Macro

Born in the USA

Το ταξίδι Μητσοτάκη στις ΗΠΑ πραγματοποιήθηκε σε μια κρίσιμη περίοδο γεωπολιτικής μετάβασης και, ταυτόχρονα, καπιταλιστικού μετασχηματισμού σε έναν πολυπολικό κόσμο.

Αποτελεί σημαντικό γεγονός, γιατί επισφραγίζει την περαιτέρω απομάκρυνση από την παραδοσιακά πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική της χώρας και προς τη σταδιακή ευθυγράμμιση με τις επιθυμίες της Ουάσιγκτον. Βέβαια, οι λεπτές ισορροπίες σε σχέση με την Ευρώπη τηρούνται, αλλά η πλάστιγγα γέρνει πλέον πολύ εμφανέστερα προς την αμερικανική πλευρά σε όλα τα επίδικα, με τρόπο που δεν έχει συμβεί από τη μεταπολίτευση και μετά.
Το κλίμα ήταν όντως θερμό, αλλά το γεγονός οφείλεται μάλλον στη φιλοαμερικανική μετατόπιση κατά την τριετία Μητσοτάκη, παρά σε κάποια ουσιαστική αλλαγή θεώρησης των ΗΠΑ για την ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης και Αν. Μεσογείου. Με λίγα λόγια, τα χειροκροτήματα και οι δεξιώσεις δεν αντανακλούν τη γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας, αλλά το καλωσόρισμα Μητσοτάκη στον πιο στενό φιλοαμερικανικό άξονα στον ευρωπαϊκό χώρο.
Ναι σε όλα
Στην αμερικανική ατζέντα, κυρίαρχο ήταν το Ουκρανικό και οι ελληνικές εξυπηρετήσεις προς τις ΗΠΑ, η Ελλάδα ως ενεργειακή πύλη της ΕΕ, ο νέος ρόλος της Ελλάδας στη ΝΑ πτέρυγα του ΝΑΤΟ έναντι της Ρωσίας και οι πωλήσεις στρατιωτικού υλικού στο παρόν και στο μέλλον. Ο Μητσοτάκης συμφώνησε σε όλα, χωρίς εμφανή ανταλλάγματα, και έθεσε πλαγίως (για να μην ενοχλήσει) το ελληνοτουρκικό και το κυπριακό ζήτημα. Αλλά δεν πήρε από τον Μπάιντεν και το Κογκρέσο ούτε στήριξη στα προκείμενα, ούτε εγγυήσεις ασφάλειας, ούτε βέβαια αποτροπή πώλησης των αναβαθμισμένων F-16 στην Τουρκία, ούτε καταδίκη της τουρκικής επιθετικότητας. Όπως, άλλωστε, δήλωσε ο αμερικανός ΥΠΕΞ Μπλίνκεν, «η Τουρκία είναι ανεκτίμητος εταίρος στην περιοχή». Όσο για το Κυπριακό, ο Μητσοτάκης θυμήθηκε ότι «δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μια λύση δύο κρατών», σιωπά, όμως, όταν η γραμμή Αναστασιάδη οδηγεί σε αυτή τη λύση. Για την Πράσινη Ατζέντα δεν χρειάστηκε να μιλήσουν: το θέμα της κλιματικής κρίσης είναι πλέον…εκτός ατζέντας.
Η ιστορία με τα F-35, τα οποία θα αργήσουν, καθώς είναι προβληματικά και μάλλον ακατάλληλα για αποτροπή σε Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο, εξυπηρετεί σαφέστατα αμερικανικές ανάγκες και, μάλιστα, με δυσβάστακτο κόστος για ένα κράτος που αντιμετωπίζει κρίση δημόσιου χρέους.
Η ανάδειξη της Ελλάδας ως ενεργειακού κόμβου είναι επίσης ένα σχήμα θολό και θεωρητικό και η υλοποίησή του θα εξαρτηθεί από τα αμερικανικά, τα ευρωπαϊκά, αλλά και τα τουρκικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή.
Το πολιτικό σχέδιο
Η εξωτερική πολιτική Μητσοτάκη και μια υφέρπουσα δουλικότητα απέναντι στην υπερδύναμη μπορεί να έχει προσωπικές και μικροπολιτικές παραμέτρους και ερμηνείες, πρωτίστως, όμως είναι συνυφασμένη με το πολιτικό σχέδιο Μητσοτάκη για την ελληνική κοινωνία. Ήδη, με το μίγμα ακραίου νεοφιλελευθερισμού και κοινωνικού συντηρητισμού, η χώρα αποκτά όλο και περισσότερο τα χαρακτηριστικά των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης (και εδώ ο καθένας μπορεί να ανατρέξει στα κριτήρια της αρεσκείας του, από τις ανατριχιαστικά παρόμοιες καμπύλες θνητότητας του Covid ή την εργατική και περιβαλλοντική νομοθεσία μέχρι τον ασφυκτικό έλεγχο των ΜΜΕ και του κρατικού μηχανισμού, τη διαφθορά, τα παραθυράκια στη νομοθεσία για τα «εγκλήματα του λευκού κολλάρου», τη σκανδαλώδη ασυλία των τραπεζών, τα βασανιστήρια στη ΓΑΔΑ, την επιρροή της Εκκλησίας στη δημόσια ζωή κτλ.), μόνο και μόνο για να προστατευθεί το χρεοκοπημένο μοντέλο της ελληνικής παρασιτικής ελίτ.
Ένα τέτοιο πολιτικό σχέδιο δεν ενδιαφέρεται να αξιοποιήσει -και να διευρύνει- τις δυνατότητες που προσφέρει το ευρωπαϊκό περιβάλλον για να προωθήσει μια παραγωγική, κοινωνική και εθνική ανασυγκρότηση (π.χ. Ταμείο Ανάκαμψης, δημοκρατικό κεκτημένο, πολυμερείς πρωτοβουλίες), αλλά το αντιμετωπίζει μόνο ως ευκαιρία παρασιτικής λειτουργίας του ελληνικού καπιταλισμού σε υψηλότερο επίπεδο. Στο κομβικό αυτό ζήτημα, οι ιστορικές συγκρίσεις με χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ιρλανδία ή και η Ισπανία είναι καταθλιπτικές. Έτσι, η κυβέρνηση Μητσοτάκη πολύ πιο εύκολα ολισθαίνει προς τον ανατολικοευρωπαϊκό φιλοαμερικανικό άξονα (Πολωνία, Ουγγαρία), αδιαφορώντας για τη ζημιά που επιφέρει στην Ευρώπη η αμερικανική γραμμή στο ουκρανικό, πολύ περισσότερο αδιαφορώντας για τη χειραφέτηση της Ευρώπης ή την παγκόσμια ειρήνη.
Η κρίσιμη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης και την αναθεώρηση των ευρωπαϊκών Συνθηκών είναι στην κορυφή της ατζέντας, με την ελληνική κυβέρνηση πρακτικά απούσα. Πρόσφατα, ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Ντράγκι συζήτησε στην Ουάσιγκτον τις νέες κόκκινες γραμμές του Μπάιντεν, χωρίς να είναι σαφές εάν η Ουάσιγκτον θα επιμείνει στην αλλαγή καθεστώτος στη Ρωσία ή θα επιδιώξει τον ρόλο του παγκόσμιου ειρηνοποιού. Οι εκλογές στις ΗΠΑ τον Νοέμβρη (midterms) καθορίζουν τις επιλογές Μπάιντεν, αλλά η διεθνής άνοδος των τιμών δεν διαμορφώνει ευνοϊκές συνθήκες για τους Δημοκρατικούς.
Ο επεκτατισμός της Τουρκίας
Βέβαια, η στρατηγική Μητσοτάκη -όπως και καμία άλλη- δεν μπορεί να ευοδωθεί εάν δεν συγκρατηθεί ο επεκτατισμός της Τουρκίας. Η γειτονική χώρα προσπαθεί να γίνει η περιφερειακή υπερδύναμη που θα ηγεμονεύσει όχι μόνο στον σουνιτικό άξονα ενάντια στο σιιτικό Ιράν, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, των Βαλκανίων, της Αφρικής και της Κ. Ασίας. Είναι μέλος των G-20, με πολύ καλές προοπτικές για το μέλλον. Εξ ου και η διττή πολιτική της έναντι των τριών υπερδυνάμεων, η μη επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία, καθώς και η ενίσχυση των σχέσεών της με την Κίνα, μέσω της Belt &Road Initiative. H επαναπροσέγγισή της με Σ. Αραβία και ΗΑΕ, η επανεκκίνηση των σχέσεων με το Ισραήλ, η εισβολή στα κουρδικά εδάφη και ο ενεργός διπλωματικός ρόλος της στο ουκρανικό είναι τα νέα στοιχεία. Η Τουρκία, όμως, χρειάζεται θαλάσσια κυριαρχία για να γίνει περιφερειακή υπερδύναμη και η Αν. Μεσόγειος είναι βασικό επίδικο. Για να τα καταφέρει, πρέπει να πιέσει Ελλάδα και Κύπρο να «προσαρμοστούν» στα δικά της σχέδια. Η ανάπτυξη της τουρκικής στρατιωτικής βιομηχανίας, σε βάρος της κοινωνικής ευημερίας, εντάσσεται στο αναθεωρητικό σχέδιο της.
Έτσι, η μόνη λύση στην εξίσωση που ο Μητσοτάκης έχει θέσει στον εαυτό του -και στη χώρα- είναι η γεωστρατηγική κάλυψη του παραδοσιακού μεταπολεμικού προστάτη της Ελλάδας, σε μια περιοχή όπου Ρωσία και Κίνα έχουν, επίσης, ισχυρά συμφέροντα και σε μια συγκυρία μεγάλης γεωπολιτικής ρευστότητας. Προστρέχει, λοιπόν, με περισσή αφέλεια, στην αγκαλιά της Ουάσιγκτον, προσφέροντας όλο και περισσότερα ανταλλάγματα, χωρίς να λαμβάνει κανένα πραγματικό εχέγγυο για την ασφάλεια και την ευημερία της ελληνικής κοινωνίας.
Χάρης Λογοθέτης, Λευτέρης Στουκογεώργος