«Ο ιδανικός υποτελής του βασιλείου του ολοκληρωτισμού», έγραφε η Χάνα Αρεντ, «δεν είναι ο πεισμένος ναζιστής ούτε ο πεισμένος κομμουνιστής, αλλά ο άνθρωπος για τον οποίο η διάκριση μεταξύ γεγονότων και μυθοπλασίας και η διάκριση μεταξύ αλήθειας και ψεύδους δεν υπάρχουν πλέον».
Είναι ένας εξαίρετος ορισμός του υποψηφίου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος στις 9 Νοεμβρίου 2016 έγινε ο 45ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Ποτέ άλλοτε ένας πολιτικός δεν εξάλειψε σε τέτοιο βαθμό το σύνορο μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας.
Για τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έκανε προεκλογική εκστρατεία επί 16 μήνες πολλαπλασιάζοντας τα ψεύδη, τις κακοήθειες και τις συκοφαντίες, αυτό που προσδίδει εγκυρότητα στον δημόσιο λόγο είναι η ικανότητα να παράγει προσχωρήσεις, να σαγηνεύει και να εξαπατά.
Η ακροαματικότητα είναι αυτή που αποφασίζει για το τι είναι αληθινό και τι είναι ψευδές, για το τι είναι πραγματικό και τι είναι φανταστική επινόηση.
«Ψευδολόγησε με τρόπο στρατηγικό», δήλωσε ο Τόνι Σβαρτς, ο λογογράφος του Τραμπ. «Δεν του προκαλούσε κανέναν συνειδησιακό ενδοιασμό».
Για πολλά πρόσωπα, «η αλήθεια είναι στενάχωρη» και η αδιαφορία του Τραμπ για την αλήθεια «παραδόξως αντιπροσώπευε ένα πλεονέκτημα γι’ αυτόν».
Οσο και αν τα μίντια προσπαθούσαν να αντιτάξουν την επαλήθευση των γεγονότων στα ψεύδη του, τη Realpolitik στις απομονωτικές φαντασιοκοπίες του, την ηθική στα πολλαπλά σεξιστικά και ρατσιστικά ολισθήματά του, η τραμπόσφαιρα λειτουργούσε σαν μαύρη τρύπα που απορροφούσε τις επικρίσεις και τις ανακλήσεις στην τάξη.
Τα μέσα πληροφόρησης μπορεί να τον αντιμετωπίζουν σαν φασίστα ή νεοφασίστα, μπορεί να τον συγκρίνουν με τον ίδιο τον Χίτλερ, αλλά «ο κόσμος αδιαφορεί», απαντάει αλαζονικά αυτός.
Απάντηση που είναι χαρακτηριστική της στάσης των φασιστών.
Και κλιμακώνει την πρόκληση με μια νέα ρατσιστική παρατήρηση εναντίον των μουσουλμάνων, των ισπανόφωνων, των γυναικών και των ομοφυλόφιλων, βάζοντας ξανά φωτιά στα σκανδαλισμένα μίντια.
Μπορούμε βέβαια να αποδώσουμε την ευθύνη στην ευπιστία των εκλογέων ή στη συνενοχή των ειδησεογραφικών καναλιών -Fox News, Msbnc και Cnn-, τα οποία πέτυχαν ρεκόρ ακροαματικότητας και διαφημιστικά έσοδα πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Πώς να σπάσουμε όμως το νήμα που συνδέει τις προκλήσεις του Τραμπ με τα ρεκόρ θεαματικότητας των τηλεοράσεων και αυτά τα ρεκόρ με την εκλογική συναίνεση; Οι εξηγήσεις δεν λείπουν.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες υιοθετήθηκε μάλιστα ένας νεολογισμός για να περιγράψει αυτή τη νέα εποχή πολιτικού ψεύδους, η «πολιτική της μετα-αλήθειας».
Η συνάντηση των λαϊκιστικών κινημάτων και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει δημιουργήσει ένα νέο πλαίσιο και ένα νέο καθεστώς αλήθειας, όπου εμφανίζονται πληροφοριακές φούσκες ανεξάρτητες μεταξύ τους, πύργοι πληροφόρησης απρόσβλητοι από τους παραδοσιακούς μηχανισμούς ελέγχου και εξισορρόπησης που ρύθμιζαν τη δημόσια σφαίρα.
Τα άτομα μπορούν ήδη να επιλέγουν τη δική τους πηγή πληροφόρησης σε συνάρτηση με τις δικές τους γνώμες και προκαταλήψεις, σε ένα είδος ιδεολογικού άβατου που είναι και μια μορφή πληροφοριακού αυτισμού.
Σε ένα άρθρο στους New York Times που δημοσιεύτηκε λίγες μέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2004, ο Ρον Σάσκιντ, συντάκτης από το 1993 ώς το 2000 των κύριων άρθρων της Wall Street Journal και μετά το 2000 συγγραφέας διάφορων ερευνών για την επικοινωνία του Λευκού Οίκου, αποκάλυψε το περιεχόμενο μιας συνομιλίας που είχε το καλοκαίρι του 2002 με έναν σύμβουλο του Τζορτζ Μπους.
Ο τελευταίος, δυσαρεστημένος από ένα πρόσφατο άρθρο του Σάσκιντ, του επιτέθηκε ξαφνικά:
«Μου είπε ότι τα πρόσωπα σαν και μένα ανήκουν “σε εκείνη που εμείς αποκαλούμε κοινότητα της πραγματικότητας [reality-based community]: εσείς νομίζετε ότι οι λύσεις προκύπτουν από τη δική σας γνωστική ανάλυση της πραγματικότητας”.
Εγώ συγκατένευσα και μουρμούρισα κάτι για τις αρχές του Διαφωτισμού και του εμπειρισμού.
Αυτός με διέκοψε: “Δεν λειτουργεί πλέον έτσι ο κόσμος. Εμείς είμαστε τώρα μια αυτοκρατορία και, όταν δρούμε, δημιουργούμε τη δική μας πραγματικότητα. Εμείς είμαστε οι δημιουργοί της ιστορίας. Και σε σας, σε όλους εσάς, δεν απομένει τίποτε άλλο από το να μελετάτε αυτό που εμείς κάνουμε”».
Αυτές οι φράσεις, διατυπωμένες από έναν υψηλό Αμερικανό πολιτικό αξιωματούχο (πιθανόν τον Καρλ Ρόουβ) λίγους μήνες πριν από τον πόλεμο στο Ιράκ, δεν είναι μόνον κυνικές, αντάξιες ενός μιντιολόγου Μακιαβέλι, αλλά μοιάζουν να προέρχονται από μια θεατρική σκηνή μάλλον παρά από έναν αξιωματούχο του Λευκού Οίκου.
Επειδή δεν θέτουν μόνον ένα πολιτικό ή διπλωματικό πρόβλημα, αλλά φανερώνουν μια νέα αντίληψη των σχέσεων μεταξύ της πολιτικής και της πραγματικότητας: οι ηγέτες της πρώτης παγκόσμιας δύναμης απομακρύνονται όχι μόνον από τη Realpolitik αλλά και από τον απλό ρεαλισμό, για να γίνουν δημιουργοί της δικής τους πραγματικότητας, αφεντικά των φαινομένων, διεκδικώντας εκείνη που θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως Realpolitik της μυθοπλασίας.
Ο Ρούζβελτ ήταν ο πρώτος πρόεδρος που χρησιμοποίησε το ραδιόφωνο για να επικοινωνήσει με τους Αμερικανούς. Ο Κένεντι εγκαινίασε την εποχή της τηλεόρασης.
Οταν ο Ρούζβελτ μιλούσε στο ραδιόφωνο, «οι άνθρωποι είχαν τον αναγκαίο χρόνο για να σκεφτούν, μπορούσαν να συνδυάζουν τη συγκίνηση και τα γεγονότα», εξηγεί ο νευροεπιστήμονας Αντόνιο Νταμάζιο.
«Σήμερα, με το ίντερνετ και την καλωδιακή τηλεόραση, που μεταδίδουν πληροφορίες 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, βυθιζόμαστε σε ένα περιβάλλον στο οποίο δεν έχουμε πλέον τον χρόνο για να σκεφτούμε. Οι εκλογείς καθοδηγούνται από καθαρά συναισθήματα συμπάθειας ή αντιπάθειας, αρμονίας ή δυσαρμονίας, που τους εμπνέουν οι υποψήφιοι μέσω του αφηγήματός τους».
Σε κοινωνίες με πάρα πολλά μέσα επικοινωνίας, οι οποίες διαπερνιούνται από συνεχείς ροές πληροφοριών, η ικανότητα να διαμορφώσουμε μια πολιτική άποψη όχι με ορθολογικά επιχειρήματα, αλλά με την αφήγηση ιστοριών έχει γίνει το κλειδί για την κατάκτηση και την άσκηση της εξουσίας.
Δεν είναι πλέον η εγκυρότητα αυτή που δίνει στον δημόσιο λόγο την αποτελεσματικότητά του, αλλά η ευλογοφάνεια, η ικανότητα να κινητοποιεί μεγάλα ρεύματα του κοινού.
Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών είναι η κορύφωση αυτής της εξέλιξης.
Με τον Τραμπ το σύμπαν των reality μπαίνει στον Λευκό Οίκο. Αντί για θεμελίωση της πραγματικότητας, το ζητούμενο είναι η παραγωγή ενός διαρκούς reality show.
Στους υποβαθμισμένους λευκούς, που αντιπροσώπευαν τον πυρήνα της εκλογικής του ακολουθίας, ο Τραμπ προτείνει μια συμβολική ρεβάνς, την αποκατάσταση μιας λευκής υπεροχής που είχε κλονιστεί από την άνοδο των μειονοτήτων σε μια όλο και περισσότερο πολυπολιτισμική κοινωνία, κάτοπτρο των μίντια και των διανοουμένων.
Εναντίον αυτού του κατόπτρου ο Τραμπ διοχέτευσε την οργή απέναντι στις ελίτ με ψέματα κάθε είδους. […]
Ο Γάλλος συγγραφέας Κριστιάν Σαλμόν είναι ερευνητής στο Centre de Recherches sur les Arts et le Langage.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών