Macro

Μπάμπης Μιχάλης: Οι πλούσιοι ρουφάνε το νερό του πλανήτη

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, περισσότερες από 80 μητροπολιτικές περιοχές του κόσμου (μεταξύ των οποίων το Κάιρο, το Κέιπ Τάουν, η Πόλη του Μεξικού, το Λονδίνο, το Μαϊάμι, η Κωνσταντινούπολη, η Ρώμη, η Βαρκελώνη, η Μόσχα, το Πεκίνο και το Τόκιο) βίωσαν σοβαρή έλλειψη νερού εξαίτιας της ξηρασίας αλλά και της σπάταλης, μη βιώσιμης, κατανάλωσης νερού. Οι προβλέψεις είναι ότι στο άμεσο μέλλον αυτές οι αστικές κρίσεις νερού θα πυκνώσουν επηρεάζοντας περισσότερο όσους βρίσκονται σε κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά μειονεκτική θέση.
 
Ερευνα 5 επιστημόνων, που είδε το φως της δημοσιότητας πρόσφατα, αποκαλύπτει ότι οι πισίνες, οι τεράστιοι κήποι, το καλοποτισμένο γκαζόν, τα σιντριβάνια, τα τζακούζι, οι σάουνες, οι νεροτσουλήθρες των πλουσίων καταναλωτών συμβάλλουν στις κρίσεις λειψυδρίας που μαστίζουν τις μητροπόλεις της υφηλίου, τοσο όσο αύξηση του πληθυσμού ή η κλιματική αλλαγή. Η έρευνα των Εlisa Savelli, Maurizio Mazzoleni, Giuliano Di Baldassarre, Hannah Cloke και Maria Rusca δείχνει ότι οι ανισότητες μεταξύ των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων παίζει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία και την εκδήλωση τέτοιων κρίσεων. Υποδεικνύει δε ότι οι αστικές ελίτ είναι σε θέση να υπερκαταναλώνουν νερό, ενώ αποκλείουν ταυτόχρονα τη βασική πρόσβαση των λιγότερο προνομιούχων κοινωνικών ομάδων σε αυτό.
 
Οι πέντε ερευνητές χρησιμοποίησαν ως μελέτη περίπτωσης (case study) την εξαιρετικά άνιση μητροπολιτική περιοχή του Κέιπ Τάουν, εφαρμόζοντας ένα ευέλικτο μοντέλο που μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλες πόλεις της υφηλίου με ανάλογα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά.
 
Χώρισαν τον πληθυσμό του Κέιπ Τάουν σε πέντε τάξεις διάσπαρτες σε «έναν έντονα διαχωρισμένο αστικό χώρο»: την ελίτ (1,4% των κατοίκων της πόλης), τα ανώτερα – μεσαία εισοδήματα (12,3%), τα χαμηλότερα-μεσαία εισοδήματα (24,6%), τα χαμηλότερα εισοδήματα (40,5%) και τους κάτοικους των άτυπων οικισμών στις άκρες της πόλης (21%). Η ελίτ και τα νοικοκυριά ανώτερου-μεσαίου εισοδήματος αποτέλεσαν την ευρύτερη κατηγορία των «προνομιούχων ομάδων». Ζουν συνήθως σε ευρύχωρα σπίτια με κήπους και πισίνες και καταναλώνουν υψηλά και μη βιώσιμα επίπεδα νερού. Στον αντίποδα οι άτυποι κάτοικοι των παραγκουπόλεων που δεν έχουν καν βρύσες ή τουαλέτες στα σπίτια τους.
 
Η έρευνα διαπίστωσε ότι τα νοικοκυριά της ελίτ και των ανώτερων μεσαίων εισοδημάτων καταναλώνουν κατά μέσον όρο 2.161 και 988 λίτρα αντίστοιχα ημερησίως. Αντίθετα τα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος και τα άτυπα νοικοκυριά καταναλώνουν κατά μέσον όρο 178 και 41 λίτρα αντίστοιχα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, δηλαδή, ένα νοικοκυριό της ελίτ καταναλώνει καθημερινά πάνω από… 50 φορές το νερό που χρησιμοποιεί ένα αντίστοιχο νοικοκυριό των παραγκουπόλεων. Το μεγαλύτερο μέρος του νερού που καταναλώνουν οι προνομιούχες κοινωνικές ομάδες χρησιμοποιείται δε για μη βασικές ανάγκες όπως το πότισμα του κήπου, οι πισίνες και πρόσθετες υδάτινες ανέσεις τόσο εσωτερικές όσο και εξωτερικές. Αντίθετα, το μεγαλύτερο μέρος του νερού που καταναλώνεται από τις υπόλοιπες 3 κοινωνικές ομάδες χρησιμοποιείται για την ικανοποίηση βασικών αναγκών, όπως η πόση, η υγιεινή και η κάλυψη άλλων μέσων της διαβίωσής τους.
 
Η έρευνα διαπίστωσε ακόμη ότι αν και τα νοικοκυριά της ελίτ και ανώτερου μεσαίου εισοδήματος αποτελούσαν μόλις το 13,7% του συνολικού πληθυσμού του Κέιπ Τάουν, κατανάλωναν συνολικά το 51,4% των υδάτινων πόρων της πόλης. Αντίθετα, τα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος και τα άτυπα νοικοκυριά αν και αντιπροσώπευαν το 61,5% του πληθυσμού κατανάλωναν μόνο το 27,3% του νερού.
 
Το μοντέλο έδειξε επίσης ότι οι μεταβολές στη χρήση νερού από την πλουσιότερη κοινωνική ομάδα είχαν μεγαλύτερο αντίκτυπο στη συνολική διαθεσιμότητα νερού από την αύξηση του πληθυσμού ή τις ξηρασίες που σχετίζονται με την κλιματική κρίση. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ακόμη ότι η αυξημένη χρήση ιδιωτικών γεωτρήσεων σε περιόδους έλλειψης από τους πλουσιότερους πολίτες εξάντλησε σημαντικά τους υπόγειους υδάτινους πόρους. Επίσης, οι στρατηγικές διαχείρισης του νερού που υιοθετούν οι δημοτικές αρχές για την αντιμετώπιση της ξηρασίας μπορούν να επηρεάσουν σοβαρά την ασφάλεια του νερού των φτωχών νοικοκυριών μειώνοντας την πρόσβασή τους σε αυτό.
 
Ο υψηλότερος φόρος στο νερό, για παράδειγμα, ενώ σχεδιάστηκε για να χρεώνει σταδιακά υψηλότερα τέλη στους μεγαλύτερους καταναλωτές και να επιδοτεί τους μικρότερους ήταν μερικά μόνο επιτυχής ως προς την κάλυψη των αναγκών του φτωχότερου πληθυσμού. Οι χρήστες χαμηλού εισοδήματος δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά το αναθεωρημένο τιμολόγιο. Αιτία, το γεγονός ότι μεγάλο μέρος αυτών ζει σε περιοχές όπου περισσότερα από οκτώ άτομα μοιράζονται την ίδια βρύση με αποτέλεσμα να χρεώνονται σε περιόδους ξηρασίας απρόσιτους λογαριασμούς και πρόστιμα.
 
Στην απέναντι όχθη, ελίτ και ανώτερα μεσαία εισοδήματα συνέχισαν να έχουν αρκετό νερό για τις βασικές τους ανάγκες ακόμη και κατά τη διάρκεια της ξηρασίας.
 
Η παράλειψη του ρόλου της κοινωνικής ανισότητας στις κρίσεις νερού οδήγησε σύμφωνα με τους ερευνητές σε τεχνοκρατικές λύσεις οι οποίες απλώς αναπαρήγαγαν τα άνισα και μη βιώσιμα πρότυπα χρήσης νερού που συνέβαλαν στη δημιουργία τους. Αυτά τα κατάφωρα άνισα πρότυπα έχουν τη ρίζα τους στις κεφαλαιοκρατικές κοινωνικές σχέσεις. «Δημιουργούνται από διακριτά πολιτικοοικονομικά συστήματα που επιδιώκουν τη συσσώρευση κεφαλαίου και την αέναη ανάπτυξη προς αποκλειστικό όφελος μιας προνομιούχας μειοψηφίας» υπογραμμίζουν οι ερευνητές, προσθέτοντας ότι «ο μόνος τρόπος για να διατηρηθούν οι διαθέσιμοι υδάτινοι πόροι είναι η αλλαγή του προνομιακού τρόπου ζωής, ο περιορισμός της χρήσης νερού για ανέσεις και η ανακατανομή του εισοδήματος και των υδάτινων πόρων πιο ισότιμα».

Μπάμπης Μιχάλης