Macro

Μια Κουβέντα με τη Σύζυγο του Σπύρου Μουστακλή στο Μέρος Όπου ο Ίδιος Βασανίστηκε από τη Χούντα

Γύρω στις 12 το μεσημέρι, μια γυναικεία φιγούρα εμφανίστηκε στην είσοδο του κτιρίου που στέγαζε κάποτε το ΕΑΤ–ΕΣΑ (Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας). Προχωρούσε με αργό, αλλά ήρεμο βηματισμό, λίγο κουρασμένη από το βάρος των χρόνων και το ακόμη πιο ασήκωτο βάρος της μνήμης. Ήταν μια πολλή ευγενική φυσιογνωμία, σχεδόν βγαλμένη από βρετανικό δράμα εποχής. Άφησε την τσάντα της στα παγωμένα σκαλοπάτια, πλησίασε την προτομή του Σπύρου Μουστακλή, σήκωσε λίγο τις μύτες των ποδιών της και τοποθέτησε με επιμέλεια μερικά ματσάκια βασιλικό. Την προηγούμενη φορά που τη συνάντησα εδώ, είχε αφήσει γαρύφαλλα.

Η Χριστίνα Μουστακλή, κάθε φορά που επιστρέφει στον τόπο μαρτυρίου του συζύγου της, φέρνει μαζί της λίγα λουλούδια από τις γλάστρες του σπιτιού της. «Συνέχεια έρχομαι. Είναι σαν εκκλησία για μένα. Ο άνδρας μου εδώ μπήκε όρθιος και βγήκε κομμάτια», λέει. Ο αντιστράτηγος Σπύρος Μουστακλής ήταν ένας αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού με δημοκρατικές πεποιθήσεις, σε μια εποχή που αποστρεφόταν τη δημοκρατία, την αιματηρή επταετία της στρατιωτικής δικτατορίας που επεδίωξε να συνθλίψει τη δύναμη αντίστασης των ανθρώπων. Δεν τα κατάφερε: Η αγαλματένια μορφή του αντιστράτηγου είναι εδώ, για να μας θυμίζει ότι η ηθική μπορεί να μείνει αλώβητη στις πιο αδιανόητες συνθήκες.

Ο χώρος αυτός έχει πάντα μια μελαγχολική αμφισημία, κουβαλάει ανατριχίλα και ιερότητα μαζί, κραυγές και σιωπές. Είναι μια τοπογραφία πόνου. «Εδώ μέσα θάφτηκε η ανθρωπιά και η αξιοπρέπεια. Κρανίου τόπος ήταν. Πολλοί κρατούμενοι πέρασαν από το ειδικό ανακριτικό τμήμα. Βασανίστηκαν, ταλαιπωρήθηκαν, κινδύνεψε η ζωή τους. Να σ’ έχουν όρθιο, νηστικό, χωρίς νερό και τροφή, να σε δέρνουν, να λιποθυμάς, να σε σηκώνουν και να σε δέρνουν ξανά. Αυτό γινόταν. Χώρια οι προσβολές και οι βρισιές. Ό,τι θέλανε έλεγα, για να σου σπάσουν το ηθικό. Υπήρχε μια στρατηγική ταπείνωσης σε όλο αυτό, να βλέπεις τον ΕΣΑτζή να νομίζει ότι έχει απόλυτο δικαίωμα πάνω σου. Αξιωματικοί κακοποιούσαν συναδέλφους τους αξιωματικούς. Φανταστείτε τι κτήνη ήταν αυτά», μου είπε με τρεμάμενη φωνή. Ζήτησε πολλές φορές συγνώμη για την ταραχή που της προκαλούσε η ανάκληση της μνήμης.

Κάτσαμε μπροστά από το κελί που βασανίστηκε ο άνδρας της. Στ’ αριστερά μας, ήταν η εμβληματική φωτογραφία με τον Αλέκο Παναγούλη να σκύβει πάνω από το κρεβάτι του Σπύρου Μουστακλή στην Πολυκλινική Αθηνών, δύο ισχυρά σύμβολα του αντιδικτατορικού αγώνα, σ’ ένα στιγμιότυπο σεβασμού και αλληλεγγύης. Στα δεξιά μας, το χαρακτικό του Τάσσου, ένα δωρικό πορτρέτο του Μουστακλή με στολή, οπλισμό στρατιώτη και φωτοστέφανο. Ο σπουδαίος χαράκτης δεν τον γνώρισε ποτέ: Φιλοτέχνησε την εικόνα του απ’ όσα άκουσε και διάβασε.

Κάτσαμε μπροστά από το κελί που βασανίστηκε ο άνδρας της. Στ’ αριστερά μας, ήταν η εμβληματική φωτογραφία με τον Αλέκο Παναγούλη να σκύβει πάνω από το κρεβάτι του Σπύρου Μουστακλή στην Πολυκλινική Αθηνών, δύο ισχυρά σύμβολα του αντιδικτατορικού αγώνα, σ’ ένα στιγμιότυπο σεβασμού και αλληλεγγύης. Στα δεξιά μας, το χαρακτικό του Τάσσου, ένα δωρικό πορτρέτο του Μουστακλή με στολή, οπλισμό στρατιώτη και φωτοστέφανο. Ο σπουδαίος χαράκτης δεν τον γνώρισε ποτέ: Φιλοτέχνησε την εικόνα του απ’ όσα άκουσε και διάβασε.

Κατά τη διάρκεια της Χούντας, μια ομάδα αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού ανέπτυξε αντιστασιακή δράση με σκοπό την ανατροπή της δικτατορίας. Το Κίνημα του Ναυτικού -όπως κωδικοποιήθηκε ιστορικά– θα εκδηλωνόταν στις 23 Μαΐου του 1973 και στις τάξεις του βρισκόταν και λίγοι αξιωματικοί της Αεροπορίας και του Στρατού, μεταξύ των οποίων και ο Σπύρος Μουστακλής. Ήδη από το βράδυ της 21ης Μαΐου, είχε διαφανεί ότι το Κίνημα είχε προδοθεί. Ξεκίνησαν μαζικές συλλήψεις και η ΕΣΑ εισέβαλε στον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας. «Εκείνη την ημέρα, η κόρη μου είχε πάθει ένα έγκαυμα, την πήγα στον γιατρό και γύρισα αργά το βράδυ στο σπίτι. Δεν ήταν εκεί. Πήρα τηλέφωνο τ’ αδέρφια και τους φίλους του. Δεν ήξερε κανείς τίποτα. Την άλλη μέρα το πρωί, η Ασφάλεια χτύπησε την πόρτα μας. Μπήκαν μέσα, τα έκαναν όλα φύλλο και φτερό. Τότε κατάλαβα, αλλά δεν ήξερα πού τον έχουν. Στην αρχή, πήγαινα στη Γενική Ασφάλεια. Με έδιωξαν. Μου είπαν να πάω στο ΕΑΤ–ΕΣΑ. Πήγαινα κάθε μέρα με την κόρη μου μαζί, που δεν ήταν ούτε 15 μηνών. Η πύλη ήταν τότε από την οδό Κόκκαλη. Ρωτούσα, άφηνα ρούχα και κουβέρτες, κανείς δεν μου απαντούσε. Έκανα ανακοινώσεις στην Deutsche Welle και στο BBC. Είχα απελπιστεί. Επί 47 ολόκληρες μέρες έψαχνα τον άνδρα μου», θυμάται η Χριστίνα. Ταράζεται, κομπιάζει, θολώνει λίγο το βλέμμα της, το στρέφει αλλού, σε κάποιο κενό σημείο του χώρου, σταματάει, ζητάει συγγνώμη και μετά από λίγο συνεχίζει.

Ήταν οι μέρες που ο αξιωματικός βίωσε όλη τη βαρβαρότητα του καθεστώτος στο κορμί του – οι μέρες της καθόδου του στα πιο άσχημα και σκοτεινά πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας. Βασανίστηκε άγρια στο κολαστήριο του ΕΑΤ–ΕΣΑ. Οι δήμιοί του ήθελαν να κλονίσουν τις αντοχές και το σθένος του, ώστε να ομολογήσει στοιχεία για τους συναγωνιστές του και τις λεπτομέρειες της επιχείρησης. Δεν τα κατάφεραν και αυτό γιγάντωσε τον ρεβανσισμό τους. Χτυπούσαν τον Μουστακλή, για να εκφοβίσουν τους υπόλοιπους. Τα βασανιστήρια δεν είναι μόνο ένα εργαλείο επιβολής και πειθάρχησης, είναι και ένα μέσο παραδειγματισμού. Η φωνή του ανθρώπου που βασανίζεται και η εικόνα του παραμορφωμένου σώματος λειτουργούν ως σοκ για τους υπόλοιπους, καθώς ενεργοποιούν μια αποκρουστική μελλοντική αναπαράσταση του εαυτού τους.

Για μέρες μετά, η επωδός «θα πάθεις ό,τι έπαθε ο Μουστακλής» αντηχούσε στ’ αφτιά των κρατουμένων του ΕΑΤ–ΕΣΑ. Τον παράτησαν, μόνο όταν βεβαιώθηκαν ότι του είχαν προξενήσει μεγάλη και μη αναστρέψιμη ζημιά. Στη δίκη των βασανιστών, που έγινε πολύ αργότερα, η κατάθεση του κατηγορούμενου Πέτρου ήταν αρκετά αποκαλυπτική: «Βρήκα τον Μουστακλή στο κελί του αναίσθητο, με τα ρούχα του γεμάτα ασβέστη και ακαθαρσίες». Από τις μαρτυρίες των κατηγορουμένων και τη διασταύρωση στοιχείων που ακολούθησε, προέκυψε ότι άφησαν αναίσθητο τον Μουστακλή το Σάββατο στις 12 το βράδυ και τον μετέφεραν στο 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο με καθυστέρηση μιας μέρας σχεδόν, την Κυριακή στις 9 το βράδυ. Μια συνειδητή καθυστέρηση, για να παγιωθεί η βλάβη και να περιοριστούν οι πιθανότητες αποκατάστασης.

Η σύζυγός του αναβιώνει καρέ-καρέ την ένταση των ημερών: «Μια μέρα που πήγα στο ΕΑΤ–ΕΣΑ, με πήρανε μ’ ένα αυτοκίνητο και με πήγανε στο 401. Εκεί είχαν πάει τον Σπύρο. Του έκαναν εισαγωγή με ψεύτικο όνομα -Μιχαηλίδης έλεγαν τα χαρτιά- και με αιτιολογία ότι είχε γίνει ένα τρακάρισμα στον Ιππόδρομο. Για να μη μάθει ο κόσμος τι είχε συμβεί, λέγανε ένα σωρό ψέματα. Όταν ρώτησα τον βασανιστή Σπανό γιατί το έκαναν αυτό στον άνδρα μου, απάντησε ότι δεν του κάνανε τίποτα, ότι έπεσε μόνος του, ότι μάλλον είχε κάποια πάθηση και διάφορες τέτοιες βλακείες. Ήταν υγιέστατος και σκληραγωγημένος. Αυτός, εξάλλου, ήταν και ο λόγος που δεν πέθανε πάνω στα βασανιστήρια. Τον είχαν σ’ έναν θάλαμο με δύο ΕΣΑτζήδες μέσα. Τα πόδια του ήταν μελανιασμένα. Είχε χτυπήματα παντού και σημάδια από καψίματα με τσιγάρα. Της υπολοχαγού Πολίτη, που δούλευε στο 401, της ξέφυγε και μου είπε πως όταν τον έφεραν, δεν μπορούσε να κοιμηθεί για τρεις μέρες, ήταν σαν ένα κομμάτι συκώτι. Ούτε που ξέρω αν τον πρόσεξαν εκεί μέσα, τι είδους νοσηλεία του παρείχαν. Στο ιατρικό συμβούλιο που έκαναν, δεν μ’ άφησαν να μπω μέσα, μου έκλεισαν την πόρτα στα μούτρα. Πήρα τον φάκελό του. Γιατρός ήμουν, κατάλαβα. Ο άνδρας μου είχε μείνει παράλυτος».

Δεν μπορούσε ούτε να κινηθεί, ούτε να μιλήσει. Η αρχική διάγνωση ήταν «αφασία κινητικού τύπου, με μπλοκαρισμένο το κέντρο της κίνησης και της ομιλίας, εξαιτίας του εγκεφαλικού που προκλήθηκε από βίαιο χτύπημα στην καρωτίδα». Έμεινε στο 401 μέχρι τον Αύγουστο του 1973. Με την αμνηστία του Παπαδόπουλου, κατάφερε η σύζυγος του να τον πάρει και να τον μεταφέρει στην Πολυκλινική Αθηνών. Από ’κει, έζησε την εξέγερση του Πολυτεχνείου. «Η Πολυκλινική ήταν πολύ κοντά στο Πολυτεχνείο. Άκουγε τι γινόταν, του εξηγούσαμε κι εμείς. Καταλάβαινε τα πάντα, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Έδειχνε, όμως, ότι ήταν ευχαριστημένος για την αντίδραση των νέων. Έπιανε με το αριστερό του χέρι το δεξί, που ήταν παράλυτο, μου το έδειχνε και μετά κοίταζε προς τα έξω. Μ’ αυτόν τον τρόπο μας έλεγε ότι ήθελε να βρίσκεται έξω, μαζί τους. Ήταν τρομερό αυτό», εξηγεί η Χριστίνα.

Μετά από λίγο καιρό, μεταφέρθηκε στο ΚΑΤ. «Ήταν το χειρότερο περιστατικό που είχε έρθει μέχρι τότε, ένα μαύρο σώμα, με πληγές παντού», είχε δηλώσει αργότερα η φυσιοθεραπεύτρια Ντία Τσερμπίνη που είχε βάλει σκοπό της ζωής της να τον βοηθήσει να περπατήσει. Ο Μουστακλής έζησε δυόμιση χρόνια στο δωμάτιο 609 του νοσοκομείου και βγήκε όρθιος από ’κει. Κουβαλούσε πολλά αποθέματα δύναμης μέσα του και μπόρεσε να περπατήσει ξανά. Δεν μπόρεσε να ξαναμιλήσει, όμως. Έβγαζε μόνο κάποιες άναρθρες κραυγές και ορισμένες σκόρπιες λέξεις, συνυφασμένες με την τραγική του εμπειρία στο ΕΑΤ–ΕΣΑ: Η λέξη «φάλαγγα» ήταν αυτή που ξεστόμισε τις περισσότερες φορές.

Τόσο στα κλιμάκια της Διεθνούς Αμνηστίας, όσο και στις σπάνιες τηλεοπτικές του εμφανίσεις, προσπαθούσε με μη λεκτικό τρόπο να περιγράψει τα σημεία που τον έκαιγαν με τσιγάρα, τα ηλεκτροσόκ που είχε υποστεί, το πώς τον κρεμούσαν από τα πόδια και τον χτυπούσαν με κλομπ και αναπαριστούσε το δολοφονικό χτύπημα που δέχτηκε στην καρωτίδα. Κυρίως, επαναλάμβανε με αποφασιστικότητα και περηφάνια μια κοφτή κίνηση στο στόμα του, για να μας πει ότι δεν έσπασε, ότι υπέμενε το μαρτύριό του, χωρίς να λυγίσει. Όσο καιρό έμεινε στο ΚΑΤ, οι γιατροί δέχονταν συχνά ανώνυμα τηλεφωνήματα που ρωτούσαν αν μίλησε ο Μουστακλής. Οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί του βασανισμού του είχαν πάντα την αγωνία μήπως καταφέρει να μιλήσει και αποκαλύψει τη φρίκη που έζησε. Εξάλλου, όπως αποδείχθηκε, το μοναδικό τους μέλημα ήταν να ξεφύγουν από τις ευθύνες τους και να γλιτώσουν την τιμωρία. Καμία συγγνώμη, καμία μεταμέλεια. Ο Πατακκός, όταν ρωτήθηκε μετά από χρόνια για την υπόθεση Μουστακλή, απλώς επιβεβαίωσε την κυνικότητα και την απαξία του προς την ανθρώπινη ύπαρξη: «Καλά του κάναμε. Να ησυχάσουμε. Η δύναμις επιβάλλεται δια παντός τρόπου. Ό,τι δεν λύνεται, κόβεται. Σπαθί»

Η Χριστίνα Μουστακλή, όπως και όλες οι οικογένειες των θυμάτων της Χούντας, σημαδεύτηκε από αυτά τα γεγονότα. Ένα κομμάτι του εαυτού της παραμένει πάντα αγκυλωμένο στο παρελθόν. Αυτό που την εξοργίζει ακόμη είναι ότι το ελληνικό κράτος δεν έκανε μια πραγματική κάθαρση, ώστε να ξεβράσει από το μηχανισμό του όσους τραυμάτισαν την ελληνική κοινωνία. «Εγώ δεν θυμάμαι τον πατέρα μου. Τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί, όταν ήμουν τεσσάρων ετών. Οι ταγματασφαλίτες κατέστρεψαν το σπίτι μας και η μητέρα μου αναγκάστηκε να πάρει τις δυο κόρες της και να φύγει. Αυτοί οι άνθρωποι, οι συνεργάτες των ναζί και οι απόγονοί τους. δεν έφυγαν ποτέ από τον κρατικό μηχανισμό. Η κόρη μου δεν άκουσε ποτέ τη φωνή του πατέρα της. Ήταν 15 μηνών, όταν τον πιάσανε. Μεγάλωσε στα νοσοκομεία. Οι άνθρωποι που άφησαν ανάπηρο τον πατέρα της, όμως, τη γλίτωσαν. Συνέχισαν κανονικά τη ζωή τους, σαν να μην συνέβη τίποτα. Όσοι ισχυρίζονται μέχρι και σήμερα ότι η Χούντα δεν έκανε και τίποτα κακό, ήταν οι συνεργάτες τους, αυτοί που είχαν βολευτεί, που δεν ήξεραν, δεν άκουγαν, δεν έβλεπαν. Λες και αυτό το κτίριο δεν ήταν στο κέντρο της Αθήνας, δίπλα στην Αμερικάνικη Πρεσβεία».

Ο Σπύρος Μουστακλής πέθανε στις 28 Απριλίου 1986. Μέχρι τον θάνατό του, πήγαινε κάθε χρόνο και άφηνε στεφάνι στο Πολυτεχνείο, στην επέτειο της εξέγερσης. Δεν μιλούσε, αλλά ταυτόχρονα έλεγε πολλά με τη ζωή και τη στάση του. «Ποτέ δεν μετάνιωσε. Έκανε το καθήκον του. Η πατρίδα τού έδωσε το όπλο για να την υπερασπιστεί, όχι για να της επιτεθεί», κατέληξε η Χριστίνα. Μάζεψε τα πράγματά της, μίλησε γαλήνια στον κόσμο που περίμενε να τη γνωρίσει, σκούπισε τα δάκρυα μιας γυναίκας που άκουγε τη συνομιλία μας και αποχαιρέτισε με ευλάβεια την προτομή του συζύγου της.

vice