Πρόκειται προφανώς για μία τακτική σκωτσέζικου ντους την οποία είδαμε ήδη να εφαρμόζει ο Τζο Μπάιντεν και στην περίπτωση της Ρωσίας τους προηγούμενους μήνες, εναλλάσσοντας χειρονομίες προσέγγισης, όπως η τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, με κινήσεις ενίσχυσης των πιέσεων, όπως η θέσπιση νέων κυρώσεων.
Αλλά οπωσδήποτε το ζήτημα των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας είναι ακόμη πιο σημαντικό. Για την ακρίβεια, πρόκειται για το “ερώτημα του αιώνα”, όπως το προσδιόρισε ο ίδιος ο ηγέτης του Πεκίνου, Σι Τζιν Πινγκ στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχε την Παρασκευή με τον ένοικο του Λευκού Οίκου.
Σημειώνεται, ότι η επαφή αυτή (η δεύτερη μόλις, μετά την αντίστοιχη του περασμένου Φεβρουαρίου) πραγματοποιήθηκε με αμερικανική πρωτοβουλία, όπως και όσες προηγήθηκαν σε κατώτερο επίπεδο το προηγούμενο διάστημα, υπήρξε δε περισσότερο παραγωγική, καθώς οι χαμηλότερου βαθμού Κινέζοι αξιωματούχοι εμφανίζονταν περισσότερο επιθετικοί για επικοινωνιακούς λόγους. Αντίθετα, ο Σι δεν δίστασε να προχωρήσει σε μία στρατηγική συζήτηση εφ’ όλης της ύλης.
Προτού, όμως, συμπληρωθεί εβδομάδα, η συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας που ανακοίνωσαν χθες βράδυ οι ηγέτες των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Αυστραλίας, με εμφανή, αν και μη κατονομαζόμενη, αντικινεζική στόχευση, τροφοδοτεί νέες εντάσεις. Ήδη η πρεσβεία της Κίνας στη Ουάσιγκτον σχολίασε ότι οι τρεις χώρες “δεν πρέπει να οικοδομούν μπλοκ αποκλεισμού που στοχεύουν ή βλάπτουν τα συμφέροντα τρίτων. Συγκεκριμένα, πρέπει να αποτινάξουν την ψυχροπολεμική τους νοοτροπία και την ιδεολογική τους προκατάληψη”.
Η καρδιά της τριμερούς συμφωνίας έγκειται στην ενίσχυση της συνεργασίας ασφαλείας στους τομείς του κυβερνοχώρου και της τεχνητής νοημοσύνης, καθώς και τη διευκόλυνση της Αυστραλίας να αποκτήσει πυρηνοκίνητα υποβρύχια, εγκαταλείποντας τις σχετικές διαπραγματεύσεις της με τη Γαλλία. Προφανώς οι χθεσινοβραδινές ανακοινώσεις έρχονται να καλύψουν άμεσες πολιτικές ανάγκες του Τζο Μπάιντεν (στο φόντο της πτώσης της δημοτικότητάς του μετά την άτακτη αποχώρηση από το Αφγανιστάν και τις καταστροφές του τυφώνα Ίντα), αλλά και τα στρατηγικά ερωτήματα της Βρετανίας, που αναζητά ισχυρότερο διεθνή ρόλο μετά το Brexit, και της Αυστραλίας η οποία αντιμετωπίζει ολοένα και περισσότερο τον Ασιάτη κύριο εμπορικό της εταίρο ως απειλή. Σε κάθε περίπτωση, η μετατόπιση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ στην περιοχή του Ειρηνικού, επί των ημερών των τριών τελευταίων προέδρων, είναι δεδομένη.
Ωστόσο, χειρονομίες συσπείρωσης του αγγλοσαξωνικού κόσμου (ο οποίος ήδη συγκροτεί έναν εσώτερο κύκλο στη διεθνή αρχιτεκτονική ασφαλείας, συναπαρτίζοντας, με την προσθήκη Καναδά και Νέας Ζηλανδίας το σύστημα παρακολουθήσεων και ανταλλαγής πληροφοριών Five Eyes) δεν προορίζονται να εντυπωσιάσουν από μόνες τους το διεθνές ακροατήριο. Ειδικά για την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, το κρίσιμο ερώτημα για τη Ουάσιγκτον είναι κατά πόσον μπορεί να προσεταιριστεί τοπικές δυνάμεις, όπως η Ινδία, η Νότιος Κορέα, το Βιετνάμ και η Ινδονησία σε μια γραμμή “ανάσχεσης” της Κίνας, την οποία, παρά τους δικούς τους ανταγωνισμούς με το Πεκίνο, δεν είναι διόλου βέβαιο ότι θα επιλέξουν, σε μία λογική μηδενικού αθροίσματος.
Από την άλλη πλευρά, η Κίνα περνά, μέσω αξιωματούχων και αρθρογράφων της, το μήνυμα ότι δεν ενδιαφέρεται μεν για μία κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ, αλλά και δεν πρόκειται να αρκεσθεί σε μία α λα καρτ συνεργασία σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος, όπως λ.χ. η κλιματική αλλαγή, δίχως μια συνολικότερη στρατηγική συνεννόηση. Προβάλλει δε τρεις “κόκκινες γραμμές”: την υπεράσπιση της εδαφικής της ακεραιότητας, την υπεράσπιση του πολιτικού της συστήματος και την υπεράσπιση της οικονομικής της ανάπτυξης. Η διατήρηση ή μη των κυρώσεων εναντίον Κινέζων πολιτών και ο βαθμός δέσμευσης των ΗΠΑ στην ασφάλεια της Ταϊβάν αποτελούν τα σημαντικότερα κριτήρια του αν ο δρόμος που ανοίγεται ανάμεσα στις δύο πρωταγωνίστριες του διεθνούς παιχνιδιού θα είναι συγκρουσιακός ή όχι.