Η κοινότητα αλληλεγγύης που δένεται στην συμβίωση ανεξαρτήτως καταγωγής και ο ελληνικός αθλητισμός που αποδεικνύεται ο καλύτερός της σύμμαχός ενάντια στην έπαρση της εθνικοφροσύνης και την ανοησία του φυλετισμού.
Το πρελούδιο ήταν ο ανταγωνισμός Βερούλη-Σακοράφα στο νεόκτιστο Ολυμπιακό της Αθήνας το 1982. Το χρυσό που άλλαξε τη ρότα ήταν του Πύρρου Δήμα στους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης. Με διαδικασία εξπρές, το 1992, ο νεαρός αρσιβαρίστας από τη Χιμάρα της Αλβανίας απέκτησε λίγες μέρες πριν ταξιδέψει για την Ισπανία την ελληνική ιθαγένεια, προκειμένου να μπορέσει να αγωνιστεί με τα ελληνικά χρώματα.
Από τότε υπάρχουν σκαμπανεβάσματα με επιτυχίες. Πριν ήταν αλλιώς. Μόνο χαμηλές πτήσεις.
Σήμερα πλέον νομίζω ότι μπορούμε να χωρίσουμε σε δύο περιόδους τη διάρκεια αυτή. Η πρώτη ξεκινάει με το θρυλικό «για την Ελλάδα ρε γαμώτο» της Βούλας Πατουλίδου στη Βαρκελώνη, μαζί με την άνθηση της άρσης βαρών, και καταλήγει με την παρακμή που ακολούθησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004.
Είχε κι έχει μεγάλη σημασία ο λαός να φουσκώνει τα στήθια του με περηφάνεια για τους αθλητές του, αυτόχθονες και μη. Όλοι βλέπαμε πριν από 20 χρόνια ότι ο συμπαθής Γεωργιανός αρσιβαρίστας δεν ήξερε τον εθνικό ύμνο που έπαιζε μετά τα χρυσά του, αλλά δεν πείραζε. Τα μετάλλια να έρχονται… Η Ελλάδα εκείνην την εποχή μετρούσε ήδη στον πληθυσμό της ένα εκατομμύριο μετανάστες, οι οποίοι ήταν καταδικασμένοι είτε να ζούνε χωρίς χαρτιά, είτε να στήνονται με τις ώρες σε ουρές για να ανανεώσουν τις άδειές τους κάθε λίγο και λιγάκι.
Και φυσικά «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι» εκτός αν ήσουν ταλαντούχος πρωταθλητής. Μάλιστα το 2004, το περάσαμε και στον Κώδικα Ιθαγένειας για να ευθυγραμμίσουμε το νόμο με την έντιμη πρακτική μας. Κάπως έτσι πήγαιναν τα πράγματα ώσπου η φούσκα της άρσης βαρών έσκασε, οι δύο φουσκωμένοι σπρίντερ μας βρέθηκαν ντοπέ και μας πήρε σιγά σιγά η κάτω βόλτα.
Στο κατόπι, η Ελλάδα των Μνημονίων αδυνατούσε να πρωταγωνιστήσει πλέον στις αθλητικές διοργανώσεις. Σημείο τομής για τη μετάβαση στη νέα εποχή, αυτήν που έχουμε τώρα, είναι η μετάβαση του Γιάννη Αντετοκούμπο στον μαγικό κόσμο του ΝΒΑ, το 2013. Ο τότε πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, μανιασμένος πολέμιος της δυνατότητας των παιδιών των μεταναστών να αποκτούν ελληνική ιθαγένεια (η πεμπτουσία της μεταρρύθμισης του 2010, του «νόμου Ραγκούση») ξεπροβόδισε τον άρτι πολιτογραφημένο ανιθαγενή, με μια εικόνα της Παναγιάς, για το Μιλγούοκι. Κατά παρέκκλιση των νόμων που ο ίδιος είχε επιβάλει για όλους τους υπόλοιπους χωρίς το ταλέντο και το ύψος του…
Τα κατορθώματα του Greek freak την τελευταία δεκαετία στην Αμερική, και κυρίως η γλύκα του παιδιού αυτού εξοικείωσαν τους Έλληνες με την ιδέα ότι ένας πανύψηλος μαύρος που μεγάλωσε στην Ελλάδα και πήγε σχολείο εδώ μπορεί όντως να τους ανήκει. Και παλιότερα είχαμε μπασκετμπολίστες νατουραλιζέ, αλλά όλοι ξέραμε ότι έγιναν Έλληνες με πονηρό τρόπο. Αυτός όμως διέφερε. Ήταν πράγματι δικός μας.
Από το 2015 κι ύστερα μόνο οι έγκλειστοι της Χρυσής Αυγής είχαν το θάρρος να δηλώνουν δημόσια την αποστροφή τους για το πώς ένας «”πίθηκος” γίνεται Έλληνας». Οι υπόλοιποι μύστες του «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι», με πρώτο και καλύτερο το τρίο Γεωργιάδη, Βορίδη, Πλεύρη που κυβερνάνε αυτή την έρμη χώρα, αυτολογοκρίνονται. Πλέον είναι αντιδημοφιλές να πεις ότι η φοβερή ακοντίστρια με γονείς από την Αλβανία δεν θα έπρεπε να είναι Ελληνίδα.
«Σας κάνουμε τη ζωή όσο γίνεται πιο δύσκολη, προκειμένου να αποκτήσετε αντοχές για να κάνετε πρωταθλητισμό». Αυτή η ομολογία θα ήταν εντιμότερη. Διότι ο λόγος για τον οποίο τα παιδιά των μεταναστών στρέφονται στον αθλητισμό και αναλογικά φέρνουν περισσότερες επιτυχίες από τα παιδιά των ντόπιων δεν είναι άλλος παρά ότι έχουν μάθει περισσότερο στη δουλειά, στην αντοχή και στο ότι βλέπουν στον αθλητισμό μια υπόσχεση ταξικής κινητικότητας, πιο πειστική απ’ ότι οι υπόλοιποι. Αυτό δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, αλλά παγκόσμιο. Αφορά τον Έλληνα της Αμερικής, τον Τούρκο της Γερμανίας, τον Αλβανό της Ελλάδας, τον οποιονδήποτε ξεριζωμένο.
Με αυτά και μ’αυτά όμως, το όλο πρόσωπο των αθλητών έχει αλλάξει. Έγινε πιο γήινο, συμπαθέστερο, απαλλαγμένο από την έπαρση της επιβεβλημένης εθνικοφροσύνης και της εμπορικής κρούστας.
Στην εικόνα της εκπληκτικής γκαρσόνας από την Καρδίτσα, ο απλός Έλληνας βλέπει ένα success story που το νιώθει αυθεντικά δικό του. Στα άλματα του φοβερού παιδιού που απειλεί να σπάσει το παγκόσμιο ρεκόρ μήκους βλέπει ένα κανονικό άνθρωπο που άνετα τον ήθελε στην παρέα του να γελάει, να τρώει και να πίνει. Έχει σημασία αυτό. Γιατί, αντιθέτως, ακόμη και το γεγονός ότι ένας από τους καλύτερους τενίστες στον κόσμο είναι Έλληνας δεν δημιουργεί αυτομάτως ρίγη εθνικής υπερηφάνειας διότι το παιδί λέει πράγματα που δεν χωνεύονται εύκολα από τον μέσο άνθρωπο.
Κι αυτό καλό είναι όμως, σε τελευταία ανάλυση. Το γεγονός ότι κάποιος είναι Έλληνας δεν σημαίνει τα πάντα. Το να είσαι Έλληνας μόνο του δεν είναι διαβατήριο. Χρειάζεται κάτι άλλο.
Αυτό το «άλλο» είναι η πεμπτουσία του πολιτικού έθνους. Της κοινότητας αλληλεγγύης που δένεται στην συμβίωση ανεξαρτήτως καταγωγής. Γι’ αυτό ο ελληνικός αθλητισμός αποδεικνύεται ο καλύτερος σύμμαχος αυτής της τόσο σημαντικής κοινότητας. Ενάντια στην έπαρση της εθνικοφροσύνης και την ανοησία του φυλετισμού.
Και αυτό, πέρα από τα χρυσά και τις επιτυχίες, είναι πραγματικά πολύ καλό νέο!
Δημήτρης Χριστόπουλος