Η κατασκευή του αγωγού EastMed υπέστη, σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες, οριστικό πλήγμα. Συγκεκριμένα, μετά την άρνηση, μέσω non paper, των ΗΠΑ αλλά και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ) να στηρίξουν την κατασκευή και λειτουργία του αγωγού φαίνεται ότι το έργο εγκαταλείπεται άνευ ετέρου.
Αλλαγή στάσης
Το έργο είχε σχεδιαστεί πάνω σε τέσσερις υποθέσεις/στόχους, η ταυτόχρονη ικανοποίηση των οποίων συνιστούσε τη συνθήκη επιτυχίας του: α) η υπέρβαση των τεχνικών δυσκολιών, β) η συνέπεια με τους στόχους της ενεργειακής μετάβασης, γ) η γεωπολιτική επιδίωξη για τη διασφάλιση της ενεργειακής ανεξαρτησίας της περιοχής και δ) η βελτίωση των αντισυγκρουόμενων συμφερόντων στις διμερείς σχέσεις των άμεσα εμπλεκομένων μερών. Και οι τέσσερις υποθέσεις χαρακτηρίζονταν, εξ αρχής, από αντιφατικότητα και από αβεβαιότητα.
Η αλλαγή στάσης των ΗΠΑ έχει να κάνει αφενός μεν με το ότι θεωρεί την κατασκευή του αγωγού ασύμβατη με την υποχρέωση των κρατών, σύμφωνα με τη συμφωνία του Παρισιού, να αναλάβουν δράση μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (ΑτΘ) αφετέρου δε με την ενίσχυση της τεχνολογίας LNG που εξάγεται μαζικά σε όλο τον κόσμο. Ο νέος ρόλος της Ελλάδας στον αμερικάνικο σχεδιασμό περιορίζεται σε ένα περιορισμένων διαστάσεων ενεργειακό hub (βαλκανικές χώρες) στην αναβαθμισμένη Αλεξανδρούπολη, σε συνδυασμό με την στρατιωτική ένταξη του λιμανιού στο ευρύ αντιρωσικό τόξο.
Από την άλλη πλευρά, η ΕΕ τόνισε ότι το συγκεκριμένο έργο συνιστά «ένα σύνθετο ζήτημα» που έχει να κάνει τόσο με το κατά πόσο είναι συμβατό με το στόχο της μείωσης εκπομπών ΑτΘ, σύμφωνα με τον Κανονισμό 2018/842, όσο και με τις τεχνικές δυσκολίες του έργου. Για το λόγο αυτό, αν και το εν λόγω έργο είχε προταθεί να ενταχθεί στα «σχέδια κοινού ενδιαφέροντος» από το Νοέμβριο 2021 ώστε να χρηματοδοτηθεί από την ΕΕ, εν τούτοις δεν έχει ενταχθεί ακόμη και απ’ ότι φαίνεται δεν πρόκειται να ενταχθεί μετά την προ ημερών τοποθέτηση της ΕΕ.
Επιπτώσεις στην εσωτερική πολιτική σκηνή
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε ότι η εξέλιξη αυτή δεν σημαίνει και ακύρωση του έργου, καθώς υπάρχει σειρά εναλλακτικών λύσεων που είναι οικονομικά και τεχνολογικά βιωσιμότερες. Άκρως ενδιαφέρουσα είναι η ομολογία ότι για το θέμα, που αφορά την ενεργειακή στρατηγική της χώρας, δεν αποφασίζει η κυβέρνηση, αλλά η αγορά (για όσους έχουν αμφιβολίες για το ποιος κάνει κουμάντο)…
Μέχρι τώρα δεν έχει υπάρξει επίσημος σχολιασμός για αυτές τις εξελίξεις εκ μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παρά μόνο ανεπίσημος. Αναφερόμαστε στη συνέντευξη που παρεχώρησε στο ieidiseis.gr στις 10/1/22, ο Μ. Φαραντούρης, σύμβουλος του Αλέξη Τσίπρα για τα ενεργειακά ζητήματα στην οποία επιλέγει να αναδείξει πρωτίστως, την «αδυναμία διορατικότητας από την μεριά της κυβέρνησης των δυσμενών συνθηκών και ταυτόχρονα την αδυναμία κεφαλαιοποίησης των ευνοϊκών συγκυριών….».
Στην εν λόγω συνέντευξη, η οικολογική διάσταση του έργου παραλείπεται εντελώς, όπως συνέβη άλλωστε και κατά τη φάση σχεδιασμού του έργου, στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καθοριστική συμμετοχή. Περαιτέρω, η ακύρωση του έργου παρουσιάζεται σαν μια αναθεώρηση ενός επιχειρησιακού project με αντίστοιχες γεωπολιτικές επιπτώσεις και αναφορές που τροφοδοτούν όμως άγονα επιχειρήματα σε ό,τι αφορά τη μόνιμη αντιπαλότητα με την Τουρκία.
Σε αυτή την ανάγνωση των γεγονότων, που βλέπει την αμερικάνικη πλευρά να υποχωρεί αναίτια από τις δεσμεύσεις της, επιχειρείται η προβολή της ανάγκης εξισορρόπησης της «βλάβης», μέσω παροχής ανταλλαγμάτων, σε οποιοδήποτε άλλο «εθνικό» τομέα (πχ. πίεση στην Τουρκία για το συνυποσχετικό προσφυγής στην Χάγης, υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ, άρση casus belli κλπ.), διευκρινίζοντας ότι: «εκεί που η ενέργεια τέμνεται με τις εξωτερικές σχέσεις και τα εθνικά θέματα, η “έξυπνη” εξωτερική πολιτική μπορεί να διαμορφώσει τις εξελίξεις…» Αυτή, όμως, η κριτική των εξελίξεων, που κάποιος θα μπορούσε να την αναγνώσει ότι γίνεται ακόμη και από τα δεξιά της κυβέρνησης, βρίσκεται στον αντίποδα των πάγιων (καταστατικών) θέσεων της αριστεράς για ειρήνη, συνεργασία και διάλογο μεταξύ των μερών με τελική κατάληξη τη Χάγη.
Εν κατακλείδι, η επιβεβαίωση της πίστης στην πορεία της πράσινης δίκαιης ενεργειακής μετάβασης (ορθά προστίθεται και η τεχνολογία αποθήκευσης ενέργειας), χωρίς κριτική στη χρήση ορυκτών καυσίμων, σαν δήθεν μεταβατικών και η θετική εκτίμηση του υγροποιημένου σχιστολιθικού αερίου LNG («επ’ ωφελεία της ασφάλειας και του ενεργειακού εφοδιασμού»), καθώς και το άδοξο τέλος των ερευνών υδρογονανθράκων σε υποθαλάσσια και χερσαία οικόπεδα που παραχωρήθηκαν σε πετρελαϊκές πολυεθνικές (πρόσφατα ανακοινώθηκε, επίσης και η αποχώρηση της κοινοπραξίας Total, ExxonMobil, ΕΛΠΕ από την ερευνητική περιοχή νότια της Κρήτης), πέρα από την προφανή οικολογική αντίφαση αναδεικνύει την δυσκολία στη σύλληψη και επεξεργασία μιας συγκροτημένης και συνεπούς αριστερής οικολογικής πολιτικής, διακριτής από την κυριαρχούσα νεοφιλελεύθερη οπτική της υπεράσπισης των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων στο πλαίσιο της δήθεν αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης.
Με άλλες λέξεις, η αριστερά ή θα είναι οικολογική ή θα εξαφανιστεί.
Γιώργος Μπάλιας – Ιωσήφ Σινιγάλιας
Πηγή: Η Εποχή