Ο πόλεμος στην Ουκρανία οδηγεί σε όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των δυτικών χωρών και της Ρωσίας. Οι αντιρωσικές κυρώσεις δημιουργούν μεγάλα προβλήματα, όχι μόνο στη ρωσική οικονομία, αλλά κυρίως στις οικονομίες των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Αλεξάντρ Πάνκιν ανακοίνωσε στις 18 Μαΐου ότι μόλις ανοίγει η συζήτηση για τις εξαγωγές λιπασμάτων από την Ρωσία και την Λευκορωσία και τις εξαγωγές σιτηρών από την Ρωσία και την Ουκρανία, ενώ τα θέματα είναι ιδιαίτερα σύνθετα και απαιτούν χρόνο για την επίλυσή τους. Η τιμή του σιταριού στην ευρωπαϊκή αγορά έφτασε πλέον στα 435 ευρώ/τόνος και κινείται σε επίπεδα ρεκόρ. Σύμφωνα με το γερμανο-γαλλικό δίκτυο Arte, κύρια αιτία της ανόδου των τιμών είναι η επιβολή αντιρωσικών κυρώσεων.
Στις 16 Μαΐου γράφτηκε στην εφημερίδα Wall Street Journal ότι ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες διεξάγει διαπραγματεύσεις με χώρες, όπως η Ρωσία και η Τουρκία για το άνοιγμα των αγορών καλιούχων λιπασμάτων και την αποφυγή παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ προτείνει στη ρωσική πλευρά να ελευθερώσει τα πλοία που παραμένουν μπλοκαρισμένα, με ουκρανικά σιτηρά, στη Μαύρη Θάλασσα, αντιπροτείνοντας τη χαλάρωση των κυρώσεων εναντίον των ρωσικών και των λευκορωσικών λιπασμάτων (αποτελούν το 20% των παγκόσμιων εξαγωγών λιπασμάτων), γιατί διαφορετικά θα βρεθεί η ανθρωπότητα στη δίνη μιας «καταιγίδας πείνας».
Οι χώρες των G7 κατηγορούν την Ρωσία ότι παρεμποδίζει την εξαγωγή αγροτικών προϊόντων από την Ουκρανία και την καθιστούν υπεύθυνη για τια αυξήσεις των τιμών των καταναλωτικών προϊόντων. Η Μόσχα αντέδρασε στις κατηγορίες και ο υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ δήλωσε ότι το Κίεβο δεν επιτρέπει τη διέλευση δεκάδων πλοίων, που είναι δεμένα σε ουκρανικά λιμάνια και φορτωμένα με είδη διατροφής και σιτηρά, από τους ανθρωπιστικούς διαδρόμους.
Μεγάλες ελλείψεις σε λιπάσματα
Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιμετωπίζουν έντονα προβλήματα στην προμήθεια και την επάρκεια καλιούχων λιπασμάτων, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η Ρωσία και η Λευκορωσία συγκαταλέγονται στους μεγαλύτερους εξαγωγείς παγκοσμίως. Η κατάσταση αυτή προκαλεί μεγάλες ελλείψεις και οδηγεί στην άνοδο των τιμών. Ενώ τα τελευταία χρόνια το κόστος 1 τόνου αζωτούχων ή καλιούχων λιπασμάτων ήταν περίπου 200 – 300 δολάρια, σήμερα ξεπερνάει τα 1.700 δολάρια.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση εξετάζουν διάφορα σενάρια για την αντιμετώπιση των ελλείψεων και τη ραγδαία άνοδο των τιμών. Υπάρχει, μεταξύ άλλων, πρόταση για αντικατάσταση μέρους χημικών λιπασμάτων από οργανικά (κοπριά). Μια άλλη πρόταση είναι να δημιουργηθούν αποθέματα, κάτι αντίστοιχο με την ενέργεια και το συνάλλαγμα. Θεωρείται, ότι είναι δύσκολο να αντικατασταθούν τα ρωσικά αζωτούχα λιπάσματα, επειδή για την παραγωγή τους χρειάζεται φυσικό αέριο.
Η Κίνα καλύπτει με την παραγωγή της τις ανάγκες της για αζωτούχα, κυρίως ουρία και φωσφορικά λιπάσματα. Εισάγει από τη Ρωσία καλιούχα λιπάσματα.
Σύμφωνα με στοιχεία του ομοσπονδιακού τελωνείου η Ρωσία το 2021 πραγματοποίησε εξαγωγές 37,6 εκατομμυρίων τόνων λιπασμάτων, αξίας 12,5 δισ. δολαρίων. Η Ρωσία, από τον Μάρτιο, προχώρησε στη μείωση των εξαγωγών λιπασμάτων. Μεγάλες μεταφορικές εταιρείες (η ελβετική MSC,η δανική MAERSK και η γαλλική CMA CGM) σταμάτησαν τη θαλάσσια μεταφορά ρωσικών λιπασμάτων. Επίσης, απαγορεύτηκε στα ρωσικά εμπορικά πλοία να προσεγγίζουν λιμάνια των χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι εμπορικές σχέσεις της Ρωσίας με τις χώρες της Δύσης έγιναν πιο περίπλοκες και πιο γραφειοκρατικές μετά την αποβολή μεγάλων ρωσικών τραπεζών από το σύστημα SWIFT. Γίνονται διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρωσίας και άλλων χωρών (όπως της Κίνας και της Ινδίας) για την υπογραφή τριετών συμβολαίων προμήθειας ρωσικών λιπασμάτων που θα πληρώνονται σε κινεζικό γουάν ή ινδική ρουπία.
Περίπλοκη η κατάσταση με τα σιτηρά
Οι τιμές των σιτηρών συνεχώς αυξάνονται και εμφανίζονται μεγάλες ελλείψεις στην αγορά. Εκτός από τα προβλήματα με τα ρωσικά και τα ουκρανικά σιτηρά, σταμάτησαν και οι εξαγωγές σιτηρών από την Ινδία, λόγω της μεγάλης ξηρασίας. Η Δύση κατηγορεί την Ρωσία και η Ρωσία κατηγορεί τη Δύση για τον ακήρυκτο «πόλεμο των σιτηρών». Οι τιμές αυξήθηκαν, από τις αρχές του χρόνου, πάνω από 60% λόγω του ουκρανικού. Οι δύο χώρες κατείχαν το 1/3 των διεθνών εξαγωγών. Μεγάλες εταιρείες κατήγγειλαν μονομερώς μακροχρόνια συμβόλαια. Η Ευρωπαϊκή Ένωση απαγόρευσε τη συνεργασία με το εμπορικό λιμάνι του Νοβοροσίσκ, όπου φορτώνονται σε ετήσια βάση οι μισές εξαγωγές ρωσικών σιτηρών.
Μεγάλα και, προς το παρόν, ανυπέρβλητα προβλήματα εμφανίστηκαν στα ουκρανικά εμπορικά λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας (Οδησσός, Τσορνομόρσκ, Ισμάιλ), όπου είναι φορτωμένοι 25 εκατομμύρια τόνοι σιτηρών και δε μπορούν να εξαχθούν.
Η κρίση των σιτηρών έχει ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις σε χώρες, όπως ο Λίβανος και η Αίγυπτος, των οποίων οι προμήθειες σιτηρών από τη Ρωσία και την Ουκρανία ήταν πάνω από το 80%. Το ίδιο συμβαίνει και με τις χώρες της Αφρικής. Οι τελευταίες εξελίξεις οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε εκτεταμένη πείνα, ολόκληρες περιοχές.
Τα σιτηρά πλέον ονομάζονται «νέος χρυσός», αν και εμφανίζουν μεγάλη αστάθεια στις τιμές και έχουν περιορισμένη διάρκεια ζωής, γι’ αυτό γίνεται λόγος για την αποθεματοποίησή του. Θεωρείται ότι σε συνθήκες ύφεσης και αστάθειας στο συνάλλαγμα, είναι προτιμότερο μια χώρα να διαθέτει πρώτες ύλες, παρά αποταμιεύσεις.
Μιχάλης Ρένεσης