Τελικά η κηδεία του ανθρώπου που υπήρξε κάτι σαν αρχηγός του ελληνικού κράτους σε ταραγμένη εποχή (η οποία με τη δική του συμβολή μετατράπηκε σε τυραννία) ήταν αυτό που άξιζε στα θλιβερά κατάλοιπα μιας αιματοβαμμένης κάτι σαν βασιλείας: Μια κηδεία οπερέτα για ένα καθεστώς οπερέτα, που με τα χέρια βουτηγμένα στο αίμα άρπαζε το χρυσάφι από τον ιδρώτα του ελληνικού λαού μαζί με την άχνα της ανάσας του. Από τα πολλά που γράφτηκαν, ας θυμηθούμε εδώ το πιο τραγικό. Μονάχα την περίοδο 1946-1951 με βασιλική βούλα, σφραγίδα και υπογραφή εκτελέστηκαν 4.851 άνθρωποι! Επαναλαμβάνω: 4.851 άνθρωποι. Κομμουνιστές, ήρωες του Αλβανικού Μετώπου και της Αντίστασης, συνδικαλιστές, φυσικοί λαϊκοί ηγέτες, τα καλύτερα μυαλά και οι εντιμότερες ψυχές που γέννησε σε άγριες εποχές τούτος ο τόπος και γι’ αυτό κατάφερε -όσο κατάφερε- να στέκεται ακόμα στα πόδια του.
Το τελευταίο κατάλοιπο αυτού του καθεστώτος προσπάθησαν να κηδέψουν δόξη και τιμή την περασμένη Δευτέρα το βαθύ κράτος και το βαθύ σύστημα. Και πέτυχαν μια κηδεία… σαρδανάπαλη. Ολίγον επίσημη και ολίγον ιδιωτική, ενός περίπου αρχηγού κράτους, κάπως ξεπερασμένου και κάπως όχι, σχεδόν δημοσία δαπάνη, αλλά και πάλι όχι ακριβώς… τέτοια.
Με τα τεμπελόσογα όλης της Ευρώπης να αποτίουν φόρο τιμής (τιμή ο Χουάν Κάρλος, που, άμα πάει στην Ισπανία, θα τον μπαγλαρώσουν!) υπό τις επευφημίες του γνωστού εσμού από βασιλοχουντικούς, ταβερνοφασίστες, οπαδούς του γυμνόκωλου «μακεδονισμού» και λοιπά υποκείμενα της stand up comedy.
Α, ναι, και με την προσβλητική παρουσία για την αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού δράκας βουλευτών, υπουργών και ενός πρώην πρωθυπουργού, του Αντώνη Σαμαρά. Που σε άλλο πολίτευμα ορκίστηκαν και άλλο πολίτευμα πήγαν να τιμήσουν. Ειδικά η προσβολή του Σαμαρά δεν έχει όμοιά της στη μεταπολιτευτική μας Ιστορία. Η καταισχύνη, εφεξής, θα τον συνοδεύει.
Ομως «σε τούτα δω τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει». Παρά τη βαρβαρότητα παραχάραξης της Ιστορίας και τη μανία χειραγώγησης από τα πέτσινα ΜΜΕ, ο ελληνικός λαός γύρισε την πλάτη. Σε τούτο το φέρετρο δεν ακούμπησε η Ελλάδα. Η Ελλάδα ακουμπάει στο φέρετρο των αδικοσκοτωμένων παιδιών της, των μεγάλων της τέκνων και των ποιητών της και τους κηδεύει πάνδημη, μαρμαίροντας σύγκορμη με τη μαρμαρυγή της Δημοκρατίας. Κι απέναντι στις ανοησίες τού κατά φαντασία «διαδόχου» εμείς θα έχουμε πάντοτε τον αποχαιρετισμό τού ναυτεργάτη Χρήστου Παντελίδη στον ποιητή του Νίκο Καββαδία (11.2.1975), με ένα από τα ωραιότερα κείμενα που γράφτηκαν ποτέ στην ελληνική γλώσσα, στην ίδια γλώσσα που γράφονται το ψωμί, το τραγούδι, ο ουρανός και ο αγώνας.
«Αγαπημένε σύντροφε ποιητή. Ο χθεσινός άνεμος έφερε σε εμάς τους ναυτεργάτες το πιο θλιβερό ραπόρτο. Το φορτηγό που περίμενες να σε πάρει καθυστέρησε. Είναι τραβερσωμένο καταμεσής του ωκεανού ζωσμένο στο πούσι. Στα ποστάλια τελείωσαν τα ματσακονίσματα, οι ναύτες κρεμασμένοι στις σκαλωσιές βάφουν τις άγκυρες τραγουδώντας τα δικά σου τραγούδια. Οι καπετάνιοι δοκιμάζουν την μπουρού. Το Σερβέυ σε λίγο τελειώνει. Ένας μαρκόνης ανήσυχος χθες αργά έστειλε το ραπόρτο του στα αγαπημένα σου μαραμπού να μην γρυλίζουν πια.
Αν ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική, εμείς δεν βρήκαμε τη δικιά μας ήπειρο να ξεμπαρκάρουμε έλεγες. Μα εσύ τι βρήκες;
Ποιο τσακισμένο καραβοφάναρο σε πέταξε σε αυτές εδώ τις στεριές; Πες μας αν είναι αυτό το λιμάνι που άθελά σου φουντάρισες, ετοίμασε και για μας ένα ντοκ να δέσουμε πρυμάτσα. Αγαπημένε μας ποιητή, καλό ταξίδι.
Δεν κουνάμε τα μαντίλια μας. Αυτά είναι για αταξίδευτους στεριανούς. Εμείς τα δικά μας τα πλέξαμε σαλαμάστρα και θα δέσουμε τις καινούργιες παντιέρες στα ξάρτια. Τις παντιέρες που στο κέντρο τους θα ’χουν τη γαλάζια σου ζωγραφιά. Αδελφέ μας ποιητή. Ξεκουράσου στην τελευταία σου κουκέτα, στην πιο μικρή καμπίνα που γνώρισε ποτέ ναυτικός. Εμείς θα πάμε για σκάντζα βάρδια. Ένα καράβι που πλέει αλάργα χαμένο στο πούσι αν βρει τη ρότα του θα μας πάρει. Για καλό κατευόδιο εμείς οι ναυτεργάτες σύντροφοί σου σου αφήνουμε λίγο φιλτραρισμένο από τα μάτια μας θαλασσινό νερό, είναι μαζεμένο απ’ τις θάλασσες, τον καθάριο βυθό».
Ας είναι σίγουροι λοιπόν: ποτέ κανένας βασιλιάς δεν θα αξιωθεί τέτοιον αποχαιρετισμό.
Κώστας Καναβούρης