Τις τελευταίες ημέρες βρίσκεται σε εξέλιξη μία συζήτηση στις γραμμές μας γύρω από το ζήτημα της χρήσης κακοποιητικού λόγου, που αρθρώνεται, ακούσια-εκούσια, σε δημόσιες τοποθετήσεις γυναικών και ανδρών στελεχών της Αριστεράς και του ευρύτερου χώρου της. Θεωρώ θετικό το γεγονός, γιατί μας ωθεί στο να κουβεντιάσουμε, επιτέλους, για ένα θέμα βαθιά πολιτικό και πολλαπλά δημοκρατικό, το οποίο στο παρελθόν υποτιμήσαμε ή και αγνοήσαμε.
Αλλά τι είναι ακριβώς ο κακοποιητικός λόγος, γραπτός ή προφορικός; Και πόσο ευδιάκριτο είναι το όριο που τον χωρίζει από έναν μη κακοποιητικό, και στην περίπτωσή μας από έναν αιχμηρό, ειρωνικό ίσως κ.ά., πολιτικά θεμιτό ωστόσο, λόγο; Είναι γνωστός και ως λεκτική επιθετικότητα, λεκτική βία, ψυχολογική επιθετικότητα κ.λπ. και αποτελεί τύπο ψυχολογικής / διανοητικής κακοποίησης, η οποία αναφέρεται στη χρήση προφορικής, χειρονομίας και γραπτής γλώσσας που απευθύνεται προς ένα θύμα. Περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, υποτιμητικούς όρους ή δηλώσεις που έχουν σκοπό να τρομάξουν, να ταπεινώσουν, να υποτιμήσουν μία/έναν άνθρωπο και μπορεί να οδηγήσουν σε ψυχική ή/και συναισθηματική δυσφορία το θύμα. Σε αυτή την κατηγορία θεωρώ πως ανήκουν τα σχόλια κορυφαίας δημοσιογράφου, με μακρόχρονη δημοκρατική ιστορία, όταν σχολίαζε την ενδυματολογική εμφάνιση γυναικών στελεχών της Νέας Δημοκρατίας στην πρόσφατη εκδήλωση της Προεδρίας της Δημοκρατίας, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να κάνει συσχετίσεις με την εκδιδόμενη ηρωίδα γνωστής ταινίας (Οι όποιες εξηγήσεις ακολούθησαν σχετικά με τις προθέσεις της, προσωπικά δεν με έπεισαν και ακόμα περιμένω τη συγγνώμη που οφείλει). Και δεν πρόκειται να αναφερθώ φυσικά στη χυδαία πρόσφατη ανάρτηση σελίδας «Φίλων του ΣΥΡΙΖΑ» των βορείων προαστίων, με θύμα όχι μόνο τον πρωθυπουργό και τη σεξουαλικότητά του, αλλά ολόκληρη τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα.
Ωστόσο, όλη η ανωτέρω συζήτηση επιβάλλει ιδιαίτερη προσοχή, καθώς η έννοια εξακολουθεί να αμφισβητείται ευρέως, ιδίως όσον αφορά τη σχέση της με την ελευθερία της γνώμης και της έκφρασης, τη μη διάκριση και την ισότητα, αλλά και με τη διασφάλιση της προστασίας του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης. Για να επανέλθουμε όμως στον σχετικό διάλογο που εξελίσσεται, οι αριστερές και οι αριστεροί, κατά τη γνώμη μου, δεν χρειάζεται να καταφεύγουν σε έναν τέτοιο λόγο, καθώς διαθέτουν μέγα πλήθος επιχειρημάτων και προτάσεων στην πολιτική τους αντιπαράθεση με τη Δεξιά. Δεν επιτρέπεται -σε καμία περίπτωση- να μεταφέρουν την πολιτική αντιπαράθεση, όπως σωστά ειπώθηκε, από το ταξικό, έμφυλο, οικονομικό, περιβαλλοντικό και όχι μόνο πεδίο στο πεδίο της βίας, της χυδαιότητας και συχνά της ανοησίας. Ειδικότερα, οι δημοσιογράφοι της Αριστεράς βαρύνονται με την υποχρέωση από τη μια να πληροφορηθούν και να κατανοήσουν τι ακριβώς συνεπάγεται κακοποιητικός λόγος -και υπάρχουν αρκετές σχετικές αναφορές στο Διαδίκτυο- και από την άλλη, να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές και προσεκτικοί, ώστε να αποφεύγουν τη χρήση του, για να μην φέρνουν τον χώρο και την παράταξη σε δύσκολη θέση.
Η Μαρία Γκασούκα είναι ομότιμη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου