Η δυναμική και τα όρια ενός νέου Ψυχρού Πολέμου, στον 21ο αιώνα πλέον, κυοφορούνταν ήδη τα προηγούμενα χρόνια και μάλιστα με αιχμή του δόρατος, από πλευράς των ΗΠΑ ιδιαίτερα, την Κίνα ως αναδυόμενη μεγάλη δύναμη του 21ου αιώνα.
Η αυταπάτη ότι μια τέτοια στρατηγική δεν θα είχε και θερμές, πολεμικές εστίες επί του πεδίου, αλλά θα περιοριζόταν σε κινήσεις θέσεων, κυρίως στον παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό, αλλά και με νέες στρατηγικές κινήσεις, όπως η περίφημη στρατηγική Συμφωνία του Ειρηνικού (AUKUS), διαλύθηκε πολύ σύντομα και πλέον η αβεβαιότητα για ανεξέλεγκτη κλιμάκωση και για πολεμικές εστίες που προοιωνίζονται και αλλαγές στα σύνορα των κρατών είναι επί θύραις.
Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και συνακόλουθα του Συμφώνου της Βαρσοβίας δεν αξιοποιήθηκε για την συρρίκνωση του ΝΑΤΟ, τη διαμόρφωση ενός συστήματος ευρωπαϊκής ασφάλειας και ελέγχου των εξοπλισμών με συμπερίληψη των εύλογων απαιτήσεων για ασφάλεια της Ρωσίας, μέσα στη δεκαετία του ’90, όταν το έδαφος για μια τέτοια στρατηγική που θα εξασφάλιζε μακρόχρονη Ειρήνη και ισορροπία δυνάμεων, με ταυτόχρονη συνεχή απομείωση των πυρηνικών οπλοστασίων, ήταν ευνοϊκό.
«Η γέφυρα συνεργασίας και Ειρήνης», μέσω των συμφωνιών για τους αγωγούς ενέργειας έμεινε μετέωρη και επιδεκτική σε αιτιάσεις για μονομερή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία, καθώς η στρατηγική των ΗΠΑ με τη σύμπραξη της εξελισσόμενης «γερμανικής ΕΕ», συνομολόγησε δυο επεμβάσεις στο όνομα πλέον των «νικητών του Ψυχρού Πολέμου». Αφενός υπήρξε η ευθεία επέμβαση για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και αφετέρου υλοποιήθηκε η συνεχής προσπάθεια για επέκταση του ΝΑΤΟ, μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας. Επ’ αυτού, η απλή σύγκριση ανάμεσα στους χάρτες, με διαφορά μιας 20ετίας σε σχέση με τις χώρες τότε και τώρα που έχουν προσχωρήσει στο ΝΑΤΟ, είναι αψευδής μάρτυρας.
Η επίκληση του θέματος ασφάλειας από την ρωσική ηγεσία Πούτιν, στηρίζεται σε αυτά τα δυο δεδομένα, αλλά βεβαίως αποτελεί και εξαιρετικά επικίνδυνη ιστορικής διάστασης προσχηματική αιτίαση για εισβολή στην γειτονική χώρα. Επαναφέρει επί της ουσίας το δόγμα Μπρέζνιεφ, για «περιορισμένη κυριαρχία» των χωρών του ανατολικού μπλοκ στις δεκαετίες ’70 και ’80.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πρόεδρος Πούτιν, στη «αναθεωρητική» των διεθνών συνθηκών ομιλία του για την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων, αναφέρθηκε σε σημαντικές στιγμές από τον Λένιν, παραφράζοντας τον μάλιστα και μετά, αλλά “ξέχασε” τις ανοικτές επεμβάσεις σε Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Πολωνία και βέβαια την επέμβαση στο Αφγανιστάν που τροφοδότησε για τρεις δεκαετίες αντίστοιχες αμερικανικές επεμβάσεις.
Οι λαοί όλων των χωρών, του ρωσικού λαού συμπεριλαμβανομένου βέβαια και τώρα πρώτα απ’ όλα του ουκρανικού, είναι σε πρώτη και τελευταία ανάλυση τα θύματα από αυτές τις πολεμικές περιπέτειες. Η υπονόμευση, ευθεία ή ανομολόγητη των διεθνών συνθηκών, οδηγεί όπως έχει δείξει η ιστορία του ματωμένου 20ου αιώνα, στην έξαρση και την αξιοποίηση των πολλαπλών εθνοτικών διαφορών και συνήθως, ή μάλλον πάντοτε, η κλιμάκωση σε τέτοιου είδους επεμβάσεις, καθίσταται ανεξέλεγκτη, γεννώντας νέες εστίες γεωπολιτικής αποσταθεροποίησης.
Η απαίτηση για Ειρήνη, για ειρηνική διευθέτηση των διαφορών για σεβασμό και εμβάθυνση των διεθνών συμφωνιών, σε μια φάση βεβαίως μακρόχρονης υπονόμευσης στα όρια της ανυπαρξίας του ίδιου του ΟΗΕ, πρέπει να είναι ο μοναδικός δρόμος για την έμπρακτη αποδοκιμασία επιθετικών ενεργειών, όπως αυτή που εξελίσσεται τώρα σε βάρος της Ουκρανίας.
Σε αυτή τη γραμμή, στη στήριξη δηλαδή, μιας πολλαπλής διπλωματικής πρωτοβουλίας για την αντιμετώπιση της κρίσης και την αποτροπή περαιτέρω κλιμάκωσης, πρέπει να βρίσκεται ενεργητικά και η χώρα μας με την αποφυγή και κάθε εμπλοκής, από το έδαφός μας, σε πολεμικές επιχειρήσεις. Με καθαρή και αυτονόητη όμως, επαναλαμβάνω, τη θέση μας για απόλυτη καταδίκη στην εισβολή, με τη μη αποδοχή δηλαδή αυτής της επιπλέον μαύρης σελίδας στο βιβλίο του νέου Ψυχρού Πολέμου, που σφραγίζει πλέον η δραματική αυτή εξέλιξη μέσα στην ήπειρό μας, η οποία υπήρξε θέατρο των δυο Παγκόσμιων Πολέμων τον προηγούμενο αιώνα.
Νίκος Βούτσης
Πηγή: Το Παρόν της Κυριακής