Ομοιότητες και διαφορές του σκανδάλου τηλεφωνικών παρακολουθήσεων επί πρωθυπουργίας Κ. Καραμανλή, με θύμα και τον ίδιο –υπόθεση που δεν διαλευκάνθηκε ποτέ–, με τη σημερινή εκτροπή των… νόμιμων επισυνδέσεων στις συσκευές των Ν. Ανδρουλάκη, Θ. Κουκάκη και ποιος ξέρει πόσων και ποιων ακόμα.
Δεν είναι δυστυχώς στην Ελλάδα άγνωστο φαινόμενο οι μαζικές τηλεφωνικές παρακολουθήσεις πολιτών, κάτω από συνθήκες που παραβιάζουν ακόμα και την ελαστική σχετική νομοθεσία. Οσο για την παρακολούθηση πολιτικών προσώπων, η χώρα μας διαθέτει ασφαλώς ένα εξαιρετικά βεβαρημένο παρελθόν. Οι φάκελοι των ανεπιθύμητων διατηρήθηκαν ακόμα και στα χρόνια της Μεταπολίτευσης στις υπηρεσίες Ασφαλείας και καταργήθηκαν μόνο μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.
Τη θέση τους πήραν πιο εξελιγμένες μορφές παρακολούθησης και φυσικά οι τηλεφωνικές υποκλοπές. Είναι γνωστά δύο μεγάλα σκάνδαλα τηλεφωνικών υποκλοπών που ξέσπασαν τις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Κατά σειρά θεωρήθηκαν υπεύθυνες οι κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου (υπόθεση Τόμπρα) και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (υπόθεση Γρυλλάκη-Μαυρίκη).
Τότε ακόμα όμως υπήρχε μόνο το σταθερό τηλέφωνο του ΟΤΕ και φυσικά δεν είχε ακόμα ψηφιακή τεχνολογία. Οι παρακολουθήσεις γίνονταν με παγίδευση στα ΚΑΦΑΟ (τα κουτιά των συνδέσεων του ΟΤΕ) της γειτονιάς του παρακολουθούμενου. Και η λέξη «επισύνδεση» τότε είχε κυριολεκτική σημασία, εφόσον χρειαζόταν να συνδεθεί ένα καλώδιο ανάμεσα στη γραμμή του παρακολουθούμενου και μια συσκευή παρακολούθησης, τον αποκαλούμενο «κοριό».
Η επανάσταση του κινητού τηλεφώνου δυσκόλεψε αρχικά την τεχνική των υποκλοπών, εφόσον δεν αρκούσε πλέον ένα «καλώδιο», αλλά ταυτόχρονα άνοιξε μια τεράστια δυνατότητα για τις μυστικές υπηρεσίες να παρακολουθούν όχι μόνο τις συνομιλίες αλλά και τις κινήσεις των «στόχων», να πληροφορούνται άμεσα για τους συνομιλητές τους κ.λπ.
Η τεχνολογία των υποκλοπών εξελίχτηκε σε εκρηκτικό βαθμό τη δεκαετία του 2000, ειδικά την επαύριον της επίθεσης στους Δίδυμους Πύργους. Στην Ελλάδα θεωρήθηκε ότι πρέπει να επισπευστεί η εισαγωγή της τεχνολογίας αυτής εν όψει της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004 και ειδικά μετά από έντονες σχετικές πιέσεις των ΗΠΑ που θεωρούσαν πιθανό ένα τρομοκρατικό χτύπημα σε βάρος της αθλητικής τους αποστολής.
Τότε ήταν που έσκασε ένα πολύ μεγαλύτερο σκάνδαλο υποκλοπών στη χώρα μας, το οποίο δεν διαλευκάνθηκε ποτέ, παρά το γεγονός ότι διερευνήθηκε για έξι χρόνια (2005-2010). Το ενδιαφέρον σήμερα είναι ότι και σ’ εκείνη την περίπτωση μεταξύ των παρακολουθούμενων βρισκόταν ένας πολιτικός αρχηγός, και μάλιστα ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής. Αλλά οι αναλογίες με το σήμερα είναι περισσότερες και θα μας απασχολήσουν λίγο παρακάτω, γιατί ίσως μας βοηθήσουν να ξετυλίξουμε και το σημερινό κουβάρι αυτής της σκοτεινής υπόθεσης.
Για το σκάνδαλο αυτό έχουν γραφτεί πολλά δημοσιογραφικά κείμενα και σημαντικές επιστημονικές μελέτες. Αρκούμαι να συστήσω τις εργασίες του καθηγητή Μηνά Σαματά, ειδικευμένου στη μελέτη των σύγχρονων κοινωνιών παρακολούθησης, ο οποίος έχει δημοσιεύσει εξαιρετικά τεκμηριωμένα σχετικά κείμενα για την υπόθεση και τονίζει τρία σημεία για το σκάνδαλο του 2004-2005:
«Πρώτον, οι υποκλοπές τηλεφώνων είναι το “Olympics-gate” της Ελλάδας, δεδομένης της σχέσης τους με την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004. Δεύτερον, στελέχη της Vodafone και της ελληνικής κυβέρνησης επιχείρησαν ξεκάθαρα να συγκαλύψουν αυτό το σκάνδαλο. Τρίτον, το ελληνικό κράτος και οι δημοκρατικοί θεσμοί της χώρας εμφανίζονται ανυπεράσπιστοι απέναντι σε τέτοια εγκλήματα υψηλής τεχνολογίας» (Minas Samatas, «The Greek Olympic phone tapping scandal», στο Kevin D. Haggerty, Minas Samatas, «Surveillance and Democracy», Λονδίνο 2010, σ. 214).
Εχοντας διερευνήσει σε βάθος αυτή την υπόθεση με τη δημοσιογραφική ομάδα «Ιός» στην «Ελευθεροτυπία» θυμίζω ότι μέχρι σήμερα όχι μόνο δεν γνωρίζουμε τους δράστες των υποκλοπών του 2004-2005, αλλά δεν έχουμε σαφή εικόνα και για τα πραγματικά τους κίνητρα. Και πάνω απ’ όλα δεν υπάρχει οριστική απάντηση στην πιο τραγική πτυχή του σκανδάλου εκείνου, δηλαδή τον θάνατο του τεχνικού της Vodafone Κώστα Τσαλικίδη, που εμφανίστηκε ως αυτοκτονία, αλλά πολλά στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπήρξε θύμα δολοφονίας. Αλλά ας δούμε πού συμπίπτουν και πού διαφέρουν οι υποκλοπές του 2004 και του 2022.
■ Γιατί συγκάλυψη; Τώρα και τότε
◆ Θυμίζω ότι, αντίθετα από τις εκ των υστέρων δηλώσεις του κ. Μητσοτάκη και του κυβερνητικού εκπροσώπου, το σημερινό σκάνδαλο δεν αποκαλύφθηκε από την κυβέρνηση της Ν.Δ., αλλά από την ΑΔΑΕ, όταν απευθύνθηκε σ’ αυτήν ο κ. Ανδρουλάκης και εκείνη με τη σειρά της ζήτησε ενημέρωση από την εταιρεία Wind, στην οποία ήταν συνδρομητής ο ευρωβουλευτής και ήδη πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ.
◆ Με την υπόθεση του 2004-2005 τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. Η υπόθεση έγινε γνωστή στις 2.2.2006, με μια κοινή συνέντευξη Τύπου τριών υπουργών (Επικρατείας Θ. Ρουσόπουλος, Δημόσιας Τάξης Γ. Βουλγαράκης και Δικαιοσύνης Αν. Παπαληγούρας), οι οποίοι ανακοίνωσαν ότι 11 μήνες νωρίτερα είχε διαπιστωθεί κύκλωμα υποκλοπών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. Στη λίστα περιλαμβάνονταν πολιτικά στελέχη, υπουργοί και ο πρωθυπουργός. Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις οι παρακολουθήσεις είχαν ξεκινήσει πριν από τους Ολυμπιακούς της Αθήνας και συνεχίζονταν μέχρι τον Ιανουάριο του 2005.
Για 11 μήνες η κυβέρνηση της Ν.Δ. κρατούσε την υπόθεση κρυφή και η διερεύνηση ήταν υποτυπώδης, με αποτέλεσμα να δοθεί άπλετος χρόνος στους άγνωστους δράστες να καλύψουν τα ίχνη τους. Δεν είχε ενημερωθεί ούτε η ΑΔΑΕ που είχε ήδη συγκροτηθεί! Αλλά και όταν υποχρεώθηκε η κυβέρνηση να δημοσιοποιήσει την υπόθεση, έκανε ό,τι μπορούσε για να μη φτάσει η διερεύνηση σε κάποιο αποτέλεσμα.
■ Οι νόμιμες και οι παράνομες
◆ Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιμένει ότι δεν έχει καμία σχέση με τα κακόβουλα λογισμικά τύπου Predator και ισχυρίζεται ότι διενεργεί μόνο «νόμιμες επισυνδέσεις», έστω και σε ραγδαία αυξανόμενους ρυθμούς. Ωστόσο έχει αποκαλυφθεί (και το έχουν επισημάνει οι δημοσιογράφοι Τέλλογλου της «Καθημερινής» και Λαμπρόπουλος των «Νέων») ότι κατά διαβολική σύμπτωση και οι δύο αυτές μέθοδοι εφαρμόζονται στα ίδια άτομα, απλώς με διαφορετική σειρά. Στον κ. Ανδρουλάκη στάλθηκε μήνυμα από το Predator αλλά δεν πάτησε το σχετικό link και στη συνέχεια ξεκίνησε η «νόμιμη επισύνδεση» του τηλεφώνου του.
Ο κ. Κουκάκης υπήρξε στόχος «νόμιμης επισύνδεσης» και όταν το κατήγγειλε του στάλθηκε κι αυτού το Predator. Η διασύνδεση της νόμιμης με την παράνομη παρακολούθηση είναι το βασικό ερώτημα των ημερών. Αναπάντητες έχουν μείνει και οι σημαντικές αποκαλύψεις των «Reporters United» και της «Εφ.Συν.» για τις σχέσεις του κ. Δημητριάδη με εταιρείες που σχετίζονται με το Predator, ένα ρεπορτάζ που αναμεταδόθηκε και εμπλουτίστηκε από όλο τον Τύπο.
◆ Στην περίπτωση του 2004-2005 έχουμε και πάλι μια παράλληλη σχέση νόμιμων και παράνομων παρακολουθήσεων. Καθώς πλησίαζαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 η κυβέρνηση Καραμανλή επιδίωκε να ελέγξει τις τηλεφωνικές επικοινωνίες. Το περιγράφει τηλεγράφημα του Associated Press: «Ξεκίνησε η άσκηση οκτώ κρατών προκειμένου να ελεγχθεί η ασφάλεια των Αγώνων της Αθήνας και η κυβέρνηση επιθυμεί να επεκτείνει τις αρμοδιότητες επιτήρησης στον έλεγχο των τηλεφωνικών κλήσεων» (25.6.2004).
Στο ίδιο τηλεγράφημα αναφέρεται ότι «η Αθήνα ξοδεύει περισσότερο από 1,2 δισ. δολάρια για την ασφάλεια των Αγώνων. Η κυβέρνηση επιθυμεί να ελέγχει καλύτερα τις κλήσεις των κινητών και των σταθερών τηλεφώνων». Ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Βουλγαράκης κάλεσε τους εκπροσώπους των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας σε σύσκεψη και τους έθεσε το ζήτημα των «νόμιμων συνακροάσεων».
Εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι ήδη τότε υπήρχε εγκατεστημένο (αλλά όχι ενεργοποιημένο) από την Ericsson σύστημα διενέργειας νόμιμων συνακροάσεων στο λογισμικό της Vodafone. Η σύσκεψη δεν απέδωσε γιατί οι εταιρείες δεν δέχτηκαν να αναλάβουν το κόστος.
Από τον Ιούνιο άρχισαν να λειτουργούν τα περίφημα «τηλέφωνα-σκιές» και το «παρείσακτο λογισμικό» στο σύστημα της Vodafone. Μ’ αυτόν τον τρόπο άρχισε να ενεργοποιείται το ήδη εγκατεστημένο λογισμικό των νόμιμων συνακροάσεων.
Δικό μας –αλλά όχι αυθαίρετο– συμπέρασμα είναι ότι οι ίδιοι που επιδίωκαν πάση θυσία τη διενέργεια «νόμιμων συνακροάσεων» (δηλαδή η κυβέρνηση και οι εκπρόσωποι των επτά κρατών που είχαν επωμιστεί το ζήτημα της ασφάλειας), ενώ γνώριζαν ότι αυτό ούτως ή άλλως δεν ήταν νόμιμο, αναζήτησαν και βρήκαν έναν άλλο τρόπο να ενεργοποιηθεί αυτό το λογισμικό της Ericsson παρακάμπτοντας την κανονική διαδικασία.
■ Eνα υπερόπλο παρακολούθησης και οι απλές «επισυνδέσεις»
◆ Εχουν ήδη περιγραφεί με δραματικούς τόνους οι τρομερές δυνατότητες του Predator που το κάνουν να ξεχωρίζει από τους ανταγωνιστές του στον τομέα των κακόβουλων λογισμικών και ασφαλώς έχουν εκτοξεύσει την τιμή του. Μπροστά σ’ αυτές τις δυνατότητες, οι νόμιμες επισυνδέσεις ωχριούν. Αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, με κάποιο τρόπο οι δύο μέθοδοι παρακολούθησης αλληλοσυμπληρώνονται.
◆ Στο σκάνδαλο της περιόδου των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 είχε σχεδιαστεί η αγορά του υπερόπλου C4I, ενός ολοκληρωτικού συστήματος παρακολούθησης, της κοινοπραξίας των εταιρειών SAIC και Siemens. Η υπόθεση κατέληξε σε φιάσκο, το πανάκριβο σύστημα δεν παραδόθηκε εγκαίρως, ενώ και οι εταιρείες κατέληξαν σε δικαστική διαμάχη με το Ελληνικό Δημόσιο για την εξόφλησή τους. Καθώς φαίνεται, η καταφυγή στις υποκλοπές μέσω των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας ήταν μονόδρομος.
■ Οι στόχοι των υποκλοπών
◆ Μέχρι σήμερα η κυβέρνηση περιορίζει το «πολιτικό λάθος» των υποκλοπών σε ένα πρόσωπο, τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, χωρίς όμως πλέον να αποκλείει ρητά το ενδεχόμενο να έχουν «νομίμως επισυνδεθεί» και άλλα πολιτικά πρόσωπα και φυσικά δημοσιογράφοι. Αλλωστε ο τρομακτικός αριθμός των παρακολουθούμενων (πάνω από 15.000 το 2021) δεν επιτρέπει κανέναν εφησυχασμό.
◆ Στην περίπτωση του 2004-2005 ανακοινώθηκε αρχικά μια λίστα περίπου 100 ατόμων, στα οποία ανήκε ο ίδιος ο Κώστας Καραμανλής, πολλοί επιφανείς υπουργοί και στελέχη της διοίκησης, ενώ σε λίγες μέρες προστέθηκαν αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. και στρατιωτικοί. Αλλά δίπλα σ’ αυτούς, στη λίστα υπήρχαν ονόματα Αράβων, καθώς και γνωστών ακτιβιστών της Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου.
Το ερώτημα για την ταυτότητα εκείνου που παρακολουθεί ταυτόχρονα τον Κώστα Καραμανλή και τη δικηγόρο Κατερίνα Ιατροπούλου, τον Γιώργο Βουλγαράκη και τον Νίκο Γιαννόπουλο, την Ντόρα Μπακογιάννη και τον Γρηγόρη Τσιλιμαντό έχει μείνει μέχρι σήμερα αναπάντητο. Το σίγουρο είναι ότι αυτή η λίστα είναι, αν όχι πλαστή, τουλάχιστον «μαγειρεμένη».
■ Οι νομοθετικές ρυθμίσεις
◆ Ασφαλώς δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις που έχουν καταφύγει σε παράνομες υποκλοπές ή παρακολουθήσεις πολιτικών αντιπάλων φροντίζουν να δώσουν μια νομική κάλυψη στις ενέργειές τους και να προφυλαχτούν από την ενδεχόμενη αποκάλυψή τους.
Εχει επισημανθεί αναλυτικά από την «Εφ.Συν.» το γεγονός ότι η σπουδή της κυβέρνησης Μητσοτάκη να περάσει τον Μάρτιο του 2021 σε ένα άσχετο νομοσχέδιο μια διάταξη που αφαιρεί –και μάλιστα αναδρομικά– από τους παρακολουθούμενους για «εθνικούς λόγους» τη δυνατότητα να ενημερωθούν σχετικά μετά τη λήξη της παρακολούθησης (άρθρο 87 του ν. 4790/2021) συμπίπτει χρονικά με την έναρξη παρακολούθησης με «νόμιμη επισύνδεση» του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη.
◆ Με αντίστοιχο τρόπο, οι υποκλοπές «νομιμοποιήθηκαν» το 2005, όταν δεν ήταν πλέον δυνατή η χρήση των παράνομων λογισμικών. Το Προεδρικό Διάταγμα 47 που επιτρέπει τις νόμιμες συνακροάσεις εκδόθηκε στις 10.3.2005, τη μέρα δηλαδή που ο επικεφαλής της Vodafone στην Ελλάδα Κορωνιάς ενημέρωσε τον Γ. Αγγέλου και τον Γ. Βουλγαράκη για τις υποκλοπές. Στο άρθρο 6 ορίζεται ότι «σε περίπτωση που το τηλεπικοινωνιακό σύστημα ενός παρόχου διαθέτει τον κατάλληλο εξοπλισμό και το λογισμικό που απαιτείται για την άρση του απορρήτου, ο πάροχος υποχρεούται να τα ενεργοποιεί όταν του ζητείται από την αρμόδια αρχή».
■ Μια υπερδύναμη πίσω από τις υποκλοπές;
◆ Ενώ η κυβέρνηση επιμένει ότι υπάρχει μόνο ένα «πολιτικό λάθος» σε μια «νόμιμη επισύνδεση», ταυτόχρονα υποδεικνύει τη Ρωσία ως υπεύθυνη για το σκάνδαλο. Πρώτος ο Αδ. Γεωργιάδης στους «New York Times», στη συνέχεια κάποιος ανώνυμος συνεργάτης του πρωθυπουργού στους «Financial Times». Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια έμμεση έκκληση βοήθειας προς τις ΗΠΑ.
◆ Στη συνέντευξη Τύπου των τριών υπουργών της κυβέρνησης Καραμανλή που αποκάλυψαν με 11 μήνες καθυστέρηση τις υποκλοπές του 2004-2005 υποδείχθηκε ως κέντρο συγκέντρωσης των σχετικών σημάτων το τετράγωνο της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα. Η πρεσβεία δεν κατονομάστηκε, αλλά το μήνυμα δόθηκε.
Την εμπλοκή των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών στην υπόθεση περιγράφει και ο Αμερικανός πρώην διπλωμάτης Τζον Μπρέιντι Κίσλινγκ («An Olympian Scandal», «The Nation», 2.3.2006). Αλλά όλα τα στοιχεία συντείνουν στη βεβαιότητα ότι τουλάχιστον η πρώτη φάση των παρακολουθήσεων είχε την έγκριση και της ελληνικής πλευράς (http://www.iospress.gr/issues/ypoklopes.htm).
Ο έγκριτος δημοσιογράφος Ι. Κ. Πρετεντέρης μιλούσε το 2006 για «το μεγαλύτερο πολιτικό σκάνδαλο και το μεγαλύτερο ρεζιλίκι μιας κυβέρνησης μετά το 1974». Και πρόσθετε: «Σε όποια πολιτισμένη χώρα συνέβη κάτι έστω λιγότερο σοβαρό έφυγε η μισή κυβέρνηση, όταν δεν έφυγε ολόκληρη» («Το Βήμα», 7.2.2006). Αν έπρεπε να φύγει η κυβέρνηση τότε που η Ν.Δ. εμφανιζόταν ως το «θύμα», τι πρέπει άραγε να γίνει τώρα που είναι ο «δράστης»;
Δημήτρης Ψαρράς