Οι αντίπαλοι του εμβολιασμού τουλάχιστον, ως αναγνωρίσιμο μέγεθος, δεν είναι νέο φαινόμενο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και πολύ παλιό. Για την ακρίβεια είναι προϊόν μιας στάσης, που επεκτάθηκε και σε ζητήματα υγείας, υπό την επίδραση δυο τουλάχιστον παραγόντων. Πρώτον, υπό διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων η οποία οδηγεί στην απονομιμοποίηση της θεσμικής τάξης στα μάτια των κοινωνικά αποκλεισμένων. Δεύτερον, υπό την άφθονη τροφοδοσία αυτής της στάσης με υλικό που παρέχει μια λαϊκότροπη μορφή γνώσης και την οποία παρέχουν αφειδώς τα Μέσα (και) για ζητήματα υγείας. Η γνώση αυτή δίνει τη δυνατότητα σε μορφωτικά και κοινωνικά αποκλεισμένους ή εναντιωμένους να κάνουν «αυτοδιάγνωση» και «αυτοθεραπεία», ιδιαίτερα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και στραγγαλισμού των εισοδημάτων των εργαζομένων. Με άλλα λόγια είναι το προϊόν ανάμειξης μιας κοινωνικο-πολιτιστικής στάσης από τη μια πλευρά με την ημιμάθεια του «μορφωμένου» από τα ΜΜΕ από την άλλη. Το παράδοξο μέσα από το οποίο διαφαίνεται αυτή η διαπίστωση είναι ότι οι αντιεμβολιαστές είναι μεν εμβολιασμένοι οι ίδιοι, αλλά υπό την επιρροή αυτού του μείγματος και της αίσθησης παντοδυναμίας που δίνει η ημιμάθεια αρνούνται τα εμβόλια, όπως και άλλα αγαθά της γνώσης και της επιστήμης, στα παιδιά, ακόμα και στα παιδιά τους, κάτι που εκτός των άλλων είναι και κυνικό, που θυσιάζει την υγεία ή και τη ζωή των παιδιών (τους) χάριν των ιδεολογικών τους εμμονών.
Αυτή η κατηγορία ανεμβολίαστων, οι αντιεμβολιαστές, προέρχονται από πολλές πηγές. Όμως στο σύνολό τους, πέρα από τους κοινωνικούς παράγοντες, τους έχουν καλλιεργήσει, ως φαινόμενο και ως μερίδα του πληθυσμού η εκκλησία και το κράτος, μέσα από τη διαπλοκή, τη δοσοληψία και την αλληλο-υποστήριξή τους σε ιδεολογικό και θεσμικό επίπεδο. Αυτή η αλληλο-υποστήριξη κράτους και εκκλησίας εκφράζεται δια της δογματικής διδασκαλία της θρησκείας στα σχολεία καθ’ όλη τη σχολική διαδρομή των παιδιών. Εκφράζεται επίσης όταν τα εξαναγκάζουν με διάφορους τρόπους υποχρέωσης να παρίστανται στη θεία λειτουργία. Κι ακόμα εκφράζεται με την υποχρεωτική βάπτιση, με την συνταύτιση θρησκευτικής πίστης και ιδιότητας του – Έλληνα – πολίτη, με την στενή σχέση στρατού και θρησκείας, όπου ανοίγει καινούργιος κύκλος υποχρέωσης συμμετοχής σε εκκλησιαστικές δραστηριότητες (λ.χ. εκκλησιασμός εντός στρατοπέδου, συμμετοχή στον επιτάφιο, παρελάσεις κατά τις θρησκευτικές εορτές του κράτους ή των πόλεων που υπηρετούν οι στρατιώτες κοκ.), με την ορκωμοσία των βουλευτών μπροστά σε ένα τσούρμο ιερέων, όταν μεταφέρεται το «άγιο φως» το Πάσχα και πολλούς άλλους τρόπους.
Με δυο λόγια, αυτή η κατηγορία ανεμβολίαστων είναι μεταξύ άλλων παράγωγο μιας μακρόχρονης διαδικασίας στενής διαπλοκής κράτους και εκκλησίας τόσο εκτός ΜΜΕ όσο και εντός και δια των ΜΜΕ. Προϊόν της διαπλοκής κράτους και εκκλησίας που έχει διαπεράσει ιδεολογικά ένα κοινό, συνήθως με μικρότερο μορφωτικό και πολιτιστικό κεφάλαιο, είναι σε μεγάλο βαθμό οι «Ταλιμπάν» της αντι-νεωτερικότητας, στους οποίους ανήκουν οι αντιεμβολιαστές ανεμβολίαστοι, και οποίοι εκδηλώνουν αυτή τους την αντι-νεωτερική και παραδοσιόπληκτη στάση με ποικίλους τρόπους και αφορμές, όπως λ.χ. με επιθέσεις σε πολιτιστικά δρώμενα, σε χώρους πολιτιστικών εκδηλώσεων, σε τεχνολογικές υποδομές κ.λπ. Αυτοί οι χριστιανοί αντι-νεωτεριστές «ταλιμπάν», στην πλειοψηφία τους ανήκουν στην άκρα δεξιά, ανεξάρτητα από το επίπεδο πολιτικής τους δραστηριότητας. Είναι εκείνοι οι οποίοι θα συμφωνούσαν με χαρά στη μετατροπή της χώρας σε ένα χριστιανικό Αφγανιστάν ή έστω σε μια χριστιανική Τουρκία.
Μια ιδιαίτερη κατηγορία αντιεμβολιαστών ανεμβολίαστων είναι εκείνοι που έχουν «ντύσει» με κοσμικό μανδύα τις μεταφυσικές τους πεποιθήσεις και εναντίωση στην επιστημονική γνώση και την νεωτερική οπτική του κόσμου. Είναι εκείνοι που ασπάζονται θεωρίες συνωμοσίας, όπως έγινε αναφορικά με την προέλευση και την αντιμετώπιση του κορονοϊού. Στην πραγματικότητα, οι θεωρίες συνωμοσίας δεν φαίνεται να είναι κάτι που πιστεύουν πολλοί εξ αυτών, αλλά κάτι που επικαλούνται προκειμένου να εναντιωθούν στην επιστημονική, κοσμική, νεωτερική προσέγγιση του κόσμου, καθώς καταλαβαίνουν το ανυπόστατο και το αδιέξοδο της μεταφυσικής εναντίωσης στο σύγχρονο, πολύπλοκο, ανεπτυγμένο τεχνολογικά, οικονομικά και γνωστικά κοινωνικό περιβάλλον. Γι’ αυτό και «ντύνουν» με τεχνολογικές, πολιτικές και άλλες θεωρίες συνωμοσίας τις ανορθολογικές αντιλήψεις τους για τον κορονοϊό, το εμβόλιο και τον εμβολιασμό.
Η εκτεταμένη δυσπιστία απέναντι στους επιστημονικούς φορείς και τη διοίκηση του κράτους με την οποία συνεργάζονται, ανεξάρτητα από τον κομματικό ανταγωνισμό, δεν πρέπει να μας ξενίζει σε χώρες σαν την Ελλάδα η οποία επί δυο αιώνες αιωρείται ανάμεσα στην παράδοση και τη σύγχρονη κοινωνία, ανάμεσα στη θεοκρατία και τις κοσμικές αρχές, ανάμεσα στις προλήψεις και δεισιδαιμονίες από τη μια πλευρά και την επιστημονική και εν γένει κοσμική γνώση από την άλλη, ανάμεσα στην δαρβινική και τη θεολογική ερμηνεία της προέλευσης του ανθρώπου, ανάμεσα στο στην επιστημονική γνώση και ορθολογισμό από τη μια και τη θρησκοληψία από την άλλη. Αυτή τη δυσπιστία την καταγράφουν, άλλωστε, πλήθος ερευνών τα τελευταία χρόνια. Οι έρευνες αυτές καταγράφουν τη δυσπιστία των πολιτών προς τους νεωτερικούς θεσμούς, όπως τα ΜΜΕ, τα κόμματα, οι τράπεζες, τα πανεπιστήμια κοκ. Από την άλλη καταγράφουν υψηλά ποσοστά εμπιστοσύνης σε θεσμούς που έρχονται από τα βάθη του μεσαίωνα ή της παράδοσης, όπως η εκκλησία, η αστυνομία, ο στρατός κ.ά. που εμπεριέχουν όπως είχε πει ο κληρονόμος των αρχιχουντικών «κάποια υποχρεωτικότητα», δηλαδή βία είτε σωματική, είτε οικονομική, είτε λεκτική και ψυχολογική.
Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή τη δυσπιστία την εξέθρεψαν μέρα με τη μέρα, βήμα – βήμα πότε μικρό, πότε μεγάλο, η διαχείριση της πανδημίας και της αντιμετώπισής της, και από την άλλη οι αντιφάσεις και οι παλινωδίες αυτής της διαχείρισης η οποία εκτείνεται από την πρόληψη και τα μέτρα προστασίας μέχρι τον εμβολιασμό. Αυτές οι αντιφάσεις και παλινωδίες περιλαμβάνουν την αρχική εκτίμηση, σύμφωνα με την οποία ο (νέος) κορονοϊός δεν αποτελούσε σοβαρό κίνδυνο, μεγαλύτερο τουλάχιστον από την κοινή γρίπη, το αν είναι απαραίτητη ή όχι η μάσκα, αν μεταδίδουν ή όχι τα παιδιά τον ιό κοκ. Περιλαμβάνουν επίσης τις αντιφάσεις μεταξύ έργων και λόγων, κυρίως των πολιτικά υπεύθυνων για τη διαχείριση και την αντιμετώπιση της πανδημίας, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις και των ειδικών επιστημόνων. Το είδαμε στην περίπτωση εκείνη στην οποία ο δήμαρχος Αθηναίων και ανιψιός του πρωθυπουργού διοργάνωσε «πάρτι εγκαινίων» της πλατείας Ομονοίας, με πλήθος ανθρώπων να μην τηρούν τα μέτρα. Ανάλογα έγιναν και κατά τα αποκαλυπτήρια για τους νεκρούς της Marfin την άνοιξη 2020, όπως και κατά τη διέλευση του μουσικού άρματος με την Α. Πρωτοψάλτη στην Ηρώδου Αττικού. Το είδαμε ακόμα όταν καθ’ ύλην αρμόδιος για τη διαχείριση της πανδημίας κυβερνητικό στέλεχος, ήτοι σημαντικός διαμορφωτής κοινής γνώμης επί του ζητήματος, ευρισκόμενος σε κέντρο διασκέδασης, αντί να τηρεί τα μέτρα προστασίας είχε τοποθετήσει μπροστά του εικόνα για «να τον φυλάει από το κακό», ενώ στο μέσο της πανδημίας φιλούσε το χέρι ιερέα. Το είδαμε επίσης όταν η εκπρόσωπος των νοσοκομειακών γιατρών καθόταν ανάμεσα σε πλήθος άλλων προσώπων (και ιερέων), οι οποίοι δεν τηρούσαν τα μέτρα προστασίας από τον κορονοϊό, κατά τη διάρκεια γιορτής ένα βράδυ του Αυγούστου 2021.
Με άλλα λόγια, σε αυτή στη δεύτερη μεγάλη ομάδα ανεμβολίαστων, που περιλαμβάνει τους φιλο-εμβολιαστές ανεμβολίαστους, ή δύσπιστους φιλο-εμβολιαστές, η κρατική εξουσία, οι εταιρείες, η αστυνομία, εν γένει ο κρατικός μηχανισμός, καλλιέργησαν μια επιφυλακτική στάση απέναντι στον εμβολιασμό, στο έδαφος μιας προϋπάρχουσας δυσπιστίας για τους θεσμούς της νεωτερικότητας, η οποία όμως δεν ήταν θρησκόληπτη (ή «ψεκασμένη»).
Με τον τρόπο αυτό, η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, με τον τρόπο που την αποφασίζει και εφαρμόζει η πολιτεία, πετυχαίνει μόνο δυο πράγματα: πρώτον πολιτικοποιεί διαιρετικά την αντιμετώπιση της πανδημίας και δεύτερον συσπειρώνει αυτές τις δυο άσχετες μεταξύ τους ομάδες, στις οποίες ενδέχεται να προστεθούν και άλλοι, υπό τη σημαία ενός αιτήματος, το οποίο φαίνεται κατανοητό σε μεγάλο κοινό στην Ελλάδα και το εξωτερικό – του δικαιώματος της επιλογής, της αυτοδιάθεσης, της ελευθερίας, ιδιαίτερα καθώς αυτό το δικαίωμα υποτίθεται είναι στον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης σκέψης, κοκ.
Όμως, πέρα από την κυβέρνηση, όσοι συνέβαλαν στη δημιουργία του φαινομένου οφείλουν να πράξουν το χρέος τους. Στη δημιουργία της πρώτης ομάδας έχει συμβάλλει η εκκλησία, αλλά και το κράτος με τη στήριξή της. Έχει χρέος να υψώσει τη φωνή και το ανάστημά της για τη σωτηρία ανθρώπινων ζωών με τα μέσα της επιστήμης. Εντούτοις, όπως φαίνεται, τάσσεται απρόθυμα και δειλά με τον εμβολιασμό, αν και στο βαθμό στον οποία τάσσεται. Το κράτος έχει χρέος να λάβει όλα τα μέτρα να την ωθήσει να το πράξει.
Στη δημιουργία της δεύτερης ομάδας έχει συμβάλλει το ίδιο το κράτος. Οφείλει να αναλάβει τις δικές του ευθύνες πέρα από τις εκκλήσεις, τα δωράκια, αλλά και την αναγκαία πειθώ, προκειμένου να προχωρήσει ο εμβολιασμός. Όμως πολλές πράξεις των κρατικών ιθυνόντων τρέφουν ακόμα τη δυσπιστία. Αν και εισάγει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό στους υγειονομικούς, αρνείται, προς ώρας, να κάνει το ίδιο για τους ιερείς (οι οποίοι α προπό είναι δημόσιοι υπάλληλοι), τη στιγμή που έρχονται σε συχνή επαφή με κατ’ εξοχήν ομάδες υψηλού κινδύνου, ενώ ακολουθούν και πρακτικές (λ.χ. μετάληψη) που μπορούν να συμβάλλουν στη διάδοση της πανδημίας. Σε ανάλογες πράξεις οφείλουν να προβαίνουν και όλοι όσοι είναι εκπρόσωποι διαφόρων τμημάτων της κοινωνίας όπως πολιτικά κόμματα, φορείς κ.λπ.
Όμως την μπαγκέτα την κρατά η ηγεσία της χώρας, δηλαδή η κυβέρνηση. Αυτή η κυβέρνηση, αναρριχήθηκε στην εξουσία, μεταξύ άλλων, με το σύνθημα «με ενδιαφέρει η επικοινωνία όχι η ουσία». Αν υπάρχει μια περίσταση στην οποία πρέπει να κάνει χρήση αυτού του μηχανισμού διακυβέρνησης, της επικοινωνίας, αυτή είναι η ανάγκη να πειστούν όσοι δεν εμβολιάστηκαν, να το κάνουν. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι ανεμβολίαστοι δεν είναι αντιεμβολιαστές είναι σύμμαχός της. Υπάρχουν πολλά εργαλεία για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Τεχνικές πειθούς και προπαγάνδας, διαφήμιση, αξιοποίηση των διαμορφωτών κοινής γνώμης κοκ. Ή δεν τα γνωρίζουν αυτά τα εργαλεία, πράγμα απίθανό, ή δεν τους ενδιαφέρει, παρά μόνο ο εξαναγκασμός. Αν κάποιοι λογάριασαν να χρησιμοποιήσουν την αντιμετώπιση της πανδημίας ως εργαλείο καταστολής και περιορισμού των πολιτικών δικαιωμάτων έκαναν κακό λογαριασμό, τόσο για τη Δημοκρατία όσο και για τον εαυτό τους.
Ο Γιώργος Πλειός είναι καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ, και Επισκέπτης Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή: Pleios