«Το κύριο γεγονός σε μια στάμνα δεν είναι το σχήμα της αλλά το κενό που περιέχει», λέει ο Λάο Τσε. Με τα σπίτια συμβαίνει ακριβώς το ίδιο. Το κύριο γεγονός δεν είναι το σχήμα τους αλλά το κενό που περιέχουν κι αυτό δεν έχει να κάνει με την ασήμαντη επιφάνεια των τοίχων ή με τον βλακωδώς διατυμπανιζόμενο πλούτο τους. Πολλές φορές το κύριο γεγονός στα φτωχόσπιτα, στα σπίτια της χειροποίητης λαχτάρας και της χειροποίητης αγωνίας, είναι η απίστευτη πληρότητα ενός κενού αρμονικού προς το χάος. Κάτι ήξερε ο Πικιώνης απ’ αυτά όταν πήγαινε εκπαιδευτική εκδρομή τους φοιτητές του και τους έβαζε να κοιμηθούν στα χαμόσπιτα της Θεσσαλονίκης. Για να νιώσουν την πληρότητα ενός κενού που κανένας πλούτος δεν μπορεί να προσεγγίσει. Ο δρόμος του Πικιώνη προς την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα (το απόλυτο αρχιτεκτόνημα του συμπαγούς κενού) από τα διδάγματα τέτοιων σπιτιών ανέβλυσε. Αυτά τα διδάγματα ποδοπατούν οι ορδές των άσχετων, αυτά τα διδάγματα λεηλατούνται από το αγελαίο βλέμμα ενός πλήθους περαστικών.
Αυτή ακριβώς είναι και η λογική που κάνει τα επίσημα χείλη μιας γλώσσας παχυμένης, που ξεχειλίζει από το έρκος των οδόντων, να μιλάνε για καμένα σπίτια εννοώντας μονάχα το σχήμα τους, αγνοώντας το κενό τους.
Το φρυγμένο κενό τους, που πήρε μαζί του ανεπιστρεπτί όλους τους νεκρούς που περιέχει και που ποτέ πια δεν θα έχουν κατοικία. Θα είναι θαμμένοι κάτω από τις στάχτες ενός τυμπανιαίου θριάμβου, ανάμεσα στα καμένα ζώα, τα καμένα δέντρα, την πανικόβλητη και γι’ αυτό εκδικητική ατμόσφαιρα, τη μαύρη γη που καμιά δόξα δεν θα την περπατήσει μονάχη. Δεν υπάρχει δόξα. Μονάχα καταστροφή. Κι άσε τους κακοποιητές να κραυγάζουν: «δεν έχουμε νεκρούς». Κι αυτοί που κείτονται μέσα στις απελπισμένες μνήμες τι είναι;
Και τα αποτυπώματα που εξαφανίστηκαν μαζί με τα σπασμένα τζάμια στα παράθυρα σε ποια ζωντανή ζωή ανήκουν; Και η άχνα από τα «καλημέρα », τα «καληνύχτα», τα «βάλε ένα ρούχο απάνω σου» που ακουμπούσε στις καρέκλες και στα ντουλάπια σε ποιο ζωντανό κενό ανήκει; Σε κανένα. Μονάχα μέσα στον τάφο του θριάμβου και της βαρβαρότητας υπάρχει.
«Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν» γράφει ο Γιώργος Σεφέρης στο «Σπίτι κοντά στη θάλασσα» από την «Κίχλη». Έτσι είναι. Τα σπίτια τα άρπαξαν μαζί με τους νεκρούς τους. Πάει να πει, τα ξεθεμελίωσαν, και τα δέντρα το ίδιο. Μπορεί κανείς να μετρήσει πόσους νεκρούς κοστίζει κάθε καμένο δέντρο; Μπορεί να πει κανείς πόσους νεκρούς κοστίζει κάθε καμένο ζώο, φυτό, έντομο; Μπορεί να πεις κανείς πόσους νεκρούς κοστίζει κάθε χιλιοστό καμένης ομορφιάς, κάθε σταγόνα εξαφανισμένης ανάμνησης; Μπορεί να πει κανείς πόσους νεκρούς κοστίζει το καμένο κενό των σπιτιών;
Γράφει ο Γιώργος Σεφέρης, πάλι στο «Σπίτι κοντά στη θάλασσα»:
«(…) δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια / ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο. / Καινούργια στην αρχή σαν τα μωρά που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου ,/ κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες / γυαλιστερές πάνω στη μέρα – / όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν, / ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμα πεισματώνουν / μ’ εκείνους που έφυγαν / μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν / ή που χάθηκαν, τώρα που ’γινε ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο».
Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, οκτώ μέρες έχουν περάσει που καίγεται αυτό το απέραντο ξενοδοχείο υπό την επωνυμία Ρόδος. Ένας τόπος που κάποτε ήταν νησί και τώρα είναι μια transit βιομηχανική διασκέδαση που καίει στο διάβα της ό,τι σταθεί εμπόδιο. Μια βαριά κατασκευαστική στρατοπέδων διασκέδασης. Δεν είναι η μόνη κατασκευαστική, υπάρχουν κι άλλες. Όπως η ΤΕΡΝΑ. Ένα χρόνο μετά την πυρκαγιά στο ιστορικό δάσος της Δαδιάς στον Έβρο (εννέα μέρες καιγότανε), κατέθεσε αίτηση για τοποθέτηση ανεμογεννητριών. Αλλά δεν χάθηκαν ζωές.
Α, ναι, δεν έγινε και η δεξίωση για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας λόγω των πυρκαγιών. Η Δημοκρατία σήμερα έχει δουλειές με φούριες. «Δουλίτσα», κατά τον πρωθυπουργό.
Στέλνει μηνύματα με το 112 να απομακρυνθούν οι πολίτες από τη Δημοκρατία.
Εδώ ακριβώς που πρέπει να μείνουμε. Για να σώσουμε το κοινό μας σπίτι.
Κώστας Καναβούρης