Κάθε ένοικος αυτού του πλανήτη χρωστάει στον Άνταμ ΜακΚι πενήντα ευρώ. Όσο είναι το μέσο κόστος μιας ψυχοθεραπευτικής συνεδρίας δηλαδή, διότι η ταινία του «Don’t Look Up» είναι αυτό ακριβώς: Μια συλλογική ψυχοθεραπευτική συνεδρία για το ανθρώπινο είδος.
Τώρα, τι θα καταλάβει καθένας απ’ αυτήν, είναι άλλο ζήτημα, όπως εξάλλου συμβαίνει και στην πραγματική ψυχοθεραπεία.
Η ταινία υποτίθεται ότι είναι κωμωδία. Για κάποιο λόγο, όμως, παρακολουθώντας την γελάς ελάχιστα. Ίσως διότι διαπιστώνεις πολύ σύντομα ότι αυτός ο βλαμμένος στην οθόνη, είσαι εσύ, πράγμα το οποίο δεν είναι πολύ ευχάριστο ως διαπίστωση.
Και οι υπόλοιποι βλαμμένοι είναι ο κόσμος γύρω σου και όλα αυτά τα εξωφρενικά που συμβαίνουν δεν είναι τελικά καθόλου εξωφρενικά, είναι η πραγματικότητα παιγμένη απλώς από διάσημους ηθοποιούς.
Οι περισσότεροι άνθρωποι με τους οποίους μίλησα αφού είδαν την ταινία, έδειχναν μουδιασμένοι. Ναι, κάποιες σκηνές ίσως τους φάνηκαν αστείες, όμως όταν διαπίστωσαν ότι η φάρσα που παρακολουθούσαν είναι αυτό που ζούμε, τα συναισθήματα που επικράτησαν ήταν περισσότερο θυμός και απελπισία.
Σε κανέναν δεν αρέσει στην πραγματικότητα να γίνεται η ζωή του και ο κόσμος του φαρσοκωμωδία. Το χειρότερο όμως είναι όταν καταλαβαίνει ότι πριν αναλάβει αυτό το πρότζεκτ κάποιος σκηνοθέτης, η ζωή έχει γίνει φαρσοκωμωδία από μόνη της.
Ο κομήτης του ΜακΚι μπορεί να είναι ο,τιδήποτε. Εν προκειμένω είναι μάλλον η πανδημία. Κι αν δεν είχε αυτό ακριβώς στο μυαλό του, ταιριάζει πάντως απόλυτα. Και ο σκηνοθέτης δεν χάνει καθόλου χρόνο με περιττές εισαγωγές, σέβεται το χρόνο του -και το δικό μας- που έτσι κι αλλιώς είναι ελάχιστος. Πριν καν τους τίτλους της αρχής μαθαίνουμε ότι ο πλανήτης έχει μόλις έξι μήνες ζωής.
Τι θα κάνουμε τώρα μ’ αυτή τη γνώση; Οι επιλογές είναι πολλές όσο κι αν κάποιες φαίνονται αυτονόητες: Από πολλά έως τίποτα· Το υπόλοιπο της ταινίας μιλάει γι αυτές ακριβώς τις επιλογές. Σας φαίνεται αυτονόητη η απάντηση; Ναι, πιθανώς, όπως και τα τελευταία δύο χρόνια πολλά μας φάνηκαν αυτονόητα, αλλά τελικά δεν ήταν.
Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο και η Τζένιφερ Λόρενς, ένα πολύ αταίριαστο φαινομενικά «ζευγάρι» επιστημόνων πάει στο Λευκό Οίκο να ενημερώσει την Πρόεδρο Τραμπ, συγνώμη την Πρόεδρο Μέριλ Στριπ, η οποία αφού τους αφήνει απ’ έξω να περιμένουν επί ώρες, τελικά εξοργίζεται όχι που έρχεται ο κομήτης και ο κόσμος θα τελειώσει, αλλά επειδή στο μεταξύ έχει εκλογές και «η χρονική στιγμή είναι απαράδεκτη».
Είναι ακριβώς το σημείο στο οποίο αρχίζεις να αναρωτιέσαι «μα, τι έχει πάει στραβά με τους ανθρώπους», μια ερώτηση που θα κάνεις πολλές φορές όσο επί δύο ώρες ο Ντι Κάπριο και η Λόρενς προσπαθούν απεγνωσμένα να εξηγήσουν στον κόσμο τι τον περιμένει.
Τι έχει πάει, στ΄αλήθεια, τόσο στραβά με τους ανθρώπους;
Γιατί αρνούνται να δουν την αλήθεια ακόμη κι όταν αυτή τους χτυπάει κατακούτελα; Γιατί διχάζονται και αντί να συνεργαστούν για το κοινό καλό, πιάνουν χαρακώματα ο ένας απέναντι στον άλλον; Γιατί τους νοιάζει πιο πολύ η τσάντα που κρατάνε και το αυτοκίνητο που οδηγούν από το αν θα ζουν αύριο;
Γιατί ο χωρισμός δύο σελέμπριτι πουλάει πολύ περισσότερο από το επικείμενο τέλος του κόσμου; Επειδή είναι πιο instagramable. Πότε γίναμε τόσο κενοί και επιφανειακοί;
Ο λόγος που το αστείο τελειώνει πολύ γρήγορα στην ταινία του ΜακΚι είναι διότι ο φαινομενικός παραλογισμός όσων συμβαίνουν στην ταινία σύντομα αντικαθίσταται από τη συνειδητοποίηση ότι παρακολουθούμε την πραγματικότήτά μας. Κι αν την παρακολουθούμε σε ταινία και μας φαίνεται παράλογη, γιατί δεν μας φαίνεται εξίσου παράλογη και όταν τη ζούμε; Και, κυρίως, τι κάνουμε γι αυτό;
Ο ΜακΚι, τα πιάνει όλα και τα κάνει φύλλο και φτερό: Την πολιτική γεμάτη από εγωκεντρικούς και κοινωνιοπαθείς ανθρώπους, τα ΜΜΕ που ενδιαφέρονται μόνο για το τι πουλάει και δεν θέλουν να «ενοχλήσουν» το κοινό, την επιστήμη που μιλάει τη δική της αργκό και αποτυγχάνει να περάσει με κατανοητό τρόπο το μήνυμά της, τους πλούσιους που βλέπουν ακόμη και στην καταστροφή του κόσμου έναν ακόμη τρόπο να γίνουν πιο πλούσιοι.
«Μα, τι να τα κάνουμε τα χρήματα αν πεθάνουμε όλοι;», αναρωτιέται ο Ντι Κάπριο σε μια σύσκεψη στο Λευκό Οίκο. «Ε, βέβαια, είναι ΚΑΚΟ να πεθάνεις πλούσιος, πολύ κακό», του απαντά ειρωνικά το δεξί χέρι της Προέδρου -εντελώς συμπτωματικά και γιος της- Τζόνα Χιλ.
Στην πραγματικότητα το «Don’t Look Up» είναι μια απόλυτα εξοργιστική ταινία. Απ’ όπου κι αν το πιάσεις, απ’ όποια πλευρά κι αν το δεις. Όπως είναι και κάθε τι το τόσο ξεδιάντροπα αληθινό. Είναι ο καθρέπτης που θες να σπάσεις και να συνεχίσεις τη ζωή σου όπως πριν: Πιστεύοντας ότι τα παράλογα και εξωφρενικά συμβαίνουν μόνο στις ταινίες, ενώ εσύ είσαι μια χαρά.
Κι ας πλησιάζει ο κομήτης. Κι ας κάνεις ότι δεν τον βλέπεις.
Μαρία Δεδούση
Πηγή: cnn