«Ο κόσμος δε θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος» προειδοποιούσαν διαισθητικά αρκετοί, όταν πριν από 15 χρόνια δύο αεροπλάνα έπεφταν στους δίδυμους πύργους. Είχαν μάλλον δίκιο. Η μοιραία σκηνή αναπαράχθηκε ξανά και ξανά από δελτία ειδήσεων και χολιγουντιανές παραγωγές, μέχρι να γίνει βίωμα ακόμη και στον τελευταίο κάτοικο του πλανήτη. Η συνακόλουθη συνωμοσιολογία ακολουθήθηκε από μια απτή πραγματικότητα, με την επέμβαση της υπερδύναμης σε μια σειρά χωρών, στα πλαίσια του «πολέμου κατά του τρόμου». «Για το πετρέλαιο» υπήρξε μια πρώτη λογική εξήγηση της βίαιης δραστηριότητας των ΗΠΑ. Ωστόσο, η ακραία επιθετική πολιτική του «σοκ και δέους» δεν αφορούσε αποκλειστικά τους υδρογονάνθρακες, αλλά είχε εξ αρχής ως στόχο την πολιτική πραγματικότητα κοινωνιών, που με το ζόρι όφειλαν αφενός να «εκμοντερνιστούν» και αφετέρου να «εκδημοκρατιστούν». Επρόκειτο για τη στρατιωτική εφαρμογή της χρεοκοπημένης θεωρίας του εκσυγχρονισμού, που προβλέπει μια σταδιακή και συχνά αδιάλειπτη διαδικασία ανάπτυξης της οικονομίας συνδυαστικά με τη επικράτηση των δημοκρατικών θεσμών.
Σε κάθε περίπτωση, τα γεγονότα δεν επηρέασαν αποκλειστικά τις βαλλόμενες από δυτικούς πυραύλους χώρες. Η νέα συγκυρία άφησε το αποτύπωμά της στην καθημερινότητα των πολιτών των δυτικών χωρών, αλλά και στην παγκόσμια αγορά. Σήμερα και οι δύο κόσμοι -Ανατολικός και Δυτικός – βιώνουν μια οφθαλμοφανή υποβάθμιση των επιπέδων ελευθερίας, ασφάλειας και δημοκρατίας που κάποτε απολάμβαναν. Μια ταυτόχρονη έξαρση του φονταμενταλισμού σημειώνεται σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ο «θεμελιωτισμός», επί το ελληνικότερο, έχει σταθερή αναφορά σε μια επιστροφή στις ρίζες. Πρόκειται, δηλαδή, για έναν ιδεολογικοποιημένο αναχρονισμό με την αντίστοιχη αντιδραστική φρασεολογία. Ο φονταμενταλισμός αφορά συνηθέστερα θρησκευτικές, σεχταριστικές, σκοταδιστικές πρακτικές, οι οποίες δε θα πρέπει να θεωρούνται αποκλειστικότητα των ανατολικών κοινωνιών. Παρά τον κοσμικό χαρακτήρα των δυτικών κρατών, χριστιανικές φονταμενταλιστικές ομάδες αναπτύσσονται και δρουν στη Δύση, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Ο ίδιος όρος μπορεί να επεκταθεί για να συμπεριλάβει κοινωνικούς δρώντες που δεν έχουν άμεση αναφορά στη θρησκεία: Ο πολιτικός φονταμενταλισμός, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους νοσταλγούς του ναζισμού, είναι ήδη μια πραγματικότητα σε πολλές δυτικές κοινωνίες.
Θρησκευτικός και πολιτικός φονταμενταλισμός, τζιχαντιστές και ακροδεξιοί, σαν από σενάριο ταινίας τρόμου, επεκτείνουν την εγκληματική τους δραστηριότητα και ταυτόχρονα την επιρροή τους, συχνά μονοπωλώντας την παγκόσμια επικαιρότητα. Στην Ανατολή, η ίδια η ύπαρξη του «χαλιφάτου» ΙΣΙΛ, η ισλαμική ριζοσπαστικοποίηση κοινωνιών, οι οποίες πριν από 20 χρόνια φαινόταν να υιοθετούν έναν πιο κοσμικό χαρακτήρα, οι τυφλές βομβιστικές επιθέσεις ως μέσο επέκτασης και εμπέδωσης της κυριαρχίας, οι διωγμοί των αντιφρονούντων, ο ολοκληρωτισμός. Στη Δύση, η τρομακτική επάνοδος της ακροδεξιάς, η ξενοφοβία, η απαξίωση του κοινοβουλευτισμού, τα κηρύγματα μίσους, το κυνήγι μεταναστών, όλα εκφάνσεις του ίδιου φαινομένου, που έχει επιπλέον αποκτήσει θεσμική εκπροσώπηση σε κοινοβούλια, δήμους και κοινότητες, με πιο τρομαχτικά παραδείγματα το αυστριακό «κόμμα της ελευθερίας» (Freiheitliche Partei Österreichs) και τη διεκδίκηση της αμερικανικής Προεδρίας από το γραφικό όσο και επικίνδυνο Τραμπ. Τα παραπάνω συνθέτουν ένα σκηνικό που θυμίζει έντονα ένα παρελθόν που η ανθρωπότητα φαινόταν να έχει προς στιγμή αποκηρύξει.
Ανατολικοί και δυτικοί αντιδραστικοί διακηρύσσουν με κάθε ευκαιρία το μεταξύ τους μίσος. Ωστόσο, τα δύο στρατόπεδα των φονταμενταλιστών, φαινομενικά αντικρουόμενα, μοιράζονται μια σειρά από «αξιακά» προτάγματα: μισαλλοδοξία, μεσσιανισμός, μίσος για το διαφορετικό, για τον ξένο, τον αλλόπιστο, πίστη στην ιδιαιτερότητα της φυλής ή της θρησκευτικής κάστας, μυστικισμός κτλ. Από τα παραπάνω προκύπτει το ερώτημα, ποια είναι εκείνη η συνθήκη που ευνοεί την αναβίωση τζιχαντιστικών και ακροδεξιών ρευμάτων στην αυγή του 21ου αιώνα; Πρόκειται για μια μάχη μεταξύ πολιτισμών; Αντιθέτως. Είναι μάλλον το αποτέλεσμα της επικράτησης και της επέλασης ενός οικονομικού συστήματος που μένει αδιάφορο μπροστά στα έθνη, τα κράτη και τους πολιτισμούς.
Σήμερα, θα μπορούσε να γίνει λόγος για έναν ακόμη φονταμενταλισμό, τον οικονομικό, κατά τον οποίο η συνθήκη «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό» υιοθετείται δογματικά ως η μία και μοναδική οικονομική στρατηγική για ολόκληρο τον πλανήτη. Ακραία φτώχεια, ανεργία, ανισότητα, τα επακόλουθα σε Ανατολή και Δύση. Οι αδηφάγες αγορές, «ελεύθερες» από τον πολιτικό έλεγχο, επεκτείνονται ασύδοτα, με όχημα – όταν αυτό είναι απαραίτητο – τον πόλεμο. Στο βιβλίο του, «Jihad vs. McWorld», ο Μπέντζαμιν Μπάρμπερ πραγματεύεται τη διαλεκτική ανάμεσα στον αντιδραστικό θρησκευτικό φονταμενταλισμό της Ανατολής και την επιθετική οικονομική και πολιτισμική παγκοσμιοποίηση της Δύσης.[1] Τα δύο φαινομενικά αντιμαχόμενα στρατόπεδα είναι, στην ουσία, αλληλεξαρτώμενα και αλληλοσυμπληρούμενα, σε μια συμβιωτική σχέση, με τη μεταξύ τους μάχη να δημιουργεί τις ευκαιρίες για εκατέρωθεν επέκταση.
Υπό αυτή την οπτική, δεν αποτελεί έκπληξη πως αντιδραστικές ιδεολογίες στεριώνουν στο έδαφος που έχει διαμορφώσει ο παγκοσμιοποιημένος νεοφιλελευθερισμός. Στις ατομικιστικές δυτικές μεταδημοκρατίες το μίσος στρέφεται στο φτωχό και όχι στη φτώχεια, στο μετανάστη και όχι στις αιτίες της μετανάστευσης. Αντίστοιχα, για τους εξαθλιωμένους μουσουλμάνους ο δυτικός κοσμικός υλισμός περιγράφει το διάβολο που απειλεί να εκφυλίσει ό,τι δεν καταφέρνει να βομβαρδίσει. Ενδεικτικές της παγκοσμιότητας του φαινομένου οι περιπτώσεις δυτικών που ψάχνουν διέξοδο στο θρησκευτικό φονταμενταλισμό τζιχαντιστικών ομάδων.
Οι λογής φονταμενταλισμοί επιβουλεύονται τη Δημοκρατία. Και για έναν πολύ καλό λόγο. Είναι ίσως ο μόνος παράγοντας που μπορεί να σπάσει το φαύλο κύκλο βίας και μισαλλοδοξίας που πρεσβεύουν. Η Δημοκρατία, ωστόσο, όπως ξεκάθαρα δείχνει η πρόσφατη ιστορία, δεν επιβάλλεται εξωγενώς, παρά κατακτιέται από τις κοινωνίες, όταν και όπως αυτό είναι εφικτό. Σε αντίθεση με τους εξ ορισμού αυστηρά δομημένους φονταμενταλισμούς, η Δημοκρατία είναι πολύχρωμη και πολύμορφη σε τέτοιο βαθμό που, όταν προτείνεται ως απάντηση στην αντίδραση, θα πρέπει αναγκαία να συνοδεύεται από το ερώτημα «ποια Δημοκρατία;».
[1] Barber, Benjamin R. Jihad Vs. Mcworld. 1st Ballantine Books ed. New York: Ballantine Books, 1996.