Η ενεργειακή κρίση και η συναφής κρίση ακρίβειας ξεκίνησε πριν ένα έτος. Η ρωσική εισβολή στην Ου-κρανία προφανώς έχει επιδράσει ως καταλύτης σε μια εξαιρετικά δυσμενή κατάσταση που, όμως, προϋπήρχε.
Η προοπτική μιας κάθετης πτώσης του βιοτικού επιπέδου των ευρωπαϊκών κοινωνιών εντάσσεται, πλέον, ως αναπόδραστη βεβαιότητα στο λεξιλόγιο των πολιτικών ηγεσιών της Ευρώπης. Από την ανακοίνωση του «τέλους της αφθονίας» από τον πρόεδρο της Γαλλίας, μέχρι την απίθανη δήλωση του Έλληνα κυβερνητικού εκπροσώπου ότι «είναι αναπόφευκτη η πτώση του βιοτικού επιπέδου για αρκετό διάστημα», η οποία, απευθυνόμενη ειδικά προς την ελληνική κοινωνία και ιδίως τα λαϊκά στρώματα, εμπεριέχει μεγάλες ποσότητες θράσους.
Η προοπτική μιας κάθετης πτώσης του βιοτικού επιπέδου των ευρωπαϊκών κοινωνιών εντάσσεται, πλέον, ως αναπόδραστη βεβαιότητα στο λεξιλόγιο των πολιτικών ηγεσιών της Ευρώπης. Από την ανακοίνωση του «τέλους της αφθονίας» από τον πρόεδρο της Γαλλίας, μέχρι την απίθανη δήλωση του Έλληνα κυβερνητικού εκπροσώπου ότι «είναι αναπόφευκτη η πτώση του βιοτικού επιπέδου για αρκετό διάστημα», η οποία, απευθυνόμενη ειδικά προς την ελληνική κοινωνία και ιδίως τα λαϊκά στρώματα, εμπεριέχει μεγάλες ποσότητες θράσους.
Υπάρχουν, όμως, δύο ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν. Το πρώτο: εάν αυτές οι ηγεσίες συνειδητοποιούν ότι το «τέλος της αφθονίας» δεν επέρχεται τώρα, ούτε εμφανίστηκε ως δια μαγείας με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά είναι to μόνιμο μοτίβο εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία. Οι πολίτες καλούνται, για ακόμα μια φορά, να επωμιστούν το βάρος μιας κρίσης, της τρίτης κατά σειρά, μετά την κρίση του ευρώ και την πανδημία. Η λέξη «λιτότητα», άραγε, δεν τους θυμίζει τίποτα;
Το δεύτερο ερώτημα είναι εάν αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους ως σχολιαστή μιας πραγματικότητας που τους ξεπερνάει. Δηλαδή: σε ποιες ενέργειες προέβησαν και τι σκοπεύουν να κάνουν για να απαλύνουν τις επιπτώσεις μιας κατάστασης, η οποία σε μεγάλο βαθμό έχει διαμορφωθεί με δική τους ευθύνη, ως αποτέλεσμα είτε απραξίας, είτε εσφαλμένων επιλογών είτε συνειδητών πολιτικών.
Για παράδειγμα: ανεξάρτητα από την άποψη που μπορεί να έχει κανείς για την πολιτική αναγκαιότητα της επιβολής οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσία (και ποιων κυρώσεων), ως συνέπεια της εισβολής της τελευταίας στην Ουκρανία, δείχνει πολιτική ανοησία το σοκ και η αγανάκτηση με την οποία αντιδρούν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες, όταν ο στόχος των εν λόγω κυρώσεων επιλέγει να ανταποδώσει το οικονομικό πλήγμα, όπως και η απουσία σχεδιασμού για το πώς θα ανταποκριθεί η Ευρώπη σε αυτά τα αντίποινα. Το ίδιο ισχύει για την έλλειψη μιας μακροπρόθεσμης εκτίμησης του εάν αυτές οι κυρώσεις θα πλήξουν την Ευρώπη τουλάχιστον το ίδιο με τον στόχο τους.
Μήνες αφού η ΕΕ δεν έβλεπε κάτι στρεβλό στη δομή και τη λειτουργία της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας και απέρριπτε μετά βδελυγμίας οποιαδήποτε ιδέα για παρεμβάσεις, όπως η αποσύνδεση των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος από την τιμή του φυσικού αερίου ή η αναστολή, έστω, του χρηματιστήριου ενέργειας, η ίδια ανακοινώνει τη λήψη «έκτακτων μέτρων» και πλαφόν στις τιμές. Οι λόγοι της καθυστέρησης έχουν να κάνουν καθαρά με τη νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία, σε συνδυασμό με τη σκόπιμη επιδότηση της κερδοσκοπίας. Κορυφαίο παράδειγμα ως προς αυτό είναι, δυστυχώς, η Ελλάδα της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Όταν ο ίδιος ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ (μη όντας, και ο ίδιος, άμοιρος ευθυνών) τονίζει ότι εδώ και μήνες έπρεπε να είχαν ληφθεί μέτρα σχετικά με τα ανώτατα όρια τιμών και τη μεταρρύθμιση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας -κατηγορώντας, όμως, την Επιτροπή ότι έχασε χρόνο- η μόνη φράση που έρχεται στο μυαλό σε σχέση με τα περίφημα μέτρα που θα ανακοινωθούν προσεχώς είναι: «too little, too late».
Του Δημήτρη Βίτσα, Αντιπροέδρου της Βουλής των Ελλήνων, βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Δυτικής Αθήνας