Η κυβέρνηση δεν θα επιτρέψει στην πανδημία να ανακόψει το «μεταρρυθμιστικό» της έργο. Αυτή τη διαβεβαίωση δίνουν σε κάθε ευκαιρία ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί της κυβέρνησης της ΝΔ από την αρχή αυτής της κρίσης. Βεβαίως, η διαβεβαίωση δεν απευθύνεται στις πλατιές μάζες της κοινωνίας, ιδίως αυτές που έχουν πληγεί περισσότερο: τους εργαζόμενους και τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους καλλιτέχνες. Απευθύνεται στον προνομιακό συνομιλητή αυτής της κυβέρνησης, στο μεγάλο κεφάλαιο και σε διάφορους «επενδυτές» που αν έχουν επενδύσει κάπου τα τελευταία χρόνια, αυτό είναι μόνο στον κ. Μητσοτάκη.
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, η πανδημία έχει αξιοποιηθεί ως μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για να προωθήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη δύο βασικούς της στόχους: ο πρώτος είναι η πολιτική επιβολή των νεοσυντηρητικών δυνάμεων και των συμφερόντων τους σε ολόκληρο το φάσμα των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών δραστηριοτήτων. Μια ολομέτωπη επίθεση για την ανατροπή των κεκτημένων, σαν φτηνό κακέκτυπο της νεοφιλελεύθερης «επανάστασης» του Ρήγκαν και της Θάτσερ, η οποία παρουσιάζεται σαν «εκσυγχρονισμός». Η δεύτερη είναι η προετοιμασία, άλλως η «διαπαιδαγώγηση» της κοινωνίας (για να θυμηθούμε τη σχετική ρήση του κ. Γεραπετρίτη) για την κατάσταση των πραγμάτων που ετοιμάζουν οι κυβέρνηση και οι υποστηρικτές της για την επόμενη μέρα της πανδημίας. Αυτή, η επόμενη μέρα, είναι ήδη εδώ, παρούσα και εντός της πανδημίας. Κεντρικό σημείο αυτής της κυβερνητικής επίθεσης κατά της κοινωνίας είναι η διάλυση του πλέγματος προστασίας της εργασίας, η μείωση του μισθολογικού κόστους εν αναμονή «επενδύσεων» και η μεγιστοποίηση της κερδοφορίας του μεγάλου και μη παραγωγικού κεφαλαίου. Άλλωστε, το ρητό του Φρίντμαν «κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεων είναι η αύξηση των κερδών» είναι το εικόνισμα, στο οποίο προσκυνούν.
Πρόκειται για μια μεγάλη ιδεολογική και πολιτική σύγκρουση για τη μελλοντική φυσιογνωμία της χώρας, η οποία επιχειρείται να «λυθεί» με συνοπτικές διαδικασίες και με τη Βουλή να συνεχίζει να υπολειτουργεί, την ώρα που η κοινωνία ακόμα μετράει τις πληγές της και προσπαθεί να συνέλθει από μια πανδημία που ακόμα κάθε άλλο παρά έχει παρέλθει.
Το εργασιακό νομοσχέδιο του κ. Χατζηδάκη είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της νέας, αλλά και τόσο παλιάς, δυστοπικής κανονικότητας. Θα μπορούσε κανείς να το προσεγγίσει απλώς σαν μια ακόμα νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του ΣΕΒ και φτιαγμένη κατά παραγγελία για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της εργοδοσίας -ή, πάντως, μέρους αυτής. Μια παρέμβαση που στοχεύει, μέσα από την κατάργηση των ωραρίων εργασίας (περί αυτού πρόκειται στην ουσία), στην ελαχιστοποίηση του μισθολογικού κόστους. Ωστόσο, είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Η κυβέρνηση της ΝΔ δεν επιχειρεί τίποτα λιγότερο από μια συνολική ανατροπή της ίδιας της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας. Ο εργαζόμενος δεν «πουλάει» πλέον την εργασία του για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η ίδια η έννοια του ωραρίου εργασίας θεωρείται παρωχημένη, όπως δήλωνε ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης πολύ πριν η επέλαση του COVID δώσει την πρόσθετη διάσταση της εξ αποστάσεως εργασίας. Αυτό που «πουλάει» είναι ένα «σετ δεξιοτήτων», στην πραγματικότητα τη διαθεσιμότητα του ίδιου να προσφέρει εργασία όταν κρίνει ο εργοδότης και για όσο κρίνει ο εργοδότης. Ο οποίος, χάρη σε αυτήν την κυβέρνηση, θα μπορεί πλέον να «αγοράζει» τα παραπάνω σε εξαιρετικά συμφέρουσα για τον ίδιο τιμή. Η τηλεργασία γίνεται, από εργαλείο διευκόλυνσης, εργαλείο επιβολής μιας νοοτροπίας που θέλει τον εργαζόμενο «διαθέσιμο» 24 ώρες το 24ωρο, 7 μέρες την εβδομάδα. Και για αυτό του αρνείται ακόμα και το δικαίωμα να κάνει «log-off».
Κι όμως, το 8ωρο την ημέρα είναι βασική παράμετρος στην αγορά εργασίας, για όλα -για τον κατώτατο μισθό, για τις συλλογικές συμβάσεις, για τις υπερωρίες. Γι’ αυτό, λόγου χάρη, πριν λίγες δεκαετίες είχαμε 18 ώρες ημερήσια εργασία και εργάσιμη εβδομάδα 6 ημερών και τώρα έχουμε 40 ώρες με 5ήμερη εργασία. Γι’ αυτό, ακόμα και οι ιδιαίτερες συμβάσεις -βασικά εποχικών δραστηριοτήτων- στηρίζονταν στο ωράριο εργασίας. Γι’ αυτό και υπήρξε (υπάρχει) η διαφοροποίηση υπαλλήλου με εργάτη. Και ούτω καθεξής.
Όλα αυτά πνίγονται σε ένα «ενημερωτικό» περιβάλλον υπερκορεσμένο σε βαθμό εξαντλήσεως από πληροφορίες, σχετικές ή άσχετες, αληθείς ή κατασκευασμένες, σημαντικές ή ασήμαντες, αδιάφορο. Το μόνο που έχει σημασία είναι να ελαχιστοποιηθεί η δυνατότητα του αποδέκτη να επεξεργαστεί την πληροφορία, να τη φιλτράρει και να σχηματίσει μια, στο μέτρο του δυνατού, σαφή εικόνα για αυτό που συμβαίνει στην κοινωνία και στον ίδιο. Και, στη συνέχεια, να διαμορφώσει τη θέση του και να αντιδράσει συλλογικά.
Υπερασπίζομαι την αναγκαία αύξηση του κατώτατου μισθού ως στοιχείο ανάπτυξης, όπως υπερασπίζομαι τον αναγκαίο εκσυγχρονισμό και αναπροσανατολισμό των επιχειρήσεων. Όμως, είμαι σαφώς αντίθετος στο να πληρώσουν οι εργαζόμενοι μέρος της ιδιωτικής επένδυσης -ίσως και το μεγαλύτερο- μέσω της μείωσης του μισθολογικού κόστους. Επένδυσης, της οποίας το κέρδος θα ιδιοποιηθεί απολύτως ο ιδιώτης επενδυτής. Εδώ είναι το κλειδί. Για παράδειγμα, μια κλωστή ενώνει τον αντεργατικό νόμο με την κυβερνητική αντίληψη για την πράσινη μετάβαση μέσω 5-10 μεγάλων εταιριών.
Η κυβέρνηση θεωρεί ότι με τον συνδυασμό μηντιακής παραπληροφόρησης, καλλιέργειας κλίματος φόβου και ατομικισμού και, κυρίως, εκμετάλλευσης της πανδημίας για να καταστείλει κάθε πολιτικό έλεγχο και κάθε κοινωνική αντίδραση στα σχέδια της, έχει πετύχει τους δύο παραπάνω στόχους. Αυτό, όμως, που δεν έχει υπολογίσει είναι ότι οι κοινωνικές διεργασίες, ιδίως αυτές που οδήγησαν στις μεγάλες ιστορικές μεταβάσεις, ανατροπές, ακόμα και επαναστάσεις της Ιστορίας, έχουν τη δική τους δυναμική, η οποία δεν μπορεί να μπει στα καλούπια που θα επιθυμούσαν διάφοροι. Δεν μπαίνουν σε καραντίνα. Κι αν, συγκυριακά λόγω του κορονοϊού, δεν μπορούν να εκφραστούν με τους τρόπους που θα εκφράζονταν υπό κανονικές συνθήκες, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούν να καταπνιγούν. Το αντίθετο: η κοινωνική δυσαρέσκεια και η κοινωνική αντίδραση στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς είναι βέβαιο ότι θα βρει νέους τρόπους έκφρασης. Το στοίχημα της Αριστεράς και ιδίως του ΣΥΡΙΖΑ, ως μαζικότερου πολιτικού κόμματος της Αριστεράς, είναι να γίνει όχι μόνο το όχημα έκφρασης της λαϊκής δυσαρέσκειας στην πολιτική της διάσταση, αλλά, πολύ περισσότερο, ο φορέας μιας ριζοσπαστικής, δημοκρατικής εναλλακτικής πρότασης για τη χώρα.
Δημήτρης Βίτσας
Πηγή: Independent News