιρέσεις, και κάθε διαφορετική άποψη αποκτά τη δική της «κάψουλα». Εδώ είναι που, ο ναρκισσισμός των «μικρών διαφορών (που είναι ίδιον της Αριστεράς) ενισχύεται από το διαδικτυακό «θόλο», δημιουργώντας την ρητορική του μίσους των «ομοίων».
Έτσι, οι «όμοιοι» υποψήφιοι, για την προεδρία εκθέτουν τις πολιτικές και ιδεολογικές τους πλατφόρμες, από τις οποίες προκύπτει η εξέλιξη με στόχο: Τη διατήρηση και την προσαρμογή στην εποχή μας, στο πλαίσιο της μη ακύρωσης των θεμελιωδών κοινωνικών συμβάσεων, με στόχο τη διαφύλαξη της αιώνιας κοινωνίας που εξελίσσεται και προχωρά σύμφωνα με τις υποχρεώσεις και δεσμούς κάθε κομματικής γενιάς με την προηγούμενη και την επόμενη, σε υλική και αξιακή βάση.
Μήπως αυτή η «πιστή» υποχρέωση των υποψηφίων απέναντι στα κομματικά μέλη, αποτελεί μια προσπάθεια συντήρησης, με «κεντρώα ή αριστερά περιτυλίγματα», με συνέχειες-ασυνέχειες, με αποφυγή ανατροπής, ανανέωσης, ή μεταρρύθμισης του κομματικού στάτους;
Μήπως απλώς προσπαθούν να «επικρατήσουν», με τον ναρκισσισμό των «μικρών διαφορών», έναντι των άλλων και δεν ασχολούνται ουδόλως πώς θα αλλάξουν αυτό το κόμμα, που κληρονόμησαν; Παρατηρώ δε ότι, ουδείς από τους υποψηφίους, αμφισβητεί τη σχέση μελών – κομματικής ελίτ. Φρονώ ότι, αν επαληθευτούν οι σκέψεις μου, όλοι οι υποψήφιοι πράττουν συντηρητικά, ακόμα και αν δεν αποδέχονται την συντηρητικότητά τους.
Σήφης Φανουράκης