Ο Κασιδιάρης δεν θα μπορεί να είναι υποψήφιος με κόμμα. Αν όμως βάλει τον (όποιον) ξάδελφό του με το ίδιο όνομα και επίθετο, όσο ελληνικά τραγελαφικό ή εξοργιστικό κι αν μας φαίνεται, θα το υποστούμε. Ποιες λύσεις υπάρχουν.
Σε λάθος χρόνο, εμφανώς προεκλογικό, γίνεται η συζήτηση με αφορμή την επικείμενη κάθοδο κόμματος Κασιδιάρη ή άλλων «μετα-Χρυσής Αυγής» μορφωμάτων στις εθνικές εκλογές. Το θέμα έπρεπε να είχε ήδη κλείσει αλλά η κυβέρνηση δεν το έκανε έγκαιρα. Ευθύνη της μεγάλη.
Μέχρι σήμερα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η Ελληνική Δημοκρατία ακολουθεί αντι-απαγορευτικό δρόμο. Υπό το βάρος της νωπής τότε μνήμης του γεγονότος ότι το ΚΚΕ είχε τεθεί εκτός νόμου για σχεδόν τρεις δεκαετίες (1947-1974) , η Μεταπολίτευση αποφάσισε να είναι «γενναιόδωρη» δημοκρατία, και όχι «μαχόμενη» όπως αυτή, π.χ. της Γερμανίας που απαγορεύει ναζιστικά και κομμουνιστικά κόμματα.
Τη γενναιοδωρία αυτή μαρτυρά το γεγονός ότι ενώ το Σύνταγμα προβλέπει πως τα κόμματα πρέπει να υπηρετούν το δημοκρατικό πολίτευμα, δεν προβλέπει πουθενά απαγόρευση τους. Η δεύτερη μαρτυρία της γενναιοδωρίας είναι η πρόβλεψη ότι τα πολιτικά δικαιώματα μπορούν να αφαιρεθούν από υποψήφιο βουλευτή μόνο κατόπιν αμετάκλητης καταδίκης, και όχι πρωτόδικης ή ακόμα και τελεσίδικης. Θα πρέπει δηλαδή η δικαιοσύνη να έχει αποφανθεί μέχρις εξάντλησης ενδίκων μέσων.
Αυτή τη μεγαλοψυχία προβλέπεται ότι θα εκμεταλλευθούν μορφώματα που αναφέρονται στη Χρυσή Αυγή ώστε να διεκδικήσουν την ψήφο των Ελλήνων, ίσως και η Χρυσή Αυγή η ίδια. Θα το δεχθούμε; Ή μήπως έχουν ένα δίκιο αυτοί που λένε ότι «το φασισμό δεν τον απαγορεύεις, τον νικάς»;
Μήπως όμως η καταδίκη της ηγετικής ομάδας της Χρυσής Αυγής δεν ήταν νίκη κατά του φασισμού; Ασφαλώς και ήταν, και μάλιστα ιστορικής σημασίας. Φυσικά τους φασίστες δεν τους νικάς οριστικά μέσα στα δικαστήρια, αλλά και εκεί θα παλέψεις, όταν χρειαστεί. Αυτονόητο.
Σήμερα, λοιπόν δεν μιλάμε σε ιστορικό κενό, αλλά έχοντας ως κεκτημένη την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας. Εκεί, σε 12.700 σελίδες αποτυπώνεται, αναλυτικά και τεκμηριωμένα, η εγκληματική φύση και δράση μιας οργάνωσης που είχε μεταμφιεστεί σε πολιτικό κόμμα για να λειτουργεί ελεύθερα και με όλες τις ευχέρειες που αυτό της παρείχε.
Μόνο αν ληφθεί υπόψη η συγκεκριμένη ετυμηγορία μπορούμε να σκεφτούμε συνταγματικούς περιορισμούς στο ενδεχόμενο εκλογικής καθόδου των απογόνων της ή της ίδιας. Το μόνο πραγματικά στέρεο νομικό γεγονός που έχουμε εδώ ως προηγούμενο είναι η απόφαση που καταδικάζει άτομα για πράξεις κι όχι για φρονήματα.
Δύο είναι οι δρόμοι που αντιλαμβάνομαι ως πλέον δόκιμοι διαζευκτικά:
Ο πρώτος είναι ότι οι καταδικασθέντες για σύσταση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση που σχετίζεται ευθέως και συνδέεται άμεσα με την πολιτική τους δράση δεν θα μπορούν να συμμετέχουν σε εκλογικούς συνδυασμούς κανενός κόμματος. Μπορούν να είναι μόνο ανεξάρτητοι υποψήφιοι. Και ως εκεί. Δεν το θεωρώ και λίγο. Σε άλλα κράτη, ούτε αυτό θα ήταν.
Η δημοκρατία ανεκτική είναι. Δεν είναι ανόητη. Κοινώς, ο Κασιδιάρης δεν θα μπορεί να είναι υποψήφιος με κόμμα. Αν όμως βάλει τον (όποιον) ξάδελφό του αχυράνθρωπο (ξάδελφο που έχει το ίδιο όνομα και επίθετο, όπως λέγεται) αυτό, όσο ελληνικά τραγελαφικό ή εξοργιστικό κι αν μας φαίνεται, θα το υποστούμε. Δεν έχουμε συνταγματική ή άλλη έλλογη δυνατότητα να το αποτρέψουμε, όσο κι αν το θέλουμε. Ο original Κασιδιάρης μπορεί να είναι ανεξάρτητος υποψήφιος μέχρις ότου καταδικαστεί αμετάκλητα. Σε συνδυασμό όμως πολιτικού κόμματος δεν θα μπορεί να είναι δεκτός.
Ο δεύτερος δρόμος δεν είναι αυτός του περιορισμού των συμμετοχών σε εκλογικές λίστες, αλλά η απαγόρευση των συνδυασμών καθαυτών. Προϋπόθεση είναι ένας ικανός αριθμός υποψηφίων να έχει προηγουμένως καταδικαστεί για σύσταση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση που αφορά την πολιτική του δράση. Κι εδώ υπάρχει προηγούμενο: είναι η ρύθμιση με την οποία προβλέφθηκε μετά τη δολοφονία του Φύσσα η αναστολή χρηματοδότησης της Χρυσής Αυγής, έπειτα από την άσκηση ποινικής δίωξης.
Αν λοιπόν οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας – του ΚΚΕ συμπεριλαμβανομένου, θυμίζω – συνομολογήσαν πριν 10 σχεδόν χρόνια ότι αρκεί η ποινική δίωξη (η δίωξη, όχι η καταδίκη) του 1/5 των μελών της κοινοβουλευτικής ομάδας προκειμένου να ανασταλεί η κρατική χρηματοδότηση, τότε μπορούμε σήμερα να σκεφτούμε κάτι αντίστοιχο. Να αρκεί δηλαδή η πρωτόδικη καταδίκη για σύσταση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση ενός ικανού αριθμού υποψηφίων, ώστε ένας συνδυασμός να μην μπορεί να συμμετέχει στις εκλογές. Ουσιαστικά δηλαδή δεν θα απαγορεύεται το πολιτικό κόμμα, αλλά η εγκληματική οργάνωση που έχει εγκιβωτιστεί στην ηγεσία του.
Άλλες λύσεις που να αντέχουν την αναμέτρησή τους με το Σύνταγμα δεν βλέπω. Και κυρίως δεν βλέπω σε αυτές τις προτάσεις που επιθυμούν με ιδεολογικό πρόσημα «να εμποδισθούν οι ολοκληρωτισμοί που φαίνεται να επιβουλεύονται τη δημοκρατία» (Γ. Γεραπετρίτης). Το θέμα δεν είναι αν κάποιος γενικά κι αφηρημένα επιβουλεύεται τη δημοκρατία, αλλά αν έχει καταδικαστεί για εγκληματική δράση. Κι ως εκεί.
Η πρόταση της κυβέρνησης πέραν του ότι ανοίγει διάπλατα την πόρτα στη θεωρία των δύο άκρων, ανάγει σε ύπατο κριτή του προγράμματος των πολιτικών κομμάτων την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Αυτό όμως είναι απαράδεκτο. Κριτής των πολιτικών προγραμμάτων στις δημοκρατίες είναι ο κυρίαρχος λαός. Τελεία. Όχι οι δικαστές. Ο Άρειος Πάγος κουτάκια πρέπει να τσεκάρει στον έλεγχο που θα κάνει. Αν δηλαδή πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου και όχι αν το πρόγραμμα ενός κόμματος περνάει ή «κόβεται» στον έλεγχο. Το σενάριο αναγωγής της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου σε τροχονόμο του πολιτεύματος είναι εφιαλτικό για δημοκρατία.
Απ’την άλλη, η πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης ρητά αναφέρεται σε ναζιστικά και ρατσιστικά κόμματα. Ωστόσο και αυτή σκοντάφτει στο ίδιο επισφαλές εμπόδιο. Πάλι η ολομέλεια του Αρείου Πάγου θα κρίνει αν το πρόγραμμα του συνδυασμού είναι πολιτικά θεμιτό ή αθέμιτο, ναζιστικό, ρατσιστικό ή όχι. Οι δικαστές όμως, επαναλαμβάνουμε, μόνο πρότερες καταδίκες μπορούν να δουν και ως εκεί. Όχι να αξιολογούν πολιτικά ποιος είναι προβιβάσιμος και ποιος όχι.
Και φυσικά πέραν του επί της αρχής επιχειρήματος, υπάρχει και κάτι άλλο πιο απλό: σιγά μην είναι τόσο ηλίθιοι οι ναζί που θέλουν να κατέβουν στις εκλογές να γράφουν στα προγράμματά τους, τους πραγματικούς τους στόχους. Την πατρίδα θα λένε ότι αγαπάνε με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο άρρωστο μυαλό τους. Για τα υπόλοιπα θα κλείνουν το μάτι στους δικούς τους.
Θα πω τέλος ότι δεν είναι τυχαίο ή αμελητέο ότι παραλλαγές των δύο αυτών προτάσεων που ανέφερα, έχουν ήδη υποστηρίξει εξέχοντες νομικοί που κάθε άλλο παρά πολιτικά ομονοούν, όπως ο Νίκος Αλιβιζάτος, ο Θανάσης Καμπαγιάννης, ο Ξενοφών Κοντιάδης. Έχει κι αυτό πιθανώς τη σημασία του.
Δημήτρης Χριστόπουλος