Το κείμενό μου το ονόμασα «Μια προσωπική συνομιλία», όχι με την έννοια του ιδιωτικού, αλλά με το βάρος μιας ουσιαστικής λογοτεχνικής-ποιητικής ομιλίας δύο ανθρώπων, που απέδειξε τη δυνατότητα που υπάρχει ανάμεσά μας να συνομιλούμε και να κατακτούμε τη δημιουργική επικοινωνία άνευ όρων ή όπως γράφει ο Τάσος:
Η συνομιλία μας δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά
μια συλλογή από θραύσματα
που τα βγάζουμε από τις τσέπες
πάνω στο τραπέζι
που γυρεύουν όμως να ολοκληρωθούν μέσα μας.
Ο Τάσος είχε την ενσυναίσθηση να ακουμπά σχεδόν παντού, να εκφράζει με τον λόγο τον ανθρώπινο φόβο, τον πόνο, τη χαρά, τον έρωτα και εκείνες τις μικρές χαραγματιές στις πανοπλίες των ανθρώπων, λεπτές και ανεπαίσθητες, που κρύβουν τις μεγάλες αλήθειες τους.
Προσωπική και ταυτόχρονα πανανθρώπινη γραφή, μια ανάμειξη του ιδιωτικού και του συλλογικού που δεν τη συναντάς συχνά, καθώς γνώριζε πως η μικροϊστορία των ανθρώπων κάνει πιο χειροπιαστή την υφή των συλλογικών επιπτώσεων και επιπλέον, ότι η ουσία του κόσμου βρίσκεται συχνά στην παρέκκλιση της γενικής παραδοχής του ορθού. Μακρύς ο λόγος του επ’ αυτού.
Γράφει σε μορφή διαλόγου:
-Θα πάμε στην κορυφή.
-Μα δεν έχει δρόμο…
-Ίσως γι’ αυτό…
Όταν ο εκτροχιασμός που σε βγάζει απ’ τις ράγες είναι η κύρια διαδρομή…
Ή σε άλλο ποίημα :
Δεν πρέπει να κατεβάζεις μονορούφι
και νηστικός τη λογική
θα παραπατάς.
Πάντα χρειάζεται μισή φέτα όνειρο
και λίγες θρούμπες ουτοπίες
για να βαδίσεις πάνω
στα κύματα.
Ενσυναίσθηση και κρυμμένες αλήθειες, μοναξιά και ζωή, επιμονή στην εξέγερση και την επανάσταση με λόγο χωρίς περιστροφές, γράφει:
εν μέσω ακρωτηριασμένου
πλήθους,
που χωρίς χέρια κρατούσε με τα
δόντια του την κόκκινη σημαία της
επανάστασης
Ποιητής με προσωπικές παραδοχές, ατέλειες και αδυναμίες που τις κοινωνεί και έτσι τις μοιράζεται, τις λυτρώνει από το βάρος και τις μετουσιώνει σε ελπίδα και φως.
Γράφει:
Τελικά θα πεθάνουμε πριν προλάβουμε να γίνουμε σοφοί,
γιατί δεν κάναμε όσα λάθη θα ‘πρεπε.
Και δεν θ’ αγιάσουμε,
γιατί δεν αμαρτήσαμε όσο αντέχαμε.
Ας κρατήσουμε το παράθυρο ανοιχτό. Ίσως έτσι το φως κουράζεται
λιγότερο να μπει στο δωμάτιο.
Συνταράσσει και προκαλεί με την αρχιτεκτονική των λέξεων του ποιητικού λόγου αποδίδοντας ένσαρκα τον πόνο της ανελευθερίας. Γράφει:
Εκείνη κραύγασε:
Στάζω γυμνή κι ανήμπορη να κλάψω.
Με τον λαιμό σπασμένο.
Στα δόντια η λέξη ματώνει
σαν τα έμμηνα της παρθένας που απορεί.
Πότε ο κόσμος θα σκάσει στην πυροστιά
σαν κάστανο;
Πότε η βία δεν θα κουλουριάζεται σαν οχιά στη βάλανο;
Παραμυθητικός και οιωνός ελπίδας, τρυφερός σαν μικρό παιδί, καθώς όπως υποστηρίζει, η ηλικία των ανθρώπων δεν ζυγίζεται με τα καντάρια της ημερομηνίας γέννησης ούτε από την ελαφρότητα ‘’όπως αισθάνεται ο καθείς’’, προβάλλει μια ανέλπιστη αθωότητα γεμάτη αισιοδοξία προεκτείνοντας το τώρα στο γεννώμενο μέλλον:
Έλα να ακουμπήσεις στο χαλάκι του
πραγματικού μου χρόνου που
το μάτισα
κλωστίτσα κλωστίτσα με τις
στιγμές εκείνες τις ορθές, που λες:
Ναι, αξίζει κανείς να ζει!
Κι ύστερα να σκεπαστείς
αφήνοντας
το χεράκι ξέσκεπο στα όνειρά σου
πάνω στο στήθος.
Ή αλλού:
Φύλαγα στις χούφτες μου τους
αναστεναγμούς μου, για να
σε λούσω με τις ανάσες της
ψυχής μου
κάθε που αδυνατούσες να
πετάξεις
κόντρα στον άνεμο του πλήθους.
Μην και κάποτε οι αναπνοές σου
γίνουν στιγμές που σου κόβουν την ανάσα.
Ο έρωτας σε όλες τις ποιητικές του συλλογές κατέχει σημαντικό κομμάτι. Πολλαπλές οι πτυχές του, αναπάντεχα ειπωμένες, αναζητούν κάθε στιγμή, μην χαθεί.
Πάθος, σώμα, πόθος, έλλειψη, πόνος, οδύνη, αγάπη, ανδρόγυνο, ζωή και ανάσταση, συμπλέουν, βυθίζονται και αναδύονται αναζητώντας διέξοδο στο όνειρο χωρίς δισταγμούς και αγκυλώσεις.
«Ο έρωτας ως η λαθραία οδός ανακατάληψης του οδοφράγματος πριν απολεσθεί οριστικά η αθωότης μας» γράφει.
Ή:
Η λέξη βροχή δεν μουσκεύει.
Η λέξη φωτιά δεν καίει.
Η λέξη ασπασμός δεν υγραίνει τη γλώσσα.
Η θωπεία του επιστολόχαρτου που γράφει σ’ αγαπώ δεν είναι σώμα.
Η ασύρματη επικοινωνία δεν έχει γεύση κόλπου ή φαλλού.
Στον έρωτα δεν χωράνε υποκατάστατα
ως κι η απεξάρτηση αποκηρύσσεται.
Μόνη διαφυγή η τρέλα, με κολλημένα χείλη σαν
χειροπέδες.
Ο ποιητής γνωρίζει ότι ίσως δεν πρόκειται να συναντήσουμε ή να κατακτήσουμε το απόλυτο αντικείμενο του έρωτα, όμως αρκείται να περισυλλέγει με ευλάβεια τα όμορφα θραύσματά του και έχει τη δύναμη να τα καλεί στο φως της ημέρας.
Δεν σκιαγραφεί μια ψευδή εικόνα του έρωτα ως προϊόν της επιθυμίας και μόνο. Ακούει και δίνει θέση στο άλλο πέρα από την ατομικότητα και προκύπτει τελικά μια νέα αντικειμενικότητα από τη σχέση της κατανόησης και της δύναμης του έρωτα:
Κι όταν εκείνη έχασε τα στήθη της
-πουλιά που φύγανε-,
εκείνος συνέχισε να κοινωνεί το
σώμα της.
Ήταν που απλά μια πεταλούδα φτερούγισε από
τις ρώγες της στους
τορνευτούς της ώμους και
στάθηκε
ορίζοντας το νέο σώμα.
Τα νέα μήλα της Αφροδίτης…
…αρχαία αγάλματα στο σχήμα τ’ ουρανού.
Διασώζοντας στις χούφτες του φωλιές έρωτα.
Στους αιώνες των αιώνων…
Ο έρωτας πάλι γίνεται τέχνη, έκφραση και ξεχείλισμα μιας πληρότητας.
Δεν υπακούει σε θεωρίες.
Ερμηνεύεται, ζωγραφίζεται από τον ποιητή άλλοτε σαν άνεμος άγριος και δυνατός και άλλοτε γαλήνιος ή ευδαίμων μελαγχολικός :
Ακροβατώ πάνω στο αόρατο νήμα των λέξεων που μου χάρισες.
Αν τις πάρεις πίσω, θα γκρεμιστώ.
Μόν’ βάλ’ τες σε μποτίλια στο πέλαγος, να ‘χει η γοργόνα
το παραμύθι της.
Κι εγώ θα ζω…
Οποιαδήποτε υποτροπή ή ψυχική χρεοκοπία γίνεται κάθε στιγμή μια υπέροχη ευκαιρία. Δεν μετανιώνει όταν δεν έχει επιλογή:
Όσο για τον πόνο, ναι, ο έρωτας είναι πόνος
κι η απώλεια το ίδιο κι η στέρηση.
Δεν επιζητώ τον πόνο.
Όμως, οσάκις προκύπτει δεν τον ξορκίζω.
Προσπαθώ να τον μετουσιώσω σε λάσπη
για να χτίσω τις δικιές μου φωλιές.
Για την ωοτοκία των υψιπετών αετών των ανυπότακτων ορέων.
Ο Τάσος εν τέλει στην ποίηση δεν θωρακίζεται, παραβιάζει τη σιωπή ανακαλύπτοντας τις μυστικές σχέσεις των εννοιών, περπατώντας σ’ αυτές σε βάθος με τη συνεχή αναζήτηση της καλλιγλωσίας ή μιας γλώσσας που συνδυάζει την ψυχή, τον νου και τους ήχους για να αναπαραστήσει το ορατό και το αόρατο του κόσμου.
Αυτή η διαδρομή τον οδήγησε στο ξέφωτο του ποιητικού λόγου.
Σκέφτομαι πως μια παρουσία μπορεί να σε πάει μέχρι εκεί που φτάνεις. Μια απουσία μπορεί να σε ταξιδέψει παντού, καθώς το παρελθόν, όπως υποστηρίζει και ο ίδιος, μέσα και έξω από την ποίηση, δεν είναι νεκρό, στην πραγματικότητα δεν είναι καν παρελθόν.
Πλέκεται με το παρόν αιωνίως, γι’ αυτό και ξορκίζει τον θάνατο αντιτάσσοντας τα στοιχεία εκείνα που συνιστούν τη μοναδικότητα της δικής του ύπαρξης.
Κι έτσι ο θάνατος δεν γίνεται συμφορά.
Γράφει στα Του Τέλους:
Όλα όσα μου δόθηκαν τα έχτισα μέσα μου.
Κάθε στιγμή είμαι αυτό που γίνομαι.
Όταν φεύγω δεν παίρνω αποσκευές τα δώρα που μου χάρισαν,
απλά γιατί είναι πλέον σάρκες μου, φλέβες μου κι ανάσες μου. Το
σακίδιο μου είναι άδειο.
Παίρνω μόνο αυτά που δίδαξα. Στα παιδιά μου, στους μαθητές μου, σ’ εσένα. Στην πραγματικότητα δεν δίδαξα, απλά δώρισα στους άλλους κομμάτια του εαυτού μου παραμένοντας ακέραιος. Και
αυτά είναι τα φτερά μου για το ταξίδι, τα πανιά για το πέλαγος.
Ένας όχι εντελώς θάνατος.
Εδώ ακριβώς στα λόγια του, μου έρχονται στον νου οι στίχοι του αρχαίου ποιητή Σιμωνίδη:
Η αρετή
στους βράχους, λένε, κατοικεί
απρόσιτη κι αγνή
κι απ’τους πολλούς αθώρητη.
τη βλέπουν κείνοι που μοχθούν
και οι γενναίοι.
Κλείνοντας, ή… όχι ακριβώς… αλλά, συνεχίζοντας αυτή τη συνομιλία, γράφω ένα ποίημά γι’ αυτόν:
Ερχόταν στα φεγγάρια μας
αστρόσκονη από κείνον
λαμποκοπούσε στα μάτια μας,
διέτρεχε το σώμα μας.
Ήταν εκεί στην ανοιχτωσιά
στα ουράνια σώματα
στη μακάρια γαλήνη,
όχι της ανυπαρξίας,
όχι της σιωπής,
μα της βαθιάς
και ανεξίτηλης ποιητικής
γραφής του.
Μαρία Τζώγα