Οι αυτόκλητοι πιθανοί μεσολαβητές στην ουκρανική κρίση πολλαπλασιάζονται. Μετά την Τουρκία του Ερντογάν και την Κίνα του Σι Τζινπινγκ (το Ισραήλ και η Αγία Έδρα βγήκαν νωρίς εκτός παιδιάς) ήρθε να προστεθεί και η Σαουδική Αραβία του πρίγκηπα Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Την ετοιμότητα της χώρας του να μεσολαβήσει σε ενδεχόμενες συνομιλίες μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας εξέφρασε ο ίδιος ο επικεφαλής της σαουδαραβικής διπλωματίας πρίγκηπας Φαϊσάλ μπιν Φαρχάν, κατά την επίσκεψη που πραγματοποίησε προχθες Πέμπτη στη Μόσχα.
Είναι βέβαια να απορεί κανείς πώς μπορεί να λειτουργήσει ως ειρηνοποιός το βασίλειο που πρωταγωνιστεί εδώ και εννέα χρόνια στον πόλεμο της Υεμένης, σχετικά με τον οποίο τώρα ο πρίγκηπας Φαϊσάλ εκφράζει την ελπίδα να επιτευχθεί μια μόνιμη εκεχειρία και κατόπιν μια πολιτική λύση στη βάση του ενδο-υεμενικού διαλόγου.
Και δεν χρειάζεται καν να απορεί κανείς για τις άμεσες προοπτικές ειρήνευσης της Ουκρανίας, όταν ο οικοδεσπότης του Σαουδάραβα υψηλού επισκέπτη, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ ουσιαστικά χαρακτηρίζει ανεπίκαιρη την έναρξη συνομιλιών, κατηγορώντας την ουκρανική κυβέρνηση του Βολοντίμιρ Ζελένσκι ότι δεν δείχνει να έχει τη διάθεση να διεξαγάγει “σοβαρό διάλογο”, προφανώς με τους όρους της Μόσχας.
Κατά τα λοιπά, ο Λαβρόφ επαίνεσε τον ρόλο που έπαιξε η Σαουδική Αραβία στην τελευταία ανταλλαγή αιχμαλώτων μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.
Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι οι δηλώσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν στη ρωσική πρωτεύουσα – εκεί όπου έσπευσε ο πρίγκηπας Φαϊσάλ, μη κρύβοντας το ενδιαφέρον της χώρας του για περαιτέρω σύσφιξη των δεσμών της με τη Ρωσία.
Αντικείμενο των συνομιλών των δύο υπουργών ήταν, όπως αναφέρθηκε, οι διμερείς σχέσεις, οι διεθνείς εξελίξεις και η σταθερότητα των πετρελαϊκών αγορών.
Ως προς το τελευταίο η ρωσο-σαουδαραβική συνεννόηση στους κόλπους του διευρυμένου σχήματος του OPEC+ δείχνει να μη γνωρίζει προσκόμματα και οι συμφωνημένες ποσοστώσεις στην παραγωγή τηρούνται, προς μεγάλη ενόχληση της Ουάσιγκτον που το περασμένο φθινόπωρο ζητούσε, χωρίς να εισακουσθεί, από το Ριάντ να διευκολύνει την απορρόφηση των κραδασμών στις αγορές από τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας.
Η επίσκεψη Μπάιντεν στη Σαουδική Αραβία τον Ιούλιο μοιάζει από αυτή την άποψη σαν να μην συντελέστηκε ποτέ.
Αλλά η προσέγγιση του Οίκου των Σαούντ με το Κρεμλίνο σταδιακά αποκαλύπτει περισσότερο γεωπολιτικά χαρακτηριστικά. Διότι αυτό που κυρίως βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο τραπέζι των μεταξύ τους διαπραγματεύσεων είναι η ένταξη της Σαουδικής Αραβίας στην Ομάδα BRICS και τον Σύμφωνο της Σαγκάης.
Η Ομάδα BRICS πρόκειται μέσα στο επόμενο διάστημα να πραγματοποιήσει το πρώτο κύμα διεύρυνσής της. Και μολονότι η υποψηφιότητά της προέκυψε όψιμα, η Σαουδική Αραβία δείχνει να προσπερνά χώρες που συζητούνταν αρχικά, όπως η Αλγερία και η Αργεντινή, και να οδεύει προς ταχεία ένταξη, πιθανότατα μαζί με το Ιράν. Ο συμβολισμός μιας τέτοιας εξέλιξης δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Οι ευρασιατικές δυνάμεις που πρωταγωνιστούν σε αυτή τη συσπείρωση απλώνουν το χέρι και στους δύο μεγάλους ανταγωνιστές (και μεγάλους πετρελαιοπαραγωγούς) εκατέρωθεν του Περσικού Κόλπου, εκδηλώνοντας έτσι πρόθεση να αναλάβουν την σταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής.
Αλλά η κεντρική επιδίωξη του εγχειρήματος των BRICS συνίσταται στην δημιουργία μιας κοινής αναπτυξιακής τράπεζας, ενός εναλλακτικού προς το SWIFT συστήματος πληρωμών και ενός μέσου διεξαγωγής συναλλαγών εκτός δολαρίου. Αλλά με τον τρόπο αυτό απειλείται μακροπρόθεσμα η πρωτοκαθεδρία του δολαρίου, οφειλόμενη σε μεγάλο βαθμό στο “πετροδολάριο” του οποίου εγγυητής είναι η Σαουδική Αραβία, με αντάλλαγμα την ειδική σχέση ασφαλείας που της προσφέρουν οι ΗΠΑ.
Στον βαθμό που η χώρα του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν φιλοδοξεί να διαφοροποιήσει την οικονομία της, οι ευκαιρίες που προσφέρει η συνεργασία με τις χώρες BRICS είναι δελεαστικές. Αλλά η αναζήτηση μελλοντικών δυνατοτήτων εκτός του κόσμου του δολαρίου, σε συνδυασμό με εναλλακτικές εγγυήσεις ασφαλείας (βλ. Σύμφωνο της Σαγκάης) αποτελεί μείζονα ανατροπή στη διεθνή αρχιτεκτονική.
Κώστας Ράπτης