Macro

H νέα συμμαχία Γαλλίας-Ιταλίας

Ο συνδυασμός της τριπλής παγκόσμιας κρίσης (πανδημικής, οικονομικής, περιβαλλοντικής), μεγαλύτερης του Κραχ του ’29, φανέρωσε την εγκληματικά νεοφιλελεύθερη πολιτική στην ΕΕ της λιτότητας. Η πλήρης εμπορευματοποίηση της υγείας, οι ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων αγαθών, η κλιματική και ενεργειακή κρίση, η απόκλιση αντί σύγκλισης μεταξύ των χωρών-μελών και η τεράστια αύξηση των ανισοτήτων είναι απότοκά της. Η πρόσφατη δήλωση Ντράγκι (στην κοινή συνέντευξη τύπου με τον Μακρόν) δεν αφήνει αμφιβολίες για το αδιέξοδο και την αποτυχία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου: «Ακόμη και πριν από την πανδημία, από τότε που ξεκίνησε η οικονομική κρίση, οι ισχύοντες κανόνες είχαν αποδείξει την ανεπάρκειά τους. Αν τότε ήταν απαραίτητη η αναθεώρηση των κανόνων, σήμερα είναι αναπόφευκτη».
Η κυβέρνηση «Φανάρι», που προέκυψε από τις γερμανικές εκλογές, καθόρισε τα όρια της ευρωπαϊκής πολιτικής της Γερμανίας. Ελπίδες και αυταπάτες για μια ριζική αλλαγή του νεοφιλελεύθερου ευρωπαϊκού μοντέλου τελείωσαν με την εκλογή του Λίντνερ (FDP) ως ΥΠΟΙΚ στην κυβέρνηση Σόλτς. Οι συμβιβασμοί μεταξύ Πράσινων-SPD-Φιλελεύθερων οδηγούν περισσότερο στη διατήρηση της γερμανικής Ευρώπης παρά στην εναλλακτική μιας ευρωπαϊκής Γερμανίας. Η κυβέρνηση Σόλτς θέλει να διατηρηθεί το ευρωπαϊκό status quo, με μικρές παραχωρήσεις, για να προχωρήσει ο ψηφιακός και πράσινος καπιταλιστικός μετασχηματισμός της ΕΕ χωρίς γερμανικές «θυσίες». Η δήλωση Σόλτς ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας «θα είναι χρήσιμο και στο μέλλον» και η συνέχιση του Fiscal Compact δεν αφήνει πολύ χώρο για αισιοδοξία.
Αν η μόνη παραχώρηση της Γερμανίας είναι μια πιο ρεαλιστική αναλογία του ποσοστού στη σχέση δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ (ΔΧ/ΑΕΠ), τίποτε δεν θα αλλάξει στο ευρωπαϊκό οικονομικό πλαίσιο. Ικανή και αναγκαία συνθήκη θα ήταν μια επιβράδυνση του ρυθμού μείωσης του δημόσιου χρέους (σήμερα 1/20 κατ’ έτος), τέτοια ώστε να εξασφαλίζει την ισότιμη ανάπτυξη των χωρών. Προτάσεις όπως η διαγραφή των χρεών της πανδημικής περιόδου και τα perpetual Bonds, που θεωρούνται ακραίες για το ιερατείο της Bundesbank, οφείλουν να τεθούν ξανά σε διαπραγμάτευση. Η γερμανική επιμονή για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς είναι η «αχίλλειος πτέρνα» του Βερολίνου, γιατί αποφεύγει την πραγματικότητα ότι και η Γερμανία θα πρέπει να επενδύσει στην οικολογική και ψηφιακή μετάβαση. Το κενό, όμως, που αφήνει η Μέρκελ στο ευρωπαϊκό leadership ανοίγει εναλλακτικές προοπτικές.
Η Συνθήκη του Quirinale
Η διμερής συμφωνία που υπογράφηκε από Μακρόν και Ντράγκι αποσκοπεί σε μια πολλαπλή συνεργασία και αποφυγή των ανταγωνισμών μεταξύ των δύο χωρών, αντίστοιχη της γαλλογερμανικής Συνθήκης του Άαχεν (2019) και αναμένεται να επικυρωθεί από τα κοινοβούλια των δυο χωρών. Η συνεργασία είναι σε 11 θεματικές: ευρωπαϊκό πλαίσιο, κοινή ευρωπαϊκή άμυνα, οικονομία, πολιτισμός , παιδεία, Artificial Intelligence, Διάστημα, εξωτερικές σχέσεις, μεταναστευτικό ζήτημα, έρευνα και καινοτομία, πολιτικές για τους νέους. Προβλέπει ετήσια συνάντηση κορυφής, ενώ κάθε τρίμηνο ένας Γάλλος υπουργός θα συμμετέχει στο ιταλικό υπουργικό συμβούλιο και αντίστροφα. Η γαλλογερμανική Συνθήκη του Άαχεν προβλέπει οι δύο κυβερνήσεις να συγκαλούν τακτικά κοινά υπουργικά συμβούλια. Όμως, οι δύο χώρες τρέχουν με διαφορετική ταχύτητα και η Γερμανία αυξάνει το handicap με τη Γαλλία.
Η Συνθήκη του Quirinale είχε ήδη ωριμάσει από τις συνομιλίες των δύο χωρών (αρχικές διαπραγματεύσεις στο Παρίσι, 2017) αλλά και από τη στενή συνεργασία τους με την Ισπανία στην υλοποίηση του Recovery Plan των 750 δισ. για την έξοδο από την κρίση της ΕΕ, κόντρα στον γερμανικό Βορρά. Οι οικονομικές και γεωστρατηγικές εντάσεις του παρελθόντος μεταξύ των δύο χωρών αμβλύνονται και δημιουργείται κλίμα εμπιστοσύνης. Η Γαλλία έχει επενδύσει στο ιταλικό τραπεζικό σύστημα, στις εξαγορές εταιριών, έχει συμμετοχές σε δημόσιες εταιρίες και είναι πρώτος επενδυτής της Ιταλίας. Η Ιταλία είναι ο τρίτος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γαλλίας. Υπάρχει ένας αριθμός ιταλικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη γαλλική αγορά, ενώ ενισχύονται οι κοινοί βιομηχανικοί όμιλοι (Essilor-Luxottica, Stellantis). Στον βιομηχανικό κλάδο, η δέσμευση είναι για «δομικές συμμαχίες», ενώ για το Διάστημα υπάρχει μια ad hoc συμφωνία.
Οι σχέσεις των δύο χωρών σε πολιτιστικό επίπεδο έχουν βαθιές ρίζες στην ιστορία. Όπως είπε ο Μακρόν, η Γαλλία και η Ιταλία πρέπει να σκέφτονται η μία την άλλη με «συμπληρωματικό» τρόπο. Η παρουσία του προοδευτικότερου ηγέτη στην ιστορία της Καθολικής Εκκλησίας, του Πάπα Φραγκίσκου, και η σύγκρουσή του με τα συντηρητικά κατεστημένα των δύο εκκλησιών ενισχύει τη συμπληρωματικότητα.
Η συμμαχία μεταξύ Ρώμης και Παρισιού αποκτά ιδιαίτερη σημασία λόγω της αναθεώρησης των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας. Η διαβούλευση των κρατών της ΕΕ για τους νέους κανόνες θα ξεκινήσει μετά τις γαλλικές προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές, μέχρι την επανενεργοποίηση του Συμφώνου το 2023. Η γαλλοιταλική Συνθήκη, με την προσθήκη της Ισπανίας, θα είναι το αντίβαρο στη γερμανική διατήρηση του Σύμφωνου Σταθερότητας.
Η Συνθήκη έκλεισε έναν μήνα πριν τη γαλλική προεδρία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, προεδρία στην οποία ποντάρει ο Μακρόν για την ενίσχυσή του στις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας, τον Απρίλη του 2022. Το σχέδιο Μακρόν για τη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ, ενώ ξεκαθαρίζει ότι είναι συμπληρωματική του ΝΑΤΟ, απαιτεί ισχυρούς δεσμούς μιας «λατινικής Συμμαχίας» έναντι του γερμανικού Βορρά, δημιουργώντας μια Μεσόγειο mare nostrum. Ο Μακρόν – μέσω Ντράγκι – ενισχύει την προεκλογική του εκστρατεία, ενώ ο ατλαντιστής Ντράγκι βρίσκει στον Γάλλο σύμμαχό του μια γέφυρα για την ενίσχυση των δεσμών της ΕΕ με τις ΗΠΑ του Μπάιντεν.
Η Γερμανία πάλι, είναι ο πρώτος εμπορικός εταίρος της Ιταλίας και στη Β. Ιταλία επικρατεί το γερμανικό κεφάλαιο. Μια ιταλογερμανική συνθήκη είναι πιθανό επόμενο βήμα για τον Ντράγκι. Η Ιταλία ελπίζει ότι ο Σόλτς, θετικός στο Next Generation EU και με εκλογικό πρόγραμμα που βασίστηκε σε κοινωνική ατζέντα, θα προσεγγίσει τον ευρωπαϊσμό του Ντράγκι.
Κρίσιμο σημείο της γαλλοιταλικής συμφωνίας ​​είναι το Συμβούλιο Άμυνας και Ασφάλειας, με διευκόλυνση διέλευσης και στάθμευσης του στρατού τους στις δύο χώρες. Η Συνθήκη θέτει κοινά πρότυπα για την ευρωπαϊκή άμυνα, στρατηγική αναγκαία για τη Γαλλία προκειμένου να μην υποβαθμιστεί σε μια περιφερειακή υπερδύναμη, αλλά και για την Ιταλία, που, από μόνη της, είναι εξαιρετικά αδύναμη. Ειδικά μετά το αμερικάνικο «άδειασμα» των Γάλλων και της ΕΕ στον Δ. Ειρηνικό, με τη Συμφωνία AUKUS. Στους Ευρωπαίους, αντισταθμιστικά, ο Μπάιντεν έδωσε τον έλεγχο Β. Αφρικής και Μ. Ανατολής. H αποχώρηση του ΝΑΤΟ από το Αφγανιστάν, η κλιμάκωση εντάσεων στη ζώνη Σαχέλ, στη dυτική και μεσογειακή Αφρική, στο Κέρας της Αφρικής και στα ανατολικά σύνορα της ΕΕ, καθώς και οι αλλαγές στην πολιτική γεωμετρία της Μ. Ανατολής, είναι παράγοντες που ωθούν την Γαλλία να επισπεύσει στρατηγικά για τις ζώνες επιρροής. Η γαλλοιταλική συνεργασία στα ενεργειακά αποθέματα και τις πρώτες ύλες της Κεντρικής και Βόρειας Αφρικής (ειδικά της Λιβύης), με συμμετοχή και της Γερμανίας, ενέχει αμοιβαίο στρατηγικό συμφέρον, δεδομένης της παρουσίας Τούρκων, Ρώσων και Κινέζων στην ευρύτερη περιοχή. Βασικός στόχος Γάλλων, Ιταλών και Γερμανών είναι η ευρωπαϊκή και νατοϊκή κυριαρχία.
Ο νέος «Ψυχρός Πόλεμος» μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας-Ρωσίας διαπερνά τις ηπείρους, με την Ευρώπη να αποτελεί επίδικο και την ΕΕ μέρος του προβλήματος. Η Ρώμη και το Παρίσι σκιαγραφούν τα πεδία συνεργασίας, αλλά και τους τομείς ανταγωνισμού με την Κίνα. Η Μασσαλία – εκτός από το δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι της Μεσογείου – έχει γίνει ο σταθμός άφιξης στην Ευρώπη των καλωδιακών διασυνδέσεων, που από το 2022 θα συνδέουν την Κίνα, την Ασία, την Αφρική, τη Μεσόγειο και την Ευρώπη. Το πρόγραμμα ονομάζεται Peace και υλοποιείται από δύο κινεζικούς κολοσσούς στον ψηφιακό τομέα, τις Hengtong και Pccw και τη γαλλική Orange. Μεταξύ Κίνας και Γαλλίας, η σύνδεση θα έχει κόμβους με το Πακιστάν, το Ιράν, την Τανζανία, τη Σομαλία, την Κένυα, την Αιθιοπία, το Τζιμπουτί και την Αίγυπτο.
Η Γαλλία θεωρεί την Κίνα εμπορικό εταίρο, αλλά, κυρίως, στρατηγικό ανταγωνιστή. Η Ιταλία του Κόντε είχε κλείσει στρατηγικές συμφωνίες με την Κίνα, ασκώντας πολύπλευρη εξωτερική πολιτική. Σήμερα, όμως, η κυβέρνηση Ντράγκι έχει σκληρύνει τη θέση της, παίρνοντας καθαρή θέση υπέρ των ΗΠΑ και της ισχυροποίησης του ΝΑΤΟ. Αναμένεται η γραμμή Σόλτς για τον προσανατολισμό της γερμανικής οικονομίας, που χωρίς την Κίνα έχει σοβαρό πρόβλημα. Ρωσία και Τουρκία ανταγωνίζονται τις δύο χώρες σε όλα τα μέτωπα ενδιαφέροντος (Μεσόγειος και, ειδικά, Λιβύη, Αφρική, Μ. Ανατολή), αλλά οι Γάλλοι διατηρούν σχέσεις ισορροπίας με τον Πούτιν, γι’ αυτό είναι κάθετα αντίθετοι στην είσοδο της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.

Λευτέρης Στουκογεώργος

Πηγή: rosa