Από τις 14 έως τις 16.9.1943 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής δολοφόνησαν άνανδρα και εν ψυχρώ, με βάση ένα καλά μελετημένο σχέδιο, πάνω από 400 πολίτες, αγαπημένους μας γονείς, συγγενείς και συνεπαρχιώτες, ενώ κατέστρεψαν τα χωριά της Βιάννου και της Δυτικής Ιεράπετρας, σε ένα από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα του Γ’ Ράιχ σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Το Ολοκαύτωμα των χωριών της Βιάννου και της Δυτικής Ιεράπετρας αποτελεί τομή στην εγκληματική πρακτική των εθνικοσοσιαλιστών στην περίοδο της Κατοχής. Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά στοιχεία, που το καθιστούν ένα από τα πιο αποτρόπαια και ιστορικής σημασίας εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας του Γ’ Ράιχ σε ολόκληρη την Ευρώπη:
Τα γερμανικά στρατεύματα, αν και προέρχονταν από χριστιανικό έθνος, δεν σεβάστηκαν ούτε ιερό ούτε όσιο: χτύπησαν την ημέρα της ανυψώσεως του Τιμίου Σταυρού, τοπικής εορτής του Αμιρά, του χωριού μου και επίκεντρου της Θυσίας με 117 νεκρούς. Αιφνιδίασαν έτσι τους κατοίκους, που δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι την πιο ιερή ημέρα για την περιοχή θα γίνει αυτό το πρωτοφανές μακελειό. Ό,τι δηλαδή έκαναν μερικούς μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1944, στους Πύργους και το Μεσόβουνο Εορδαίας όπου χτύπησαν τις άγιες μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας. Κι αυτή η εγκληματική πρακτική παραβιάζει κατάφωρα το Δίκαιο του Πολέμου αλλά και κάθε κανόνα δικαίου και ηθικής.
Το Ολοκαύτωμα της Βιάννου ήταν πιθανώς προαποφασισμένο και, πάντως, καλά σχεδιασμένο: όπως προκύπτει τόσο από το τηλεγράφημα της Βέρμαχτ όσο και από την «τουριστική» επίσκεψη ενός Γερμανού αξιωματικού λίγες βδομάδες πριν το Ολοκαύτωμα, φαίνεται ότι οι Γερμανοί είχαν πάρει τις αποφάσεις τους, ανεξάρτητα από την ενέδρα των ανταρτών στη Σύμη. Σύμφωνα με τον Γιώργο Χρηστάκη, η απειλή του Χάρτμαν, διευθυντή της Γερμανικής Αστυνομίας στο Νομό Ηρακλείου, σε Βιαννίτες που είχαν συλληφθεί μετά το σαμποτάζ που είχε γίνει στο αεροδρόμιο του Καστελίου της Πεδιάδος τον Ιούλιο του 1943 ήταν σαφής: «Θα την κάψω τη Βιάννο, γιατί υπάρχει εκεί οργανωμένη αντίσταση και υποθάλπουν αντάρτες και Άγγλους και γιατί είναι φωλιά ανταρτών τα βουνά της». Συνεπώς, ανεξαρτήτως αφορμής, το Ολοκαύτωμα της Βιάννου ήταν προαποφασισμένο καιρό πριν! Και στη Βιάννο, και στο Κομμένο και στα Καλάβρυτα και στους Πύργους και το Μεσόβουνο, και στον Χορτιάτη, παντού, τα γερμανικά στρατεύματα ανακάλυπταν μία αφορμή (συνήθως μία πράξη της Αντίστασης) για να αιματοκυλίσουν την περιοχή αλλά η αιτία ήταν άλλη: η διάθεση των Γερμανών να εκδικηθούν και να τρομοκρατήσουν τον ανυπότακτο λαό μας. Όσοι λοιπόν, ρίχνουν το ανάθεμα στην Αντίσταση για τα ναζιστικά εγκλήματα, ουσιαστικά, ακόμη κι αν δεν το θέλουν, μοιάζουν να ασπάζονται τη λογική της νέας τάξης πραγμάτων, που απαιτούσε υποταγή και συνεργασία με τις αρχές Κατοχής προκειμένου «να μην έχουμε προβλήματα». Όμως ο λαός μας, τιμώντας την Ιστορία του, απέρριψε ασυζητητί την «προσφορά» αυτή των κατακτητών και των συνεργατών τους, οργανώθηκε στην Εθνική Αντίσταση και συνέβαλε στην απελευθέρωση της Ελλάδας, της Ευρώπης και της ίδιας της Γερμανίας από τον χιτλερικό εφιάλτη, κάτι που, όπως ακούραστα επαναλαμβάνει ο Μανώλης Γλέζος, η σύγχρονη δημοκρατική Γερμανία οφείλει να μη λησμονεί!
Είχε προηγηθεί η παραπλάνηση των πολιτών των χωριών της Βιάννου από τα γερμανικά στρατεύματα την προηγούμενη ακριβώς ημέρα, κατά την προσφιλή τακτική των ναζί: όπως εγγυήθηκαν οι Γερμανοί στον Άγιο Βασίλειο στις 13.9.1943, όσοι άντρες είχαν κρυφτεί για να αποφύγουν τις τρομοκρατικές διαθέσεις των Γερμανών μετά την ενέδρα της Σύμης, έπρεπε να γυρίσουν στα σπίτια τους και δεν θα είχαν, σ’ αυτή την περίπτωση, τίποτα να φοβηθούν, άλλως θα την πλήρωναν τα γυναικόπαιδα. Οι περισσότεροι πολίτες έδωσαν βάση στη δέσμευση αυτή του γερμανικού στρατού, γύρισαν και κοιμήθηκαν στα σπίτια τους και το πρωί εκτελέστηκαν εν ψυχρώ από τον τακτικό γερμανικό στρατό, που αθέτησε, χωρίς αιδώ, τον λόγο της στρατιωτικής του τιμής.
Τρομοκρατώντας τους επιζώντες δεν άφησαν να ταφούν τα πτώματα, διαπράττοντας μέγιστη ύβρη εναντίον των νεκρών. Κι όταν το επέτρεψαν, αυτό ήταν αδύνατο γιατί οι χαροκαμένες γυναίκες και τα ορφανά δεν είχαν εργαλεία και το έδαφος ήταν σκληρό. Έτσι, όπως αποκαλύπτει και η περίφημη έκθεση της «Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη», με την υπογραφή των σπουδαίων διανοούμενων Καζαντζάκη, Κακριδή, Καλλιτσουνάκη,τα σκυλιά ολοκλήρωσαν το έργο των στυγερών δολοφόνων.
Ο χιτλερικός Αρμαγεδδών χτύπησε ανελέητα τη μαρτυρική επαρχία μας αφήνοντας πίσω του πάνω από 400 νεκρούς, δέκα χωριά ολοσχερώς κατεστραμμένα κι ολόκληρη την (ενιαία τότε) επαρχία Βιάννου λεηλατημένη, ερειπωμένη και βυθισμένη στο πένθος. Την κορύφωση του δράματος θα ακολουθούσε ο Γολγοθάς όσων επέζησαν: ανείπωτος πόνος, βαθύ πένθος, προσφυγιά, φτώχεια κι εξαθλίωση, βάναυση εκμετάλλευση, συνθήκες ζωής που είναι αδύνατον να περιγραφούν. Ο πατέρας μου ήταν επτά ετών στις 14 Σεπτέμβρη 1943, την ημέρα που έχασε τον κόσμο γύρω του και φόρεσε παπούτσια σχεδόν δέκα χρόνια μετά, όπως και τα περισσότερα ορφανά. Αναρωτήθηκε ποτέ κανείς πόσα παιδιά δεν κατόρθωσαν να σπουδάσουν και καταδικάστηκαν σε μία σκληρή ζωή; Και το χειρότερο: σκέφτηκε κανείς το δράμα όσων αναγκάστηκαν για να επιβιώσουν να μεταναστεύσουν στη Γερμανία για να δουλέψουν στις φάμπρικες των σφαγέων τους; Όμως ο πόνος και ο Γολγοθάς της επιβίωσης δεν μετέτρεψε τους επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος και τις οικογένειες των θυμάτων σε σκληρούς, αυταρχικούς και μισαλλόδοξους αλλά ανεκτικούς, δημοκράτες κι αγωνιστές. Όπως λέει άλλωστε το σύνθημα σε τοίχο σπιτιού των Ανωγείων: «Ανώγεια, Βιάννο, Κάνδανο τα κάψαν οι ναζί, φασίστες δεν χωρούνε σε τούτο το νησί».
Σημειώσεις:
Ο Αριστομένης Ι. Συγγελάκης είναι Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα και της Ένωσης Θυμάτων Ολοκαυτώματος Δήμου Βιάννου.