Η συνδιάσκεψη για το κλίμα COP26, που ολοκληρώθηκε στην Γλασκώβη, επιβεβαίωσε τις προβλέψεις οσων κρατούσαν χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών, και οσων είχαν συνδέσει τα αποτελέσματα με τις εξελίξεις στις σχέσεις ΗΠΑ και Κίνας. Και οι δυο, τελικά, είχαν προβλέψει σωστά!
Στο επίκεντρο των συζητήσεων ήταν εξ αρχης, η έκθεση της ανεξάρτητης οργάνωσης Climate Action Tracker: πριν από τη συνδιάσκεψη του Παρισιού ο πλανήτης όδευε προς τους 6 βαθμούς Κελσίου, μετά το Παρίσι προς τους 4 βαθμούς Κελσίου και τώρα η πρόβλεψη είναι για 2,4 βαθμούς Κελσίου – 2,7 βαθμούς Κελσίου.
Τρεις ημέρες πριν από το τέλος της συνδιάσκεψης, κυκλοφόρησε, από την προεδρία, ένα προσχέδιο συμφωνίας 81 σημείων και, λίγες ώρες αργότερα, αναπάντεχα, ανακοινώθηκε ένα πλαίσιο συμφωνίας μεταξύ των δυο μεγαλύτερων παραγωγών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου· της Κίνας (11,5GtonCO2e/y) και των ΗΠΑ (5,1GtonCO2e/y).
Η συμφωνία αυτή χάρισε μια ανάσα ανακούφισης, όχι όμως και την επιβεβαίωση ότι, πραγματικά, το «παιγνίδι άλλαξε».
Στην κοινή δήλωση περιλαμβάνονται δεσμεύσεις για τον περιορισμό των εκπομπών του μεθανίου, την προστασία των δασικών εκτάσεων και την σταδιακή έξοδο από τα ορυκτά καύσιμα. Λαμβάνοντας υπόψη τις γεωπολιτικές εντάσεις που καλλιεργούν και οι δυο στον ειρηνικό ωκεανό, θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για ιστορική συμφωνία.
Οι δυο εκπρόσωποι (ο Κινέζος Σίε Ζένουα και ο Αμερικάνος Τζον Κέρι), αναγνώρισαν (σε ξεχωριστές συνεντεύξεις Τύπου) ότι υπάρχει χάσμα μεταξύ όσων έχουν γίνει μέχρι τώρα και των στόχων του Παρισιού, γι’ αυτό η διμερής συμφωνία προβλέπει συγκεκριμένες δράσεις (περιορισμού των εκπομπών, δράσεις προσαρμογής, οικονομική στήριξη και κύρια επιτάχυνση μέχρι το 2030). Ο κινέζος εκπρόσωπος δεν παρέλειψε να επισημάνει την πάγια θέση της Κίνας ότι οι ευθύνες των δυο χωρών είναι μεν κοινές αλλα ανισοβαρείς, διευκρινίζοντας ότι το θέμα της αγοράς των ρύπων είναι μεν χρήσιμο, αλλα θα πρέπει να γίνει αντικείμενο επιμέρους συμφωνιών.
Η συμφωνία αφήνει ανοιχτά αρκετά θέματα, ενώ σε αλλα είναι αρκετά σαφής και ισορροπημένη, ιδιαίτερα στο πρόβλημα των δράσεων για τον περιορισμό των εκπομπών (mitigation), καλώντας τις άλλες χώρες να αναθεωρήσουν τα εθνικά τους σχέδια, επιταχύνοντας τα χρονοδιαγράμματα.
Οι κλιματικές επιδόσεις της Ελλάδας
Την περασμένη Δευτέρα δημοσιεύθηκε η ετήσια έκθεση «Climate Change Performance Index 2022» του ινστιτούτου Germanwatch, σχετική με την πορεία για την επίτευξή των στόχων του Παρισίου, 60 χωρών που αντιπροσωπεύουν το 92% των παγκόσμιων εκπομπών του πλανήτη. Η Ελλάδα, κατατάσσεται στην μέση κατηγορία και καταλαμβάνει τη 24η θέση (οι 3 πρώτες θέσεις μένουν κενές γιατί καμία χώρα δεν κρίνεται ικανή να τις καλύψει). Η καλύτερη επίδοση της Ελλάδας αφορά στην μείωση των ΑτΘ (24η θέση με πρώτη την Αγγλία), στη χρήση ΑΠΕ (32η θέση με πρώτη την Νορβηγία), στην ενεργειακή κατανάλωση (19η θέση με πρώτη την Ουκρανία) και στις κλιματικές πολιτικές (27η θέση με πρώτο το Λουξεμβούργο).
Οι αδυναμίες και οι «παραλείψεις» του σχεδίου της προεδρίας
Α. Στο «καυτό» θέμα της χρηματοδότησης οι πληττόμενες από την κλιματική κρίση φτωχές χώρες ζητούν να διασφαλιστεί η ισοβαρής κατανομή των κονδυλίων, μεταξύ μέτρων περιορισμού (mitigation) και μέτρων αντιμετώπισης (adaptation) και σαφές χρονοδιάγραμμα εκροών. Το ποσό της προγραμματισμένης χρηματοδότησης 100 δισ. δολάρια ετησίως δεν εκτελέστηκε, μέχρι τώρα, με χρονική και ποσοτική συνέπεια.
Β. Κρίνεται θετικά η αναφορά στη μείωση κατά 45% των εκπομπών μέχρι το 2030, σε σχέση με το 2010, αλλά ασαφής η αναφορά στη μορφή και το χρόνο της απανθρακοποίησης («ισοδύναμη» αντί μηδενική και «γύρω στο μέσο του αιώνα» αντί το 2050). Η Κίνα, Ρωσία, Ινδία κλπ. δεν έχουν αποδεχτεί αυτή την δέσμευση… Η έκφραση «ισοδύναμο» είναι η «κερκόπορτα» για τη συνέχιση της χρήσης ορυκτών καυσίμων, σχεδιάζοντας προβληματικούς τρόπους συγκράτησης των εκπομπών και αποθήκευσής τους στα έγκατα της γης.
Γ. Στο κείμενο συνεχίζεται η αναφορά σε συγκράτηση της αύξησης της θερμοκρασίας «αρκετά κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου». Ο μισός βαθμός διαφοράς (από το 1,5 στο 2) έχει εκρηκτικές συνέπειες στο κλίμα.
Δ. Ζητείται τα εθνικά σχέδια (ΕΣΕΚ) τάχιστα να προσαρμοστούν στον στόχο του 1,5 βαθμό Κελσίου.
Ε. Για πρώτη φορά στα κείμενα των COP εντοπίζονται και καταγράφονται τα ορυκτά καύσιμα ως πηγή περιβαλλοντικών προβλημάτων, υποδεικνύοντας την επιτάχυνση της εξόδου από την χρήση τους (χωρίς να προσδιορίζεται χρονοδιάγραμμα).
ΣΤ. Υπάρχει γενικόλογη αναφορά για σταδιακή μείωση, μέχρι της πλήρους παύσης, των επιδοτήσεων για επενδύσεις σε έργα και υποδομές ορυκτών καυσίμων (αφορά λιγνίτη, πετρέλαιο και φυσικό αέριο).
Ε. Μόνο προς στο τέλος του σχεδίου κρίνεται σκόπιμη μια γενικόλογη αναφορά στη ανάγκη τα εμπλεκόμενα μέρη να διασφαλίζουν τη συμμετοχή της νεολαίας στη λήψη των αποφάσεων. Μοιάζει σαν να «καλοπιάνουν» τα περιβαλλοντικά κινήματα των νέων, που είχαν πολύ δυναμική παρουσία καθ όλη την διάρκεια της συνδιάσκεψης.
Η πολιτική, η κοινωνία και τα κινήματα
Από το G20 στη Ρώμη είχε διαφανεί ότι η προσπάθεια ανασυγκρότησης μιας νέας παγκόσμιας συνεργασίας, βασισμένης σε μια νέα συνθήκη πολυμερικότητας (multilateralism), δεν είχε φέρει τους προσδοκώμενους καρπούς, παρά τις προσπάθειες της ιταλικής προεδρίας (Ντράγκι), και εξαιτίας της αντιφατικότητας της αμερικανικής πολιτικής (ακατέργαστο μείγμα εθνικού επι-κυριαρχισμού με επιλεκτικές δόσεις συμμαχιών).Τα αποτελέσματα του G20 (πχ. θέσεις για το κλίμα), αλλα κυρίως η μετέωρη ανασυγκρότηση της νέας διεθνούς «τάξης», επέδρασσαν στις προσπάθειες ανάκαμψης της χαμένης αξιοπιστίας των COP. Οι ηχηρές απουσίες των ηγετών της Κίνας και της Ρωσίας, και στις δυο διασκέψεις, ανέδειξαν την ρευστότητα και την αστάθεια των διεθνών σχέσεων, σε μια ιστορική φάση που, τρεις κρίσεις, κλιματική, υγειονομική, οικονομική, επισωρεύονται, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα προβλημάτων.
Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, η πορεία του «ορυκτού καπιταλισμού» δεν μοιάζει με ανέμελη «βόλτα στο δάσος», παρ’ ότι η πιστοποιημένη ικανότητα προσαρμογής του στις νέες συνθήκες, είναι πάντα αξιοσημείωτη και σχετικά αποτελεσματική. Αυτή την φορά, δεν κινδυνεύει από τις αντιδράσεις των ιστορικών ανταγωνιστών, αλλά από τις συνέπειες του τρόπου λειτουργίας του. Η «φρούρηση» των συμφερόντων των μεγάλων ενεργειακών ομίλων επισημάνθηκε και έγινε αισθητή από την πολυπληθή, άμεση ή έμμεση, εκπροσώπηση (503 άτομα) στη συνδιάσκεψη. Οι περισσότεροι από αυτούς ανήκαν, με τον ένα η άλλο τρόπο, στο ισχυρό λόμπι της Σαουδικής Αραβίας (17% των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου), που «καταφέρνει να ξενερώνει τις αποφάσεις», όπως αναφέρει η Τζένιφερ Μόργκαν της Greenpeace International.
Τελικά, είναι τα περιβαλλοντικά κινήματα ικανά να επιφέρουν ριζική αλλαγή στον τρόπο αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης ή θα κυριαρχήσει η έλλειψη συγκροτημένης οικολογικής ατζέντας στην πολιτική των κομμάτων;
Παρ ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας έχει συνειδητοποιήσει το περιβαλλοντικό πρόβλημα, δεν το θεωρεί θέμα προτεραιότητας και κατά συνέπεια, δεν επιζητεί την συμπερίληψή του στα κομματικά προγράμματα. Μόνο στις τελευταίες γερμανικές εκλογές, το πρόγραμμα των Πράσινων περιλάμβανε συγκεκριμένες προτάσεις συμπεριληπτικής οικολογικής ανάπτυξης, και κατάφερε έτσι να συναντήσει σημαντική εκλογική αποδοχή, αντίθετα με ότι συμβαίνει σε άλλες χώρες που, το χάσμα μεταξύ των λίγων «happy few» και των πολλών, τροφοδότησε μια διάχυτη αδιαφορία για ότι δεν συνδέεται άμεσα με την κοινωνική και οικονομική συγκυρία και σε κάποιες περιπτώσεις, ανέδειξε και μια μορφή επιφύλαξης απέναντι στις ελίτ, στις οποίες κατατάσσουν και τα οικολογικά κινήματά, που, σχεδόν κατηγορούνται ότι απασχολούνται αποκλειστικά με τα περιβαλλοντικά.
Ο Ιωσήφ Σινιγάλιας είναι μηχανολόγος μηχανικός.
Πηγή: Η Εποχή