Τρία υπήρξαν τα βασικά χαρακτηριστικά της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε τα τελευταία περίπου 100 χρόνια, και ιδίως μετά το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου: α) η καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας και, συνεπώς, η θεσμοποίηση του ταξικού ανταγωνισμού στο πλαίσιο ενός πολυκομματικού συστήματος, β) το κράτος δικαίου που οριοθετεί την εξουσία της πλειοψηφίας και κατοχυρώνει τα δικαιώματα του ατόμου, γ) το κράτος πρόνοιας που εγγυάται την αξιοπρεπή διαβίωση των ασθενέστερων μέσω της άσκησης αναδιανεμητικών πολιτικών.
Ο τρίτος πυλώνας αυτού του κοινωνικοπολιτικού μοντέλου, που αποτέλεσε το προϊόν της μεταπολεμικής συναίνεσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, δεν άργησε να αποδειχθεί εύθραυστος. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, με αφορμή την πετρελαϊκή κρίση, ο κρατικός παρεμβατισμός στην οικονομία άρχισε να υποχωρεί και να ανοίγει τον δρόμο στην επικράτηση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος. Συνέπειες αυτής της μετάβασης υπήρξαν η συστηματική ιδιωτικοποίηση δημόσιων αγαθών, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και, κυρίως, η όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Όταν ενέσκηψε η επόμενη μεγάλη κρίση, η χρηματοπιστωτική του 2008, το βασικό επίδικο δεν ήταν άλλο από την εδραίωση ή την αμφισβήτηση της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας. Για τον λόγο αυτό, οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ έκριναν αναγκαία την πραγματοποίηση μιας σειράς νέων μετασχηματισμών, που αυτή τη φορά δεν περιορίζονταν στο πεδίο της οικονομίας, αλλά εκτείνονταν και σε εκείνο της λειτουργίας των θεσμών. Αξίζει, λοιπόν, να εστιάσει κανείς στις σύγχρονες μεταλλάξεις των δυτικών πολιτευμάτων, οι οποίες διαβρώνουν τόσο τον δημοκρατικό όσο και τον φιλελεύθερο χαρακτήρα τους.
Η λαϊκή κυριαρχία στις συμπληγάδες των διεθνών οικονομικών καταναγκασμών
Σκοπός κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος αποτελεί η διασφάλιση της αυτονομίας της πολιτικής κοινότητας. Στο πλαίσιο της λειτουργίας των αντιπροσωπευτικών θεσμών, οι πολίτες καλούνται να συγκρίνουν τα προγράμματα και τη δράση των πολιτικών κομμάτων, προκειμένου να αναδείξουν στην εξουσία εκείνα που θεωρούν ότι θα εκπροσωπήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα και τις ιδέες τους. Με βασικό γνώμονα, εξάλλου, την ιδεολογική αντιπαράθεση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, ο λαός αποφασίζει κατά κανόνα αν θα παραδώσει τη διακυβέρνηση της χώρας σε πολιτικές δυνάμεις που θέτουν ως αξιακή προτεραιότητα την κοινωνική δικαιοσύνη ή την οικονομική ελευθερία.
Την εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης το παραπάνω κρίσιμο ερώτημα έπαυσε να είναι απολύτως ανοιχτό, δεδομένου ότι η οικονομία εδραίωσε την πρωτοκαθεδρία της έναντι της πολιτικής. Υπό την κυριαρχία, δηλαδή, της ελεύθερης αγοράς, που επιτάσσει τη διαρκή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των εθνικών οικονομιών, οι κυβερνήσεις των εθνών-κρατών έχασαν εκ των πραγμάτων τη δυνατότητα εφαρμογής αναδιανεμητικών πολιτικών. Για παράδειγμα, καμία κυβέρνηση, είτε συντηρητική είτε σοσιαλδημοκρατική, δεν τολμά να αυξήσει σήμερα τους φορολογικούς συντελεστές των επιχειρήσεων, καθώς μια τέτοια απόφαση θα εκλαμβανόταν ως υπονομευτική για την οικονομική ανάπτυξη και, συνεπώς, θα επέφερε την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τους οίκους αξιολόγησης.
Η de facto αδυναμία των εθνών-κρατών να εφαρμόσουν δημόσιες πολιτικές, οι οποίες περιορίζουν σημαντικά την κερδοφορία του κεφαλαίου, καταγράφεται εδώ και αρκετές δεκαετίες διεθνώς. Μετά το ξέσπασμα, όμως, της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, αυτού του είδους ο σχετικός περιορισμός της λαϊκής κυριαρχίας προσέλαβε σε ορισμένες περιπτώσεις ασφυκτικές διαστάσεις. Είναι νωπές ακόμη οι μνήμες της μεταχείρισης που επεφύλαξαν διεθνείς οργανισμοί και ευρωπαϊκοί θεσμοί σε χώρες που βρέθηκαν στο χείλος της χρεωκοπίας. Για τα κράτη-οφειλέτες, η εξυγίανση της οικονομίας, με παράλληλη διατήρηση της ανταγωνιστικότητάς της, συντελέστηκε, κατ’ επιταγή των δανειστών, μέσα από θεσμικές οδούς που λειτούργησαν ως ένα είδος προκρούστειας κλίνης για τη δημοκρατική αρχή. Ειδικότερα, στην περίπτωση της Ελλάδας τα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής νομοθετήθηκαν μέσω έκτακτων διαδικασιών, οι οποίες επέφεραν τη συρρίκνωση του ρόλου τόσο της Βουλής όσο και των πολιτικών κομμάτων. Από τη στιγμή, άλλωστε, που το νεοφιλελεύθερο δόγμα της μείωσης των δημοσίων δαπανών και της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων υπήρξε ουσιαστικά αδιαπραγμάτευτο, ο αυταρχικός μετασχηματισμός του κράτους, κατά την περίοδο της κρίσης, δεν αποτέλεσε παρά λογικό συνεπακόλουθο στο θεσμικό επίπεδο.
Προς μια ιδιότυπη τυραννία της πλειοψηφίας;
Η υποβάθμιση των κοινοβουλευτικών θεσμών και η ραγδαία επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου της ελληνικής κοινωνίας επέφεραν μια βαθιά κρίση αντιπροσώπευσης, η οποία οδήγησε στην αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος, το 2012, και την ανάδειξη της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε έναν από τους βασικούς του πυλώνες. Αυτού του είδους η μετάβαση από έναν συναινετικό σε έναν συγκρουσιακό δικομματισμό δεν επρόκειτο να αφήσει ανεπηρέαστη ούτε τη φιλελεύθερη πτυχή του πολιτεύματος.
Ιδίως την τελευταία τριετία, κατά την οποία η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έπιασε εκ νέου το νήμα της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης της οικονομίας (μέσω των ιδιωτικοποιήσεων και της περαιτέρω απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων), καταγράφεται μια παράλληλη συρρίκνωση ουκ ολίγων ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Στο στόχαστρο τίθενται, κατά κύριο λόγο, εκείνες οι ελευθερίες, οι οποίες επιτρέπουν στις μειοψηφίες, πολιτικές και κοινωνικές, είτε να ασκούν κριτική στην εξουσία είτε να αμφισβητούν τις παραδοχές του κυρίαρχου λόγου. Βασικά παραδείγματα περιορισμού θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελούν: α) η μονομέρεια στην ενημέρωση και η υποαντιπροσώπευση των θέσεων των κομμάτων της αντιπολίτευσης, β) η συστηματική καταστολή των διαδηλώσεων και η αυστηροποίηση του σχετικού νομοθετικού πλαισίου, γ) η κατάργηση του ασύλου, η εγκατάσταση μόνιμης αστυνομικής δύναμης στα πανεπιστήμια και η υπονόμευση της πλήρους αυτοδιοίκησης των Α.Ε.Ι.
Πέρα, όμως, από αυτό το πλέγμα των περιορισμών των ατομικών ελευθεριών, η πολιτική εξουσία απολαμβάνει τα τελευταία χρόνια και το πρόσθετο προνόμιο να μην ελέγχεται ουσιαστικά από θεσμούς, όπως οι ανεξάρτητες αρχές, που θα έπρεπε να λειτουργούν ως αντίβαρα. Πιο χαρακτηριστική ίσως περίπτωση συνιστά η αδυναμία του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης να επιβάλει στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, σύμφωνα με τη συνταγματική του αποστολή, την «αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων».
Η έννοια του αυταρχικού φιλελευθερισμού
Οι μετασχηματισμοί της φιλελεύθερης δημοκρατίας προς μια σαφώς αυταρχική κατεύθυνση δεν φαίνεται να αποτελούν παροδικό φαινόμενο. Από τη στιγμή, ιδίως, που η διεθνής κοινότητα βρίσκεται σε μια παρατεταμένη κατάσταση έκτακτης ανάγκης κατά την τελευταία δεκαπενταετία, μπορεί πλέον να υποστηριχθεί με σχετική ασφάλεια ότι η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 επέφερε μια αλλαγή παραδείγματος σε ό,τι αφορά τη θεσμική λειτουργία του κράτους. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι στη διεθνή βιβλιογραφία πυκνώνουν τα τελευταία χρόνια οι αναφορές στην έννοια του «αυταρχικού φιλελευθερισμού».1 Παρ’ ότι ο όρος αυτός φαίνεται ενδεχομένως αντιφατικός, κατορθώνει να περιγράψει εύστοχα τη νέα πραγματικότητα που βρίσκεται υπό διαμόρφωση. Βασικά της χαρακτηριστικά συνιστούν η απόλυτη προστασία της οικονομικής ελευθερίας, ο περιορισμός μιας σειράς άλλων ατομικών δικαιωμάτων, αλλά και η ουσιαστική υποχώρηση της δημοκρατικής αρχής ως πραγματικής δυνατότητας των πολιτών να προσδιορίζουν το πλαίσιο εντός του οποίου ασκείται η πολιτική εξουσία.
Ο Aλέξανδρος Κεσσόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης.