Ενόψει του 3ου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ–ΠΣ περισσότερο, αλλά και πάντα θα ήταν ωφέλιμο, επιβάλλεται να πούμε και να ματαπούμε για τους όρους που πρέπει να διεξάγεται ο διάλογος σε ένα κόμμα της Ανανεωτικής και Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Διότι σε ένα κόμμα αυτού του τύπου, ο διάλογος είναι φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό, οδηγεί με τον πιο συνθετικό τρόπο σε αποφάσεις και αποτελέσματα που είναι κοινοί στόχοι. Κίνδυνοι ποτέ δεν προέκυψαν από τον διάλογο, ακόμη και αν υπάρχουν αστοχίες στις τοποθετήσεις, ακόμα και υπερβολές. Προκύπτουν από το πώς αυτός διεξάγεται, πώς αντιμετωπίζεται η κάθε τοποθέτηση. Στη δική μας Αριστερά έχουμε κάνει σημαντικά βήματα, αλλά δεν είναι αρκετά. Στις γραμμές της, στον κόσμο μας καταγράφονται, ταυτόχρονα, και αποκαρδιωτικές υστερήσεις.
Αυτό το ζήσαμε την εβδομάδα που πέρασε μ’ αφορμή τη συνέντευξη του Ευκλείδη Τσακαλώτου στην «Καθημερινή» της περασμένης Κυριακής. Στα σόσιαλ μίντια ιδίως, αλλά και σε σάιτ, εξαπολύθηκε μια επιθετικότητα στα όρια της ανθρωποφαγίας. Ευτυχώς, δεν ακολούθησε ο Τύπος της Αριστεράς και ήταν αυτό ένα θετικό στοιχείο.
Αιτίες και κίνητρα που υπονομεύουν τον διάλογο, γενικώς, αφθονούν. Πρώτον, είναι οι πάντοτε παρόντες και παρούσες «Ηρακλείς του στέμματος», που σπεύδουν να «προστατεύσουν» τους κρινόμενους. Δεύτερον, είναι οι ίδιοι οι κρινόμενοι, που δεν μελετούν την ασκούμενη κριτική, να διακριβώσουν τι το σωστό –έστω και ενοχλητικό– περιλαμβάνει, αλλά τη θεωρούν ανταγωνιστική. Είναι όμως, τρίτον, και οι καραδοκούντες, δηλαδή όσες και όσοι επωφελούνται από ενδεχόμενες αστοχίες κατά την άσκηση του δικαιώματος του διαλόγου, για να ενισχύσουν στην εσωκομματική αντιπαράθεση θέσεις. Υπάρχουν, τέταρτον, και οι φοβίες των καλοπροαίρετων, μήπως μία κριτική παρατήρηση λειτουργήσει αρνητικά, ιδίως αν είναι ισχυρός και πολυκέφαλος ο πολιτικός αντίπαλος και η περίοδος κρίσιμη. Και τα δύο αυτά, όντως ισχύουν τώρα.
Το ότι ο Ευκλείδης συμπλήρωσε τις απόψεις που διατύπωσε στη συνέντευξη με μία ακόμη ανάρτηση και μία συνέντευξη κρίθηκε απαραίτητο, και έπραξε σωστά, αλλά ταυτόχρονα αποκαλύπτει και το πρόβλημα που θέσαμε πριν. Διότι όλοι γνωρίζουμε τις απόψεις του σ΄ όλα τα πεδία όπου παρεμβαίνει, ιδίως στο κομματικό, και όφειλε η καθεμιά και ο καθένας στο πλαίσιο αυτό να τοποθετήσει και τη συνέντευξή του και με βάση αυτό, αν έκρινε απαραίτητο, να του ασκήσει κριτική.
Αυτό θα ήταν το δίκαιο.
Υπάρχει, όμως, και η «συνιστώσα» των ΜΜΕ. Είναι πια ένας παράγοντας που δεν πρέπει να ξεχνάμε, καθώς παρεμβαίνει αρνητικά και όχι μόνο αφήνει μικρό περιθώριο να διεξαχθεί ένας διάλογος, αλλά και τον διαστρέφει. Είναι ένα συνεχές ναρκοπέδιο, που αφενός αποθαρρύνει, αφετέρου ωθεί σε αυτολογοκρισία. Αυτή την περίοδο ιδιαίτερα, διότι λόγω και του αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύματος και της πολιτικής ελέγχου του απ΄ την κυβέρνηση, βρισκόμαστε σε εξαιρετική δυσκολία να εμφανίσουμε αυθεντικά τις απόψεις μας, μαζί με διαφοροποιήσεις τους, στην κοινωνία. Αντίθετα από ό,τι συνέβαινε 2012 – 2014, που είχε εξουδετερωθεί από το κίνημα η αντι-προπαγάνδα τους.
Αλλά ας ξανάρθουμε στο πώς διαλεγόμαστε εμείς, όπου στο εμείς συμπεριλαμβάνεται όλος ο κόσμος του χώρου μας –εντός και εκτός– είτε μας παρακολουθεί και ενδιαφέρεται για την τύχη της προσπάθειάς μας, είτε γράφει άρθρα και δίνει συνεντεύξεις, είτε αναρτά στο fb, είτε είναι ακόλουθοι ή αρέσκονται στα λάικ. Δεν θα υπάρξει τίποτε χειρότερο από το να διαμορφώνεται ένα κλίμα όπου να διστάζεις να πεις τη γνώμη σου για ένα θέμα. Δηλαδή, να υποχρεώνεσαι «να λες ό,τι είναι σωστό». Όσες/οι από μας έχουμε αρκετές δεκαετίες στην ελληνική κομμουνιστική και ευρύτερη Αριστερά, αυτό το έχουμε γνωρίσει και ευτυχώς το έχουμε απορρίψει, γνωρίζοντας τις συνέπειές του.
Καθώς ο προσυνεδριακός διάλογος εξελίσσεται, να μην μας διαφεύγουν οι θετικές εκδοχές του. Το αντίθετο, πρέπει να τις σημειώνουμε. Στο Left, για παράδειγμα, αναρτώνται πολλές παρεμβάσεις, μάλιστα όχι μόνο στελεχών, αλλά και μελών πολύ ενδιαφέρουσες. Το ίδιο στην «Αυγή» και στην «ΕφΣυν», στην «Εποχή», σε μερικές ιστοσελίδες. Αυτό είναι πολύ θετικό. Αντανακλάται και στις προσυνεδριακές συνελεύσεις των ΟΜ, όπου το κλίμα είναι ήπιο και γίνεται διάλογος. Παρά τον όγκο των ντοκουμέντων που τίθενται για συζήτηση.
Υπάρχει, λοιπόν, τρόπος να διεξάγεται γόνιμος διάλογος. Να μη συνδαυλίζεται, δηλαδή, η άγονη αντιπαράθεση. Η ανάγκη αυτή αποτελεί αξία του φυσιογνωμικού χαρακτήρα που σημειώσαμε στην αρχή. Εξάλλου, στο μέλλον θα αξιολογηθούν καλύτερα όλα όσα τίθενται ή συμβαίνουν τώρα. Όχι τώρα.
Άρης Καραντινός
Πηγή: Η Εποχή