Το φαινόμενο της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών δεν είναι καινούργιο.
Αυτό που φαίνεται να αλλάζει, είναι ότι τα παιδιά άρχισαν να καταγγέλλουν και να αποκαλύπτουν τα επιμελώς «κρυμμένα μυστικά» της πατριαρχικής οικογένειας. Άλλωστε, οι δράστες είναι οικεία πρόσωπα σε ποσοστό που ξεπερνά το 80%, ενώ συνήθως έχουν υπάρξει οι ίδιοι κακοποιημένα παιδιά.
Ωστόσο, η σεξουαλική κακοποίηση δεν είναι η μοναδική μορφή κακοποίησης των ανηλίκων. Τα όριά της είναι ασαφή και συχνά συνυπάρχει με άλλες μορφές κακοποίησης του παιδικού σώματος και της παιδικής ψυχής. Για τον λόγο αυτό χρειαζόμαστε ένα συνολικό και πολύπλευρο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την προστασία των παιδιών.
Πριν λίγες ημέρες η κυβέρνηση παρουσίασε ένα Σχέδιο Δράσης. Στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή, αποκαλύφθηκε πως οι στόχοι του συγκεκριμένου σχεδίου είναι αμιγώς επικοινωνιακοί. Η κύρια αγωνία, τόσο του πρωθυπουργού όσο και των υπουργών που τοποθετήθηκαν σχετικά, είναι να αλλάξει το «κλίμα» και η αρνητική εικόνα που έχει δημιουργηθεί στην κοινή γνώμη από τις υποθέσεις Λιγνάδη, Γεωργιάδη και Κολωνού.
Πιο συγκεκριμένα, το Σχέδιο Δράσης της κυβέρνησης εστιάζει στη σεξουαλική κακοποίηση, αγνοώντας το ευρύτερο φάσμα κακοποίησης των ανηλίκων. Δεν έχει προϋπολογιστεί και δεν έχει οριοθετηθεί χρονικά ως προς την υλοποίηση των όποιων δράσεων. Οι στόχοι του είναι αποσπασματικοί και κατακερματισμένοι, ενώ η απουσία ενιαίου και συνεκτικού μοντέλου προστασίας των παιδιών είναι εμφανής. Παράλληλα, εμμένει στην αστυνομική και ποινική αντιμετώπιση, και αδιαφορεί για την εκπαίδευση των γονιών, τη σχολική εγκατάλειψη, την ανάγκη υποχρεωτικής εκπαίδευσης των κληρικών, την άμεση προτεραιότητα να δημιουργηθούν κατάλληλες δομές και υπηρεσίες.
Συνεχίζει να υποτιμά τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, τα παιδιά των οποίων αποτελούν «εύκολη λεία» για κακοποιητικές συμπεριφορές. Αυτό που αρνείται να συνειδητοποιήσει η κυβέρνηση, είναι πως σε μια κοινωνία όπου πάσχει η μέριμνα (κρατική, γονική, παιδική), φαινόμενα όπως η φτώχεια, η αναπηρία, η φυλετική και πολιτισμική ευαλωτότητα, η σχολική διαρροή αποτελούν πρόσφορο έδαφος εμφάνισης και ανάπτυξης της παιδικής κακοποίησης.
Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, έχοντας αντιμετωπίσει ως κυβέρνηση μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές και ανθρωπιστικές κρίσεις στην πρόσφατη ιστορία της χώρας, υποστηρίζουμε πως για την προστασία των παιδιών χρειαζόμαστε ένα συνεκτικό σχέδιο δράσης εστιασμένο στην πρόληψη, στην έγκαιρη και έγκυρη ανίχνευση των περιστατικών, τη νομική προστασία και την ψυχοκοινωνική υποστήριξη του παιδιού – θύματος. Παράλληλα, προτείνουμε ειδικά μέτρα για τα παιδιά που είναι αντιμέτωπα με τη φτώχεια, την αναπηρία και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Ο ρόλος της εκπαίδευσης είναι ιδιαίτερα κρίσιμος τόσο για την πρόληψη όσο και για την ανίχνευση. Στο πλαίσιο αυτό απαιτούνται ειδικά μαθήματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, ήδη από το νηπιαγωγείο. Επίσης, τακτική και επαναλαμβανόμενη εκπαίδευση του προσωπικού σε σχολεία, βρεφονηπιακούς σταθμούς, ωδεία και κατασκηνώσεις. Αντίστοιχα, εκπαίδευση των γονιών γύρω από ζητήματα συμπεριφοράς και κακοποίησης, όπως και κατάλληλο πλαίσιο συνεργασίας εκπαιδευτικών και υπηρεσιών για τον εντοπισμό, τη διαχείριση και την αντιμετώπιση τέτοιου είδους περιστατικών.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να μειώσει την παιδική φτώχεια, να οργανώσει τα σχολικά γεύματα και να μειώσει τη σχολική εγκατάλειψη. Μεταξύ των πολλών δράσεων, υλοποίησε τη «Θεματική Εβδομάδα» στα γυμνάσια με θέματα συζήτησης γύρω από τις έμφυλες ταυτότητες, το σώμα, τα σεξουαλικά δικαιώματα, τη σεξουαλική βία. Η ομολογουμένως πετυχημένη αυτή δράση καταργήθηκε από τη σημερινή πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας λίγους μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της. Επίσης φρόντισε για την ένταξη των παιδιών προσφύγων στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, στοχεύοντας στην εξάλειψη του κοινωνικού τους αποκλεισμού. Στα ΕΠΑΛ τοποθέτησε καθηγητές – συμβούλους σχολικής ζωής και προσέλαβε ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς σε όλα τα σχολεία. Κι όλα αυτά σε συνθήκες «προικοδοτημένης» χρεωκοπίας, μνημονίων, επιτροπείας και άδειων ταμείων. Όμως ήταν ζήτημα πολιτικής επιλογής.
Αντίθετα, η κυβέρνηση της ΝΔ, με δημοσιονομική χαλαρότητα από την πλευρά της Ευρώπης, με παρακαταθήκη 36 δισ. ευρώ και με σοβαρούς πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης, «κατάφερε» να αυξήσει το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας και το ποσοστό παιδικής φτώχειας για το διάστημα 2019-2021. Εδώ και τρία χρόνια αρνείται να λάβει μέτρα προστασίας των παιδιών, ενώ οι πολιτικές της δημιουργούν διαρκώς εντάσεις τόσο στο οικογενειακό όσο και στο σχολικό περιβάλλον.
Το κυβερνητικό Σχέδιο που παρουσιάστηκε με χαρακτηριστική καθυστέρηση, ετοιμάστηκε για να μείνει στα χαρτιά. Δεν αποσκοπεί σε αλλαγές, συντηρεί τα δεδομένα και τις συνθήκες που γεννούν τις κακοποιητικές συμπεριφορές και ως συνήθως προτιμά να στραφεί στην εκ των υστέρων αστυνομική και ποινική αντιμετώπιση.
Χρειαζόμαστε διαφορετικό προσανατολισμό και αλλαγή παραδείγματος με οριζόντιες, στοχευμένες και συνεκτικές πολιτικές πρόληψης, έγκαιρης ανίχνευσης, πολυπαραγοντικής αντιμετώπισης και στήριξης. Χρειαζόμαστε πολιτικές επαναφοράς της οικογενειακής ηρεμίας και της σχολικής ειρήνης. Χρειαζόμαστε εμπλοκή και συνέργειες όλων των φορέων, έχοντας κατά νου πως για να υπάρξει ελπίδα πρέπει να γλιτώσει το παιδί.
Μερόπη Τζούφη