«Επείγει ό,τι δεν γίνεται: ν’ αλλάξω παρελθόν», έγραφε ο αξέχαστος Γιάννης Βαρβέρης, επαναλαμβάνοντας, κατά κάποιον τρόπο, τον αρχαίο τραγικό Αγάθωνα: «Μόνου γαρ αυτού και θεός στερίσκεται αγέννητα ποιείν ασσ’ αν ή πεπραγμένα» (ακόμα και ο θεός δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει σαν να μην έχουν γίνει αυτά που έχουν γίνει).
Αφού λοιπόν δεν μπορούμε να αλλάξουμε το παρελθόν, εκτός κι αν είμαστε ιστορικοί (sic), καλό θα είναι να μην το εγκαταλείπουμε στην τύχη του, να μην το αφήνουμε «πεινασμένο» ώστε να το εκμεταλλεύονται διάφοροι επιτήδειοι της Ιστορίας για να το «ταΐσουν» με τις δηλητηριασμένες «τροφές» μιας σάπιας και φτηνής ύλης.
Και η «τροφή» για να κοιτάξουμε το παρελθόν μας, ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε, δεν είναι άλλη παρά το παρόν. Το παρόν είναι η τροφή του παρελθόντος. Και όσο πιο υγιής, δηλαδή απελευθερωμένη από ψεκασμούς, μεταλλαγμένες αιτιάσεις, δηλητηριασμένο χώμα και φονικό υδροφόρο ορίζοντα είναι αυτή η τροφή, τόσο το παρελθόν θα μας επιστρέφεται ως υγιής καρπός που θα ανατροφοδοτεί την προσπάθεια για ένα μέλλον αντάξιο του ανθρώπινου όντος. Ή, για να θυμηθούμε τον Ανδρέα Εμπειρίκο, «Αι γενεαί πάσαι ή η σήμερον ως αύριον και ως χθες».
Ό,τι κι αν συμβαίνει, μικρό ή μεγάλο, χρειάζεται να το βλέπουμε έξω από σχηματοποιήσεις και προ παντός έξω από τις υπερβολές ενός εκκωφαντικού συναισθηματικού θορύβου που δημιουργεί τους ηθικούς πανικούς και είναι το χειριστικό εργαλείο των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, ώστε να μετατρέπουν τα θύματά τους σε υποχείρια των επιδιώξεών τους. Αν ρίξουμε μια ματιά στο «καθολικό μας Πριν», από αυτό το σημείο του συναισθηματικού παροξυσμού, που οδηγεί στον εισαγγελικό, ξεκινούν όλοι οι φασισμοί. Από τους πολιτικούς φασισμούς με τις τερατώδεις εγκληματικές πράξεις μέχρι τους άπειρους, καθημερινούς μικροφασισμούς που οχλοποιούν συμπεριφορές και τακτοποιούν στο κατώτατο επίπεδο την υπόσταση του καθενός.
Η πρόσφατη συναυλία εναντίον της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και ο λυσσαλέος πόλεμος που της έγινε, με τρομακτικό όγκο συναισθηματικής κατασπατάλησης δυνάμεων προς κατανόηση του εγκληματικού γεγονότος, είναι ένα κραυγαλέο παράδειγμα. Αυτό ακριβώς είναι η τροφοδοσία της Ιστορίας με τη σάπια ύλη, τη φτηνή τροφή της χειραγώγησης.
Η σφαγή στην Ουκρανία είναι έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Όταν όμως αναγνωρίζεις σε ναζί την ιδιότητα του πατριώτη, ποντάροντας στο εκκωφαντικό συναίσθημα, τότε δεν πολεμάς το έγκλημα αλλά το συμπληρώνεις. Το συναίσθημα της αδικίας ενός ολόκληρου λαού, του γερμανικού, από τη συντριπτική εις βάρος του συνθήκη των Βερσαλλιών (1919) μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εκμεταλλεύτηκαν οι ναζί και είδαμε πού οδήγησε. Το έγκλημα του πολέμου εις βάρος της χώρας του συμπληρώνει και το καρτούν στην προεδρία της τραγικής Ουκρανίας όταν αναγορεύει, σαν να μην συμβαίνει τίποτα, τους ναζί σε πατριώτες: «Το Αζόφ είναι αυτό που είναι, υπερασπίστηκαν όμως την πατρίδα», είπε ο θλιβερός Ζελένσκι.
Αυτή είναι η μήτρα του τέρατος. Αυτή είναι η παχυσαρκία του παρελθόντος, που γεννάει ένα παρόν άρρωστα παχύσαρκο, με συνείδηση λιπώδους διήθησης και μάτια κλειστά από τη νύστα του εθισμού στην υπερβολική κατανάλωση κανιβαλισμού. «Ένας μπαξές γεμάτος αίμα / είν’ ο ουρανός» γράφει ο Μίλτος Σαχτούρης στον «Ελεγκτή», μόνο που αυτός ο αιμάτινος ουρανός δεν γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη.
Χρειάζεται να «δούμε» (τουλάχιστον σ’ αυτό τον τόπο) πίσω από το Τάγμα Αζόφ, να σηκώνεται μέσα στον μακά(β)ριο ύπνο του παρόντος και να παρατάσσεται η μακριά γραμμή των Ταγμάτων Ασφαλείας. Χρειάζεται να θυμηθούμε τι κόστισε σε αίμα Ελλήνων ο «πατριωτισμός» τους. Χρειάζεται να ξανακούσουμε τον κατοχικό νομάρχη Κοζάνης, Θέμελη, να λέει «Πας πολεμών τους Γερμανούς δεν είναι Έλλην» και να θυμηθούμε ότι η «πατρίς ευγνωμονούσα» τον έκανε υφυπουργό Εθνικής Άμυνας (1958 – 1961) με υπουργό τον «εθνάρχη» Καραμανλή.
Για να διαλύσουμε (ιστορικά) τον όχλο της Πάτρας χρειάζεται να πολεμήσουμε τις ανατριχιαστικές καταβολές που δημιουργούν την πολιτική, ηθική και αισθητική ποιότητα του εκφασισμένου όχλου. Δύσκολη δουλειά για τους «ελεγκτές» του ουρανού: «Πρέπει πάλι να ελέγξω / τ’ αστέρια / εγώ / κληρονόμος πουλιών / πρέπει / έστω και με σπασμένα φτερά / να πετάω» (Σαχτούρης).
Αυτή ακριβώς είναι η κληρονομιά μας.
Κώστας Καναβούρης