Μάθαμε ότι ο αντιφασιστικός αγώνας έχει μια διάσταση νομική και δικαστική. Ο αντιφασισμός είναι και δικόγραφο, και μάχη μέσα στα δικαστήρια. Αυτό, πριν τη δίκη, λίγοι στην Αριστερά το πιστεύαν. Η πεποίθηση ήταν ότι ο αγώνας είναι μόνο της κοινωνίας να συντρίψει τους φασίστες. Όλοι θυμόμαστε επώνυμα και ιστορικά στελέχη της Αριστεράς να λένε ότι η μάχη αυτή δεν δίνεται στα δικαστήρια. Κι όμως, δόθηκε. Και όχι απλώς δόθηκε αλλά και κερδήθηκε χάρη στην έξοχη δουλειά της πολιτικής αγωγής και όλων των παραγόντων που συνετέλεσαν στη δημοσιότητα της δίκης. Είναι γνωστά πλέον τα ονόματα και παρέλκει να αναφερθούμε είτε τους μεν είτε τους δε.
Πέραν όμως αυτών που ήταν πεισμένοι πως ο αγώνας δεν δίνεται στις δικαστικές αίθουσες, ήταν κι εκείνοι που ήταν επίσης πεισμένοι πως «η υπόθεση δεν ήταν δεμένη». Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση να ακούω ανθρώπους, που εκτιμάω πολύ και με τους οποίους τα βρίσκουμε στα περισσότερα, να εκφράζουν την απαισιοδοξία τους εξαιτίας αυτής της πεποίθησης. Και πραγματικά με προβλημάτιζε πώς γίνεται κάποιος –αριστερός ή δεξιός– να μη βλέπει το προφανές: ότι τα εγκλήματα της ΧΑ γίνονταν στο πλαίσιο μιας ιεραρχικής δομής, οργανωμένης και συστηματικής δράσης που είχε ένα συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας και παρέμβασης, καθώς και ένα ιδιαίτερο νοσηρό κίνητρο.
Δύο πυλώνες
Νομίζω πως κάποιοι στη Δεξιά δεν ήθελαν να το δουν λόγω ιδεολογικής γειτνίασης με την άκρα Δεξιά, ενώ στα καθ’ ημάς λειτούργησε ένα αντανακλαστικό ιστορικά εξηγήσιμο μεν, πλην όμως πολιτικά λανθασμένο και επί του προκείμενου απολύτως αβάσιμο: ότι με κάποιον τρόπο, η επίκληση του άρθρου 187 περί εγκληματικής οργάνωσης μπορεί να λειτουργήσει ως μπούμερανγκ για τη βία με αριστερό πρόσημο. Βρήκανε λοιπόν την ευκαιρία κάποιοι φίλοι να θυμηθούνε πως όταν άλλαζε ο Ποινικός Κώδικας εισάγοντας τη διάταξη περί εγκληματικής οργάνωσης πριν 20 χρόνια, πολλοί είμαστε τότε εναντίον της ρύθμισης. Ξεχάσαμε όμως το πρόδηλο: πως ό,τι θεωρητικές επί της αρχής αντιρρήσεις μπορεί κανείς να έχει για την ποινικοποίηση της «εγκληματικής οργάνωσης», αυτό δεν αλλάζει το ότι τα ελληνικά δικαστήρια μοιράζουν τις βαρύτερες ποινές απλόχερα σύμφωνα με το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα ακόμη κι όταν τρεις πιτσιρικάδες κλέψουν ένα περίπτερο.
Θα φτάναμε δηλαδή στην εξής σόλοικη κατάσταση: να καταδικάζονται πρόσκαιρες ομαδώσεις ελαφριού αδικηματικού χαρακτήρα ως εγκληματικές, ενώ η κατεξοχήν εγκληματική οργάνωση, αυτή που έσπερνε ασύστολα τον τρόμο αριστερά και δεξιά να τεθεί στο απυρόβλητο, διότι τάχα ποινικοποιούνται οι ιδέες της… Η πολιτικά αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της τότε προέδρου της Βουλής απέναντι στην κοινοβουλευτική ομάδα της Χρυσής Αυγής, αυτό τον μυωπικό νομικό σχολαστικισμό είχε ως κίνητρο.
Αυτά λοιπόν όλα τα μάθαμε: ότι οι θεσμοί σε ένα κράτος δικαίου έχουν τη σημασία τους και πως ο αγώνας χωρίς τη συνδρομή τους είναι δυσκολότερος και πιο απρόσφορος.
Μάθαμε όμως και το αντίστροφο: πως αν δεν υπάρχει ένα ζωντανό αντιφασιστικό κίνημα με γείωση στην κοινωνία, ένα κίνημα που διεκδικεί και δεν ιδιωτεύει, οι θεσμοί δεν θα αναλάβουν τις ευθύνες τους. Τα δικαστήρια ακούν την κοινωνία (ή έστω ένα κομμάτι της, αν δρα μαχητικά, σχεδιασμένα και τεκμηριωμένα), αφουγκράζονται τον παλμό της και ειδικά σε δίκες που έχουν και πολιτικό αποτύπωμα, όπως αυτή της Χρυσής Αυγής, καμία κρίση δεν γίνεται σε κενό αέρος. Αν ο αέρας της κοινωνίας ήταν αυτός της συγκατάβασης απέναντι στην εγκληματική δράση των ναζί, τότε πολύ αμφιβάλλω αν η έκβαση της δίκης θα ήταν αυτή που όλοι γνωρίζουμε και για την οποία ο κάθε Έλληνας δημοκράτης χαίρεται.
Ο συνδυασμός της θεσμικής δράσης και της κοινωνικής κινηματικής παρέμβασης ήταν αυτός που έφερε το συντριπτικό χτύπημα στη ναζιστική οργάνωση. Χωρίς τον έναν από τους δύο πυλώνες, δεν θα βρισκόμαστε εδώ που είμαστε σήμερα.
Μάθαμε, τέλος, ότι η δημοκρατία μας είναι εξ ορισμού «αγωνιστική». Σε αντίθεση με αυτό που πιστεύει ένας αφελής φιλελεύθερος λόγος, η δημοκρατία δεν είναι ποτέ κεκτημένη, αλλά είναι μια διαδικασία συσχετισμού, στο πλαίσιο του οποίου η έκβαση των αγώνων δεν είναι ούτε προδικασμένη, ούτε βέβαια. Για το λόγο αυτό, κρατάμε τα μάτια μας ανοιχτά και μετά τη δίκη. Ο φασισμός και ο ναζισμός δεν είναι πολιτικοί εξωγήινοι στην ελληνική ή ευρωπαϊκή γη της επαγγελίας. Είναι τέκνα της δικής μας πολιτικής παράδοσης που αναπνέουν από τα κοινωνικών αδιέξοδα των δικών μας ταξικών κοινωνιών: και να θέλαμε να το ξεχάσουν κάποιοι, ήρθε το ΕΠΑΛ της Σταυρούπολης να μας το θυμίσει. Δεν ήρθε το Κολλέγιο Ανατόλια της Θεσσαλονίκης. Είναι το επαγγελματικό λύκειο της περιθωριοποίησης και του κοινωνικού αποκλεισμού της περιχαρακωμένης συνοικίας να φωνάξει ότι οι ιστορικοί όροι ανάδυσης του φασισμού είναι παρόντες.
Ιδεολογική διάσταση
Τι δεν έχουμε μάθει ακόμη σαν κοινωνία; Δεν έχουμε μάθει –και η παρούσα κυβέρνηση μάς πάει μίλια πίσω σε αυτήν την υπόθεση– ότι ο αντιφασιστικός αγώνας έχει και μια ιδεολογική διάσταση που είναι ζωτική. Όσο χάνουμε τη μάχη των ιδεών απέναντι στις πεποιθήσεις που κάνουν τον φασισμό να φαίνεται κάτι οικείο, κάτι μπανάλ, τόσο περισσότερους φασίστες θα γεννά μια κοινωνία. Όσο πιστεύουμε ότι για όλα έχουμε δίκιο διότι δεν γίνεται οι Έλληνες να έχουν άδικο, όσο πιστεύουμε πως έχουμε ιερό δικαίωμα επί του ονόματος άλλων λαών που δεν είναι όσο περιούσιοι είμαστε εμείς, τόσο η εκάστοτε Χρυσή Αυγή θα νομιμοποιείται. Εξάλλου, έτσι νομιμοποιήθηκε στους δρόμους της δεκαετίας του ’90: στα μακεδονικά συλλαλητήρια.
Όσο ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, η ομοφοβία, ο βίαιος σεξισμός που οδηγεί σε γυναικοκτονίες, εδραιώνονται τόσο οι ιδέες του φασισμού και του ναζισμού θα εμφανίζονται ως οι ελκυστικότερες, ειλικρινέστερες και πειστικότερες εκδοχές τους.
Ο αγώνας των ιδεών είναι διαρκής, αδυσώπητος. Δύσκολος. Και είναι μπροστά μας. Στον αγώνα αυτό, τίποτε δεν πάει χαμένο, όπως λέει και το τραγούδι, αλλά και τίποτε δεν κερδίζεται άπαξ.
Δημήτρης Χριστόπουλος
Πηγή: Η Εποχή