Τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος σε κοινή μας διάλεξη στο Μεσογειακό Πανεπιστήμιο των Τιράνων ο ιστορικός Λάμπρος Μπαλτσιώτης ξεκίνησε την ομιλία του με την εξής πρόταση: «Για τους Αλβανούς, Αλβανός είναι αυτός που μιλάει αλβανικά, για τους Έλληνες, εν δυνάμει Έλληνας είναι αυτός που είναι ορθόδοξος». Σε αυτή την ιδέα που έχει αναπτύξει στο έργο του ο συνάδελφος συμπυκνώνονται οι αιτίες των «παρεξηγήσεων» και της ιστορικής καχυποψίας μεταξύ των δύο εθνών. Οι ακραίες φωνές του αλβανικού έθνους φαντασιώνονται Αλβανούς όταν ακούνε αρβανίτικα στα Μεσόγεια, ενώ οι αντίστοιχες φωνές στην Ελλάδα φαντασιώνονται Έλληνες σε όλους τους χριστιανούς ορθόδοξους της Νότιας Αλβανίας. Φυσικά και οι δύο αντιλήψεις σφάλλουν σε βαθμό εγκληματικό. Διότι, πολύ απλά, έθνος είναι ό,τι νιώθεις: ούτε η θρησκεία σου ούτε η γλώσσα αυτές καθαυτές.
Αυτό όμως δεν είναι εύκολο να το καταλάβουν τα τυφλωμένα έθνη: ο ελληνικός αλυτρωτισμός στο παρελθόν έβλεπε ως φυσικό χώρο επέκτασης του ελληνικού κράτους τη «Βόρεια Ήπειρο» σε διάφορες γεωγραφικές παραλλαγές ενώ το όνειρο μιας «μεγάλης Αλβανίας» έφτανε ως και την Πρέβεζα, καθώς και εκεί κάποτε μιλιόνταν τα αλβανικά.
Όταν ξεκίνησε ο ελληνικός αγώνας της ανεξαρτησίας, για τους Έλληνες δεν θα μπορούσε να τεθεί θέμα αν οι ορθόδοξοι αλβανόφωνοι ανήκουν ή όχι στην υπό συγκρότηση εθνική κοινότητα. Φυσικά και ήταν Έλληνες, καθώς η γλώσσα τότε δεν είχε σημασία. Ο Παπαρρηγόπουλος μάλιστα έφτασε στο σημείο να κάνει λόγο για «δύο φυλές που κατοικούν στην Ελλάδα που συγκροτούν ένα έθνος».
Όμως, τα πράγματα δεν ήρθαν σύμφωνα με τις βουλές των Ελλήνων καθώς από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, συγκροτείται η μαγιά του αλβανισμού. Φτιάχνεται δηλαδή έθνος αλβανικό, τόσο εντός όσο και εκτός του εδάφους της σημερινής Αλβανίας. Και, μάλιστα, πρωτοπόροι στη σύστασή του υπήρξαν Αλβανοί χριστιανοί ορθόδοξοι οι οποίοι υπάγονταν στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Ο καιρός κύλησε λοιπόν δύσκολα για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις στον 20ό αιώνα. Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να αποδεχθούν ότι ένα διαφορετικό έθνος συνεπαίρνει τις συνειδήσεις ανθρώπων που ανήκαν στο ελληνορθόδοξο μιλέτ της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Για τον λόγο αυτό η Ελλάδα ευθύς εξαρχής ακολουθεί μια επιθετική πολιτική στα νότια αλβανικά εδάφη διαμορφώνοντας ένα ελληνικό αλυτρωτικό σχέδιο στη Νότια Αλβανία, τη λεγόμενη «Βόρεια Ήπειρο». Αναγκαστικά, υπό την πίεση της Κοινωνίας των Εθνών αναγκάζεται να εγκαταλείψει τα στρατιωτικά σχέδια συμπερίληψης της περιοχής αυτής στα εθνικά εδάφη. Ωστόσο, το αλυτρωτικό όραμα δεν σβήνει εύκολα. Η ελληνόφωνη και αλβανόφωνη ορθόδοξη νότια Αλβανία συνεχίζει να αποτελεί διακαή εδαφικό στόχο των Ελλήνων ακόμη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά τελικώς η ζωή δεν τα έφερε σύμφωνα με τις ορέξεις τους.
Ακόμη κι αν αλυτρωτικές φωνές για τη «Βόρεια Ήπειρο» συνεχίζουν να ακούγονται στην Ελλάδα, πλέον είναι περιθωριακές ως και γραφικές. Και εννοείται δεν αφορούν την επίσημη κρατική πολιτική. Το λέω αυτό γνωρίζοντας πως στην Αλβανία τούτο δεν είναι όσο σαφές θα έπρεπε.
Η Αλβανία του Χότζα ακολουθεί μια πολιτική ενσωμάτωσης της ελληνικής μειονότητας, η οποία ωστόσο ναι μεν έχει πρόσβαση στα γλωσσικά της δικαιώματα αλλά μόνο μέσα στις παραδοσιακές της εγκαταστάσεις, τις λεγόμενες «μειονοτικές ζώνες» και μόνο εφόσον δεν αυτοπροσδιορίζεται ως πραγματικά εθνική. Και μάλιστα και αυτές οι ζώνες, είναι κουτσουρεμένες καθώς δεν περιλαμβάνουν την περιπαθή Χειμάρα που μας απασχολεί διαρκώς έναν αιώνα από την Κοινωνία των Εθνών ως σήμερα. Για τη Χειμάρα θυμίζω ότι πριν σχεδόν εκατό χρόνια το Διεθνές Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «η ύπαρξη μειονοτήτων είναι ζήτημα της ζωής και όχι του νόμου» υπαινισσόμενο ότι ελληνική μειονότητα υπάρχει εκεί, είτε την αναγνωρίζει η Αλβανία είτε όχι. Σήμερα μάλιστα που η Χειμάρα καθίσταται τουριστικό θέρετρο περιωπής, το ζήτημα αποκτά και επιχειρηματικά διάσταση πέρα από ιδεολογική και αυτό το περιπλέκει περισσότερο.
Πάντως, πρακτικές καταρράκωσης του κράτους δικαίου στην Αλβανία, όπως η σύλληψη του υποψηφίου και πλέον δημάρχου Χειμάρας μόνο κακό κάνουν στην υπόθεση. Και σε αυτό έχει προσωπική ευθύνη ο Αλβανός πρωθυπουργός που λίγες ώρες πριν τη σύλληψη Μπελέρη φώναζε τηλεοπτικά μιλώντας σε δεύτερο ενικό ότι «εγώ θα ασχοληθώ με σένα προσωπικά». Μ’αυτά και μ’αυτά, ένας μάλλον αμφιλεγόμενος μειονοτικός παράγοντας ηρωωποιήθηκε και τελικά έγινε δήμαρχος.
Σε κάθε πάντως περίπτωση, η Αλβανία δεν έδιωξε την ελληνική μειονότητα, όπως έκανε η Ελλάδα με την αλβανική μειονότητα της Θεσπρωτίας και αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό ως διαφοροποίηση μεταξύ των δύο κρατών σε σχέση με τις εκατέρωθεν μειονότητές τους. Νομίζω πως αν η Αλβανία είχε ακολουθήσει την πορεία της Ελλάδας μετά το τέλος της δεκαετίας του ’40 μάλλον οι Έλληνες της Αλβανίας θα είχαν παρόμοια τύχη με τους μουσουλμάνους Αλβανούς της Θεσπρωτίας, τους Τσάμηδες.
Έκτοτε το τσάμικο ζήτημα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα αγκάθια στις ελληνοαλβανικές σχέσεις και κυρίως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όπου η Αλβανία απελευθερωμένη από τα δεσμά του προηγούμενου καθεστώτος διεξάγει τους δικούς της πολέμους μνήμης. Η μεν Αλβανία βλέπει στις σφαγές και την έξωση του πληθυσμού αυτού μια γενοκτονία, όπως η Ελλάδα το κάνει με τις αντίστοιχες σφαγές των Ελλήνων του Πόντου, η δε Ελλάδα λέει πως «οι Τσάμηδες πλήρωσαν τη συνεργασία τους με τον κατακτητή και έφυγαν να γλιτώσουν». Τίποτε από αυτά δεν ισχύει όμως. Αφενός μεν, η χρήση του όρου «γενοκτονία» δεν έχει καμία σχέση με αυτό που έγινε το καλοκαίρι του ’44 στη Θεσπρωτία καθώς ο στόχος τότε δεν ήταν η φυσική εξόντωση των Τσάμηδων από προσώπου γης αλλά η εκδίωξή τους από το ελληνικό έδαφος, πολιτική που σε ορισμένες περιπτώσεις περιλάμβανε και τον φυσικό αφανισμό τους. Η πολιτική αυτή μετά τους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας ονομάστηκε «εθνοκάθαρση». Και ναι, στην Ελλάδα το καλοκαίρι του ’44 έγινε μια εθνοκάθαρση σε βάρος των Αλβανών Τσάμηδων με πρόσχημα και αιτία τον δωσιλογισμό των ισχυρότερων παραγόντων τους, σε μια εποχή ωστόσο που δεν υπάρχει συντεταγμένο ελληνικό κράτος παρά ο ανταγωνισμός δύο αντάρτικων οργανώσεων. Η χώρα ωστόσο, στην πράξη αποδέχθηκε ως τετελεσμένη την πολιτική αυτή καθώς όταν κάποιοι Τσάμηδες επιχείρησαν να επιστρέψουν, βρήκαν τα σύνορα κλειστά. Έκτοτε οι ελληνικές πόρτες σφραγίστηκαν διά βίου. Οι ιθαγένειές τους αφαιρέθηκαν μαζικά και οι περιουσίες τους απαλλοτριώθηκαν ή δηλώθηκαν «εγκαταλελειμμένες». Η Ελλάδα οφείλει με καλή πίστη να αναγνωρίσει τις αγριότητες αυτές. Μόνο καλό θα κάνει και στην συλλογική αυτογνωσία της και στις ελληνοαλβανικές σχέσεις.
Πλέον, η αναγνώριση μειονοτικών δικαιωμάτων στη Χειμάρα και το τσάμικο αποτελούν τα δύο μεγαλύτερα αγκάθια στις ελληνοαλβανικές σχέσεις τα οποία ωστόσο μπορούν να επιλυθούν με στοιχειωδώς καλή βούληση εκατέρωθεν. Ας αρχίσουμε όμως με τα κάπως λιγότερο περίπλοκα. Σε αυτά ανήκει το διαβόητο κυρίως στην Αλβανία ζήτημα του «εμπολέμου» μεταξύ των δύο χωρών το οποίο εδράζεται στην πλημμελή άρση της εμπόλεμης κατάστασης με απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου και όχι προεδρικού διατάγματος το μακρινό 1987 από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου με πρωτοβουλία Παπούλια.
Το να λέει κανείς ότι μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας σήμερα υπάρχει «εμπόλεμη κατάσταση» είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας στις σχέσεις των δύο κρατών. Η Ελλάδα ωστόσο οφείλει να προβεί και με νομικά ορθό τρόπο στην άρση του εμπολέμου προκειμένου να κλείσει και τα εθνικιστικά στόματα στην άλλη πλευρά που δηλητηριάζουν την ατμόσφαιρα με τις αναφορές σε ένα ψευδοεμπόλεμο που ανήκει στο παρελθόν. Οι αλβανικές περιουσίες που μετά την κήρυξη του πολέμου το 1940 τέθηκαν σε καθεστώς μεσεγγύησης πρέπει να επιστραφούν στην Αλβανία μέσω μιας εύλογης αποζημίωσης που θα συμφωνηθεί και το θέμα να λήξει επίσης.
Σε ό,τι αφορά τους Τσάμηδες η Ελλάδα θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι το καλοκαίρι του ’44 έγινε έγκλημα σε βάρος αθώων και ενόχων πλην όμως η Αλβανία να αντιληφθεί συνάμα ότι ουδείς στην Ευρώπη σήμερα επιθυμεί να ανοίγει πληγές του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει σαφή νομολογία που δεν επιτρέπει διεκδικήσεις περιουσιών πίσω από το 1950.
Τέλος, τη στιγμή που μιλάμε οι δύο χώρες βρίσκονται στο δρόμο για το Δικαστήριο της Χάγης προκειμένου να ρυθμίσουν τα θέματα που αφορούν τις θαλάσσιες ζώνες και την υφαλοκρηπίδα. Κάπως έτσι μπορούν με μια συμφωνία-πλαίσιο να συνομολογήσουν τη δική τους «Πρέσπα». Θα είναι μια ευτυχής στιγμή για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις, την ειρήνη στα Βαλκάνια και την ασφάλεια στην Ευρώπη.
Έτσι θα μπορέσουν σε μια συνθήκη άρσης των «παρεξηγήσεων» του παρελθόντος να ασχοληθούν με το κατεξοχήν θέμα του μέλλοντος στο οποίο ελάχιστο διπλωματικό κεφάλαιο έχει επενδυθεί διότι ξοδεύεται στα προηγούμενα: οι Αλβανοί πολίτες αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών που εδώ και μια δεκαετία αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια. Τα παιδιά τους, η λεγόμενη «δεύτερη γενιά», εκατοντάδες χιλιάδες άτομα. συγκροτούν μια ταυτότητα υβριδική. Μια ταυτότητα στην οποία συγκατοικούν – άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο αρμονικά – η ελληνικότητα και η αλβανικότητα. Δεν είναι η πρώτη φορά που αυτό συμβαίνει στις σχέσεις των δύο αυτών όμορων εθνών.
Η ιστορία έχει λοιπόν τη σημασία της στα ελληνοαλβανικά, αλλά το μέλλον έχει και αυτό τη δικιά του. Και σίγουρα θα διαρκέσει περισσότερο.
Δημήτρης Χριστόπουλος