Κάθε δημοκρατικό Σύνταγμα βασίζεται σε ένα πλέγμα θεμελιωδών αποφάσεων, οι οποίες αποτυπώνουν σε κανονιστικό επίπεδο τη βούληση της πολιτικής κοινότητας σχετικά με τον τρόπο οργάνωσης του πολιτεύματος και την προστασία των δικαιωμάτων.
Μία από τις αποφάσεις αυτές αφορά την αντιμετώπιση που επιφυλάσσει η δημοκρατία στους εχθρούς της, δηλαδή στις πολιτικές εκείνες δυνάμεις που την επιβουλεύονται και επιδιώκουν να την ανατρέψουν με βίαια μέσα. Θα τους επιτρέψει να συμμετάσχουν στο δημοκρατικό παιχνίδι ή θα τους αποκλείσει από αυτό;
Κάθε λαός, ανάλογα με τις ιστορικές εμπειρίες, την παράδοση, αλλά και τα τραύματά του, δίνει διαφορετική απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα. Οι Γερμανοί, για παράδειγμα, αποφάσισαν μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ότι το τραύμα της εθνικοσοσιαλιστικής θηριωδίας επέτασσε την απαγόρευση κάθε αντιδημοκρατικού κόμματος. Κατά συνέπεια, απένειμαν την αρμοδιότητα στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο να εξετάζει όχι μόνο τους σκοπούς, αλλά και τη συμπεριφορά των οπαδών όλων των κομμάτων, προκειμένου να διατάσσει τη διάλυση εκείνων που κρίνονται επικίνδυνα για το δημοκρατικό πολίτευμα. Αξίζει να σημειωθεί, βέβαια, ότι στη συγκυρία του Ψυχρού Πολέμου η μαχόμενη γερμανική δημοκρατία έθεσε εκτός νόμου όχι μόνο το νεοναζιστικό, αλλά και το κομμουνιστικό κόμμα.
Η περίπτωση της Ελλάδας μετά την πτώση της δικτατορίας υπήρξε διαφορετική. Παρά το γεγονός, δηλαδή, ότι η τότε πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας εισηγήθηκε την υιοθέτηση του γερμανικού μοντέλου, η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή, υπό την πίεση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και των κομμάτων της Αριστεράς, αποφάσισε τελικά ότι η δημοκρατία μας θα είναι ανεκτική. Γι’ αυτόν τον λόγο, το Σύνταγμα του 1975 ούτε προέβλεψε κάποια διαδικασία κήρυξης κομμάτων ως αντισυνταγματικών ούτε απένειμε σε κάποιο δικαιοδοτικό όργανο σχετικές αρμοδιότητες. Με νωπές τις μνήμες, άλλωστε, της απαγόρευσης του κομμουνιστικού κόμματος επί σχεδόν τρεις δεκαετίες, ο Έλληνας συνταγματικός νομοθέτης έθεσε ως προτεραιότητα τη διασφάλιση του αγαθού της πολιτικής ελευθερίας και συγχρόνως αποφάσισε να αναλάβει το ρίσκο της ανοχής της λειτουργίας των αντιδημοκρατικών κομμάτων.
Στο επίμονο ερώτημα αν το πολίτευμα θα παραμένει απροστάτευτο απέναντι στους εχθρούς του, η ανεκτική δημοκρατία απαντά ότι η έννομη τάξη, και ειδικότερα το ποινικό δίκαιο, παρέχει επαρκή νομικά εργαλεία για τη διαφύλαξη τόσο της κοινωνικής ειρήνης όσο και της δημοκρατικής νομιμότητας. Όποιος διαπράττει, εξάλλου, εγκλήματα στο όνομα οποιασδήποτε ιδέας, υφίσταται τις συνέπειες του νόμου και στερείται την ελευθερία του· όχι λόγω των ιδεών του, αλλά εξαιτίας των εγκληματικών του πράξεων.
Η συγκεκριμένη επιλογή της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής δεν αμφισβητήθηκε επί σχεδόν μισό αιώνα σε θεσμικό επίπεδο, δεδομένου ότι το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος δεν τέθηκε καν προς συζήτηση στο πλαίσιο κάποιας συνταγματικής αναθεώρησης. Από την άλλη πλευρά, η ποινική δικαιοσύνη στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων όταν χρειάστηκε, καθώς καταδίκασε με ποινές πολυετούς κάθειρξης την ηγεσία και τα μέλη της Χρυσής Αυγής, τα οποία είχαν εμπλακεί σε κακουργηματικές πράξεις ως εγκληματική οργάνωση που χρησιμοποιούσε τον μανδύα πολιτικού κόμματος.
Παρά την αποτελεσματική αντιμετώπιση, όμως, του νεοναζιστικού μορφώματος, η σημερινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία ανέλαβε μια νομοθετική πρωτοβουλία που αμφισβητεί τον ανεκτικό χαρακτήρα της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, εφόσον προτίθεται να θέσει υπό τον έλεγχο του Αρείου Πάγου το δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμών για τις βουλευτικές εκλογές. Βάσει της προτεινόμενης τροπολογίας, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν θα προχωρεί εφεξής σε μια τυπική εξέταση του φακέλου των κομμάτων, αλλά θα ελέγχει επί της ουσίας αν η δράση τους εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η σχετική ρύθμιση εγείρει τρία ζητήματα:
α) Το περιεχόμενο ενός συνταγματικού κανόνα, ο οποίος αποτυπώνει σε κανονιστικό επίπεδο μία θεμελιώδη απόφαση της πολιτικής κοινότητας, μπορεί μεν να τροποποιείται μέσω της αναθεώρησης του Συντάγματος, αλλά δεν είναι δυνατόν να αλλοιώνεται διά κοινού νόμου που ψηφίζεται από μία εφήμερη πλειοψηφία. Κατά μείζονα λόγο, οι αλλαγές των κανόνων του δημοκρατικού παιχνιδιού δεν είναι δικαιοπολιτικά ορθό ούτε να πραγματοποιούνται λίγες εβδομάδες πριν τη διεξαγωγή των εκλογών ούτε να λαμβάνουν τη μορφή τροπολογιών σε άσχετα νομοσχέδια. Αποτελεί κοινό τόπο ότι το ζήτημα του τρόπου αντιμετώπισης των εχθρών της δημοκρατίας είναι κορυφαίο για την ίδια τη λειτουργία του πολιτεύματος και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να ρυθμίζεται με όρους κομματικών σκοπιμοτήτων.
β) Η επίμαχη διάταξη εξουσιοδοτεί τον Άρειο Πάγο να κρίνει δυσεπίλυτα θέματα και, μάλιστα, εντός μιας ασφυκτικής προθεσμίας δύο ημερών. Ειδικότερα, το ανώτατο δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίζει αν η δράση ενός κόμματος υπονομεύει τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και αν η πραγματική ηγεσία του διαφέρει από την τυπική, χωρίς, όμως, να μπορεί να εξετάζει το αποδεικτικό υλικό στο πλαίσιο μιας ακροαματικής διαδικασίας. Με άλλα λόγια, ο Άρειος Πάγος θα στηρίζει κατά βάση τις αποφάσεις του στις εκθέσεις της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και της Ελληνικής Αστυνομίας. Υπό αυτούς τους όρους, όμως, το ανώτατο δικαστήριο δεν θα είναι σε θέση να λειτουργεί ως ένας ανεξάρτητος και αμερόληπτος φύλακας της συνταγματικής νομιμότητας, αλλά ως μία αρχή που θα εξαρτά σε μεγάλο βαθμό την κρίση της από τις εισηγήσεις της διοίκησης.
γ) Η θεσμοθέτηση του ελέγχου των πολιτικών σκοπών των κομμάτων δεν συνιστά μια απλή συμπλήρωση του νομοθετικού πλαισίου, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, αλλά μια σαφή αλλαγή παραδείγματος. Από τη στιγμή, μάλιστα, που κάθε νομοθετική διάταξη είναι από τη φύση της γενικής ισχύος, θα τίθεται εφεξής υπό αίρεση η δυνατότητα συμμετοχής στις εκλογές όλων των κομμάτων, είτε αυτά προέρχονται από το δεξιό είτε από το αριστερό άκρο του πολιτικού φάσματος. Με άλλα λόγια, ο ανεκτικός χαρακτήρας της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως αποτυπώθηκε στο Σύνταγμα του 1975, ουσιαστικά αναιρείται και παραχωρεί τη θέση του σε ένα κακέκτυπο μαχόμενης δημοκρατίας. Γιατί κακέκτυπο; Διότι η διαδικασία ενώπιον του ανώτατου δικαστηρίου δεν θα παρέχει εγγυήσεις επαρκούς δικαστικής προστασίας για τα θιγόμενα κόμματα.
Πέρα από την κριτική στην πρωτοβουλία της κυβέρνησης, θα άξιζαν δυο λέξεις και για τη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Για αρκετές ημέρες βρισκόταν στο τραπέζι του δημόσιου διαλόγου η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία προέβλεπε τη δυνατότητα του Αρείου Πάγου να απαγορεύει τη συμμετοχή στις εκλογές όχι οποιουδήποτε κόμματος δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά μόνο των νεοναζιστικών.
Με άλλα λόγια, η αξιωματική αντιπολίτευση φαινόταν να προσχωρεί στο στρατόπεδο εκείνων που επιδιώκουν την υιοθέτηση ενός μοντέλου κηδεμονευόμενης δημοκρατίας, δεδομένου ότι συναινούσε ουσιαστικά στην εξέταση από τη δικαστική εξουσία του ιδεολογικού προσανατολισμού των κομμάτων. Από χθες ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να έχει υιοθετήσει μια ουσιωδώς διαφορετική θέση, η οποία είναι περισσότερο συμβατή με τον ανεκτικό χαρακτήρα της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Όπως προκύπτει από τη συζήτηση στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, η πρόθεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι να υπερψηφίσει την κυβερνητική τροπολογία μόνο στην περίπτωση που θα τίθεται ως προϋπόθεση για την απαγόρευση συμμετοχής ενός κόμματος στις εκλογές η ύπαρξη καταδικαστικής απόφασης σε βάρος υποψήφιων βουλευτών. Παρ’ ότι και αυτή η επιλογή βρίσκεται στα όρια της συνταγματικής νομιμότητας, καθώς δεν λαμβάνει υπόψη τη συνταγματική επιταγή για ύπαρξη αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, εντούτοις πρόκειται για μια θέση που δεν επιτρέπει στη δικαστική εξουσία να παρεμβαίνει υπέρμετρα στον πολιτικό ανταγωνισμό.
Αν προσπαθήσει κανείς να αποστασιοποιηθεί για λίγο από τα πάθη που γεννά η πολιτική αντιπαράθεση των τελευταίων ημερών, αξίζει ενδεχομένως να αναλογισθεί ότι η απόλαυση του αγαθού της πολιτικής ελευθερίας προϋποθέτει αδιαπραγμάτευτα δύο στοιχεία: την τόλμη και την εμπιστοσύνη στην κρίση του λαού. Στην περίπτωση που χαθούν αυτά και κυριαρχήσει ο φόβος, τότε η δημοκρατία μοιραία θα παραδοθεί στη σφιχτή αγκαλιά κάποιου κηδεμόνα.
*Ο Αλέξανδρος Κεσσόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης