Υποκριτική η έκπληξη των mainstream διεθνών ΜΜΕ και αναλυτών σχετικά με τη δραματική αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν. Τα περισσότερα ήταν γνωστά εδώ και 18 μήνες. Η παράδοση της χώρας στους Ταλιμπάν είναι ένα καθοριστικό γεγονός του 21ου αιώνα, που θα έχει διεθνείς επιπτώσεις, όχι μόνο περιφερειακές.
Η Συμφωνία της Ντόχα
Ο Τράμπ είχε αποφασίσει τη φυγή από το Αφγανιστάν και είχαν προηγηθεί 18 μήνες συνομιλιών, υπο την εποπτεία Πομπέο, μέχρι τον τελικό συμβιβασμό. Η συμφωνία της Ντόχα, τον Φλεβάρη του ’20 στο Κατάρ, μεταξύ του Τράμπ και των Ταλιμπάν προέβλεπε την πλήρη αποχώρηση των ΗΠΑ εντός 14 μηνών από το Αφγανιστάν, αφού θα είχε προηγηθεί, εντός έτους, η στρατιωτική απαγκίστρωση ΗΠΑ και ΝΑΤΟ από τη χώρα Σε αντιστάθμισμα, οι Ταλιμπάν δεσμεύονταν να μην αφήσουν το Αφγανιστάν έρμαιο των τρομοκρατών και να σταματήσουν να χτυπούν αμερικανικούς στόχους. Οι Ταλιμπάν συμφώνησαν, επίσης, σε παύση των εχθροπραξιών και έναρξη ειρηνευτικών συνομιλιών με την κυβέρνηση (δεν τηρήθηκε από τους Ταλιμπάν). Οι ΗΠΑ θα απελευθέρωναν 5.000 αιχμάλωτους Ταλιμπάν και, αντίστοιχα, οι Ταλιμπάν 1.000 της νατοϊκής συμμαχίας. Η συμφωνία έγραφε ότι οι Ταλιμπάν «θα στείλουν ένα σαφές μήνυμα σε όσους αποτελούν απειλή για την ασφάλεια των ΗΠΑ και των συμμάχων τους ότι δεν έχουν θέση στο Αφγανιστάν».
Στις «υποσημειώσεις» της συμφωνίας ήταν προφανώς και η «εγκατάλειψη» στρατιωτικού υλικού των ΗΠΑ στους Ταλιμπάν αξίας 85 δις. Ίσως γι’ αυτό οι Ταλιμπάν συμφώνησαν να «αποτρέψουν οποιαδήποτε ομάδα ή άτομο στο Αφγανιστάν απειλήσει την ασφάλεια των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, να τους αποτρέψουν από τη στρατολόγηση, την εκπαίδευση και τη συγκέντρωση κεφαλαίων και να μην τους φιλοξενήσουν “.
Δεν υπήρξε καμία αναφορά στο πολιτικό μέλλον της χώρας, στην προστασία των δικαιωμάτων των γυναικών ή στους πολίτες που έχουν συνεργαστεί για χρόνια με τις δυτικές δυνάμεις κατοχής.
Ο Μπάιντεν (που ήταν υπέρ της αποχώρησης επι Ομπάμα) θα ήθελε μια αναδιαπραγμάτευση και καθυστέρησε για ένα τετράμηνο τη συμφωνία. Όμως , βρέθηκε μπροστά σε δύο επιλογές: είτε να εμπλακεί ξανά στέλνοντας στρατό είτε να ακολουθήσει τη γραμμή της συμφωνίας. Στην εποχή Ομπάμα, ο αμερικανικός στρατός κατοχής αριθμούσε 100.000, όταν ανέλαβε ο Μπάιντεν ήταν μόλις 3.500.
Η συμφωνία της Ντόχα υλοποιήθηκε στις 31/8. Από το 2001, το κόστος για τις ΗΠΑ έφτασε περίπου το 1 τρις δολάρια ( Crawford, Brown University), χωρίς να συμπεριλαμβάνονται τα κονδύλια για τη δράση της CIA και άλλων υπηρεσιών ενώ, με έμμεσα κόστη, ανέρχεται στα 3 τρις. Από το 2001, 2.300 Αμερικανοί στρατιωτικοί σκοτώθηκαν και πάνω από 20.000 τραυματίστηκαν.
Η Συμφωνία της Ντόχα απονομιμοποίησε την τέως κυβέρνηση, τους υπαλλήλους και τον στρατό της, εφόσον όλοι γνώριζαν ότι έχουν ημερομηνία λήξης. Μετά από 43 χρόνια πολέμων, σε ένα κράτος όπου η εξουσία διαμοιράζεται μεταξύ των μεγάλων γαιοκτημόνων και των τοπικών φύλαρχων που κυριαρχούν στις πόλεις και των μουλάδων των μεγάλων πληθυσμών της επαρχίας, που απεχθάνονται την κεντρική διοίκηση, είναι αδύνατον να μην καταρρεύσει μια «δοτή» κεντρική κυβέρνηση υπό προθεσμία, που ελέγχει μόνο κάποιες μεγάλες πόλεις με την υποστήριξη των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Οι φυλές δεν είναι Ταλιμπάν, αλλά σίγουρα τους προτίμησαν από τους Τατζίκους της κοιλάδας του Πανσίρ και τους φιλοαμερικανούς υπό προθεσμία.
…και οι υπερδυνάμεις
Η αποχώρησή από το Αφγανιστάν είναι κυρίως μια πολιτική ήττα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Μετά από 20 χρόνια εμπλοκής και κατοχής της χώρας αποσύρονται σε πλήρη πανικό, έχοντας αφήσει τα πάντα στην δικαιοδοσία του αντιπάλου με ελάχιστες εγγυήσεις. Στην εκδοχή του Μπάιντεν, οι ΗΠΑ έχουν εσωτερικές προτεραιότητες και θέλουν να επικεντρωθούν στον μακροπρόθεσμο ανταγωνισμό με την Κίνα, που σημαίνει ότι το Αφγανιστάν γίνεται ένα δευτερεύον μέτωπο. Όμως, η ανικανότητα, οι λάθος χειρισμοί, η εγκατάλειψη χιλιάδων συνεργατών Αφγανών, το δράμα των γυναικών, σηματοδοτούν σοβαρή απώλεια διεθνούς αξιοπιστίας για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους.
Οι ΗΠΑ δεν θέλουν να εγκαταλείψουν οριστικά το Αφγανιστάν και να παραχωρήσουν αυτόν τον ζωτικό χώρο στην Κίνα και στη σύμμαχό της Ρωσία. H συνεργασία με τους Ταλιμπάν ξεκινά από το κοινό μέτωπο ενάντια στον ISIS-K. Διατηρούν ακόμα τις κυρώσεις κατά των Ταλιμπάν και μπορούν να ασκήσουν βέτο σε οποιαδήποτε κίνηση της Κίνας και της Ρωσίας για να χαλαρώσουν τους περιορισμούς του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στους Ταλιμπάν. Η Ουάσιγκτον έχει «παγωμένα» σχεδόν 9,5 δις δολάρια αποθεματικών του Αφγανιστάν και το ΔΝΤ έχει διακόψει τη χρηματοδότηση της χώρας.
Ο νέος ψυχρός πόλεμος ΗΠΑ- Κίνας περνά και από τον ορυκτό πλούτο. Η Κίνα εξασφάλισε τον έλεγχο μεγάλου μεριδίου των στρατηγικών παγκόσμιων αποθεμάτων σπάνιων γαιών, εφαρμόζοντας αποτελεσματικές στρατηγικές. Η Κίνα είναι ήδη ο κορυφαίος προμηθευτής στοιχείων σπάνιων γαιών των ΗΠΑ και κυριαρχεί στην παγκόσμια αγορά λιθίου.
Για την Κίνα, το Αφγανιστάν έχει οικονομική και στρατηγική αξία, ως επέκταση της Belt and Road initiative. Η Κίνα έχει ήδη στρατηγικές συνεργασίες με το Ιράν και διατηρεί επενδύσεις ύψους 62 δις δολαρίων στον Οικονομικό Διάδρομο Κίνας-Πακιστάν. Οι Ταλιμπάν επιδίωξαν στενές διεθνείς σχέσεις, ιδιαίτερα με την Κίνα. Το Πεκίνο έχει ζητήσει από τους Ταλιμπάν να αποτρέψουν τους τρομοκράτες που σχεδιάζουν επιθέσεις εναντίον της Κίνας (Σιντζιάνγκ) και θεωρεί τους ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς ως κλειδί για τη σταθερότητα. Θέλει να επενδύσει στον τομέα των ορυκτών της χώρας, μέσω των κινεζικών υποδομών στο γειτονικό Πακιστάν και θέλει τον έλεγχο του Διαδρόμου του Ουακχάν , που εκτείνεται στα σύνορα της. Όμως, για την Κίνα, ο ανταγωνισμός με τις ΗΠΑ διεξάγεται στην Αν. Ασία και στη Θάλασσα της Ν. Κίνας, όχι τόσο στην Κεντρική Ασία. Το Πεκίνο είναι μετρημένο, δεν θα «καεί» στο Αφγανιστάν. Στην κινέζικη ιστορία, η πτώση της ένδοξης δυναστείας Τάνγκ ξεκίνησε με την απώλεια του Αφγανιστάν και του «δρόμου του μεταξιού» που οδήγησε σε συρρίκνωση της Κίνας για χίλια χρόνια.
Ο Πούτιν, από την πλευρά του, διεκδικεί διεθνή ρόλο στο Αφγανιστάν, ως μεσολαβητής με τη Δύση, ζητώντας αντισταθμιστικά διάλογο για το ουκρανικό, την Λιβύη και τη Συρία. Η Μόσχα, που αντιμετωπίζει απειλή τζιχαντιστών, κυρίως στον Καύκασο, δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο αναγνώρισης του νέου καθεστώτος. Το Κρεμλίνο, σε σύγκριση με τη Δύση, ήταν πιο προετοιμασμένο για την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν και επιδιώκει πολιτικοοικονομικές σχέσεις.
Οι σύμμαχοι των Ταλιμπάν, το Κατάρ και η Τουρκία και οι γείτονες, Πακιστάν και σιιτικό Ιράν είναι οι χώρες που θέλουν να αναμιχθούν άμεσα στο αφγανικό.
Οι βομβιστές του Isis–Khorasan
Το μεγάλο Χορασάν είναι ένας ιστορικός όρος που υποδηλώνει εδάφη της τέως ανατολικής Περσικής Αυτοκρατορίας (του σημερινού Αφγανιστάν, Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν και Πακιστάν). Το Isis-Khorasan εμφανίστηκε το 2015, αυτοαποκαλούμενο ως «επαρχία Χορασάν του Ισλαμικού Κράτους». Είναι σε σύγκρουση με τους Ταλιμπάν χωρίς να είναι ξεκάθαροι οι στόχοι και η ηγεσία του.
Η ίδρυση του από πυρήνες της Αλ Κάιντα πιθανολογείται ότι έγινε στο Βαζιριστάν, ορεινή περιοχή του Πακιστάν (στα βουνά του κρυβόταν ο Οσάμα Μπιν Λάντεν), μη ελεγχόμενη από την κεντρική πακιστανική κυβέρνηση.
Από το 2015 έως το 2018, το κίνημα ήταν ιδιαίτερα ενεργό. Αλλά η ήττα του
Συρο-ιρακινού Χαλιφάτου, επίδρασε αρνητικά στο ηθικό και στα οικονομικά του ISIS-K. Επέζησε χάρη στον έλεγχο ορισμένων ορυχείων και το εμπόριο οπίου. Μετά το 2019, η παρουσία του είναι έντονη στις ανατολικές επαρχίες Νανγκαρχάρ, Κουνάρ, Νουριστάν, Μπανταχσάν.
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, το Isis-Khorasan διαθέτει 2.200 ένοπλους συγκεντρωμένους στην ορεινή επαρχία Κουνάρ, στα σύνορα με το Πακιστάν. Ένα μικτό σώμα, το οποίο περιλαμβάνει Πακιστανούς μαχητές Παστούν που εγκατέλειψαν τη χώρα τους, Αφγανούς λιποτάκτες, Ουζμπέκους εξτρεμιστές και λίγους Άραβες βετεράνους του ISIS.
Οι νέοι Ταλιμπάν στην εξουσία
Οι νέοι Ταλιμπάν (κυρίως Παστούν) δεν είναι πλειοψηφία στο Αφγανιστάν, η κατοχή της κεντρικής εξουσίας δεν τους εξασφαλίζει το μέλλον. Η ισορροπία μεταξύ υπερδυνάμεων, περιφερειακών ισχυρών γειτόνων και εσωτερικής αστάθειας είναι δύσκολο παζλ.
Οι Ταλιμπάν θα βρουν ένα τεράστιο δημοσιονομικό κενό: δις αποθεματικών μπλοκαρισμένα σε ξένες τράπεζες, δέσμευση διεθνών κεφαλαίων για τη βασική λειτουργία του κράτους. Με πολύ χαμηλό ΑΕΠ (20 δις), αλλά και παραοικονομία που στηρίζεται στην παράνομη εξαγωγή χρυσού κτλ. (περίπου 2 δις) και στην παραγωγή οπίου συνολικού κύκλου εργασιών 6,5 δις (2017, UNODC), η χώρα είναι στα πρόθυρα ανθρωπιστικής καταστροφής. Το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Τροφίμων προβλέπει αύξηση της πείνας και της ακραίας φτώχειας που σημαίνει νέα προσφυγικά κύματα.
Το Αφγανιστάν ήταν πάντα εξαρτημένο από το εξωτερικό, από τη Βρετανική Αυτοκρατορία, από τους Σοβιετικούς και από τους Αμερικανούς.
Πριν από το 1978, η χώρα απολάμβανε κάποια σταθερότητα. Η αφγανική κοινωνία βασίστηκε σε ένα σχετικά σαφές κοινωνικό συμβόλαιο: υπήρχε ένα μικρό κράτος που κυβερνούσε τις πολυεθνικές πόλεις, ενώ η ύπαιθρος και οι επαρχίες ήταν στα χέρια των φυλετικών αρχών. Οι Σοβιετικοί ήθελαν να φέρουν τον δικό τους πολιτισμό στις επαρχίες, πυροδοτώντας, όμως, αμέσως τον εμφύλιο πόλεμο. Στην ίδια παγίδα έπεσαν αργότερα και οι Αμερικανοί.
Το Αφγανιστάν σήμερα δεν είναι εκείνο των ‘90ς. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού γεννήθηκε μετά την εισβολή των ΗΠΑ το 2001 και έχει προσδοκίες για το ελάχιστο που εγγυάται ένα κράτος: αστικά και πολιτικά δικαιώματα, σεβασμό των γυναικών, προστασία των μειονοτήτων. Η συντριβή των προσδοκιών αυτών θα δημιουργήσει προβλήματα στους Ταλιμπάν, οι οποίοι έχουν ανάγκη πολιτικής νομιμοποίησης και διεθνούς αναγνώρισης.
Λευτέρης Στουκογεώργος
Πηγή: Independent News