Οι προοπτικές για την κλιματική δράση έχουν αρχίσει να μοιάζουν περισσότερο ελπιδοφόρες. Οι ακτιβιστές κατάφεραν να επιβάλουν το θέμα στην ειδησεογραφική ατζέντα και φόβισαν τους επενδυτές. Χώρες, πόλεις και εταιρείες διεθνώς προβαίνουν σε δεσμεύσεις μηδενικών εκπομπών.
Βρισκόμαστε, επομένως, σε μία φάση που το μέλλον φαντάζει ταυτόχρονα συνεκτικό και ρεαλιστικό. Παρότι οι πολιτικές για το κλίμα και την ενέργεια δεν έχουν υλοποιηθεί πλήρως, συνομολογείται πως το μέλλον μας θα είναι χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
Αυτό μας επιτρέπει να πάρουμε ανάσα;
Είναι περίπλοκο. Ας μιλήσουμε για τις τρεις προκλήσεις που θα βρούμε μπροστά μας τη δεκαετία που διανύουμε, για την ευκαιρία που ανοίγεται και το εμπόδιο που θα συναντήσουμε.
Κατανοώντας το μηδενικό αποτύπωμα
Η πρώτη πρόκληση είναι πασιφανής. Οι μηδενικές εκπομπές δεν επιτυγχάνονται με τη σταδιακή μείωση της παραγωγής ορυκτών καυσίμων. Ένα μηδενικό αποτύπωμα σημαίνει, αντίθετα, ότι θα υπάρχει ποσότητα υπολειπόμενων «δύσκολο να εξαλειφθούν» εκπομπών, που θα εξισορροπούν κάποιες αρνητικές εκπομπές. Το εύρος αυτών των υπολειπόμενων εκπομπών αερίου θα είναι το επίκεντρο της συζήτησης τη δεκαετία του 2020.
Το πλαίσιο συζήτησης για την κλιματική αλλαγή αποτελεί μια επιτυχία των εταιρειών ορυκτών καυσίμων. Τράβηξαν την προσοχή μας –και το νομοθετικό πλαίσιο– στο ζήτημα των εκπομπών, αντί της παραγωγής. Υπό αυτό το πρίσμα, το πρόβλημα δεν είναι τι εξορύσσεται, αλλά τι καίγεται.
Έτσι έχουμε μια Συμφωνία του Παρισίου που θέτει ως στόχο το μηδενικό αποτύπωμα, αλλά παραβλέπει την παραγωγή. Αντί να οριστεί ως στόχος η παύση της παραγωγής, προωθείται η «ενεργειακή μετάβαση». Η ιδέα της ενεργειακής μετάβασης επιτρέπει μια οργανική μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι οποίες είναι πιο οικονομικές από τα ορυκτά καύσιμα. Η άνοδος της ηλιακής ενέργειας συμβάλλει σε αυτή την τάση: η τιμή της έχει μειωθεί κατά 89% τα τελευταία δέκα χρόνια και είναι πλέον φθηνότερη και από τον άνθρακα, που είναι μια βασική αιτία που έχουν κλείσει τόσες μονάδες άνθρακα.
Ωστόσο, η επιστημονική ανάλυση μάς λέει πως τα ορυκτά καύσιμα πρέπει να αποσυρθούν άμεσα και όχι να αναμένουμε το φυσικό τους θάνατο. Προκειμένου να επιτύχουμε το στόχο του 1,5 βαθμού Κελσίου, η παραγωγή πρέπει να μειωθεί κατά 6% την τρέχουσα δεκαετία. Επιπλέον, πρέπει να αποσύρουμε τα αυτοκίνητα με κινητήρες εσωτερικής καύσης και να τοποθετήσουμε λέβητες αερίου στα κτίρια. Μια βασική πρόκληση για αυτή τη δεκαετία είναι και η υιοθέτηση της σταδιακής απόσυρσης των ορυκτών καυσίμων και των παραγώγων τους. Για να το πετύχουμε αυτό, πρέπει να προσδιορίσουμε ποιες είναι οι εκδοχές μηδενικού αποτυπώματος. Το κρίσιμο ερώτημα είναι: Ποιες εκπομπές είναι πραγματικά αδύνατο να εξαλειφθούν;
Ένας κόσμος δύο γιγατόνων
Επί του παρόντος, οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου ανέρχονται σε 50 γιγατόνους (Gt) ετησίως. Τα μοντέλα που επεξεργάζεται η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή, στοχεύουν σε ένα μέλλον με 10 έως 20 Gt εναπομεινασών εκπομπών το έτος, αντισταθμιζόμενοι με 10 έως 20 Gt αρνητικών εκπομπών.
Η απάλειψη τόσων πολλών γιγατόνων άνθρακα από την ατμόσφαιρα θα προϋπέθετε ένα τεράστιο πρόγραμμα ανέγερσης υποδομών. Θα σήμαινε, ουσιαστικά, αντιστροφή της λειτουργίας της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων και αναδάσωση τεράστιων εκτάσεων γης.
Το πρόβλημα είναι ότι, προς το παρόν, δεν έχουμε τη γλώσσα, τις εικόνες ή τα εννοιολογικά εργαλεία για να περιγράψουμε έναν κόσμο με 2 γιγατόνους εναπομείνασων εκπομπών, αντί 20 γιγατόνων. Στο πρώτο σενάριο, οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων θα έχουν κλείσει, διαφορετικά θα έχουν μετατραπεί σε εταιρείες διαχείρισης άνθρακα ή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Στο δεύτερο σενάριο, εταιρείες ορυκτών καυσίμων θα συνεχίσουν να υπάρχουν και να παράγουν σημαντικές ποσότητες αερίου και μεγάλη ποσότητα πετρελαίου.
Χωρίς τα εργαλεία για να υποστηρίξουμε το έναν από τους δύο κόσμους, έχουμε κολλήσει με μαθηματική ακρίβεια και χωρίς να υπάρχει τρόπος να παρέμβουμε στη ρητορική περί «τέλους των ορυκτών καυσίμων». Πρόκειται για ένα σύνθημα, που θα δυσκολευόμαστε όλο και περισσότερο να υπερασπιστούμε.
Το αποτύπωμα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας
Η δημιουργία ενός απανθρακοποιημένου ενεργειακού συστήματος προϋποθέτει την κατασκευή πολλών υποδομών, σε έναν πυκνοχτισμένο κόσμο. Πρόσφατη έρευνα του Princeton για τις εκδοχές μηδενικού αποτυπώματος στις ΗΠΑ έως το 2050, καταλήγει σε μια πρόταση πλήρους κάλυψης της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, οι οποίες θα καταλάβουν έκταση ενός εκατομμυρίου τετραγωνικών χιλιομέτρων αιολικών πάρκων. Αυτό σημαίνει κάλυψη ισότιμη των πολιτειών Αρκάνσας, Αϊόβα, Κάνσας, Μισσούρι, Νεμπράσκα και Οκλαχόμα ή αντίστοιχα της Γαλλίας και της Ισπανίας. Θα απαιτούσε, επίσης, μια περιοχή ίση με τη Δυτική Βιρτζίνια για την ηλιακή ενέργεια, όπως και τη μετατροπή ολόκληρης της ακτογραμμής του Ατλαντικού σε αιολικό πάρκο.
Αν περάσει μια τέτοια πρόταση, οι αγροτικές περιοχές θα μετατραπούν σε απέραντες ζώνες παραγωγής ενέργειας, ώστε να μπορέσουν να τροφοδοτήσουν τις πόλεις. Τι θα συμβεί όταν η εξάρτησή μας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα επεκταθεί στο σημείο που θα υπάρξουν πραγματικές προκλήσεις αξιοπιστίας;
Μέχρι στιγμής, η κλιματική δράση έχει αναπτυχθεί σε μια περίοδο ενεργειακής αφθονίας. Οι περισσότεροι άνθρωποι στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες του Βορρά δεν έχουν έρθει αντιμέτωποι με ενεργειακές ελλείψεις. Πρέπει να συγχρονίσουμε προσεκτικά την επέκταση της καθαρής ενέργειας με την απάλειψη τις υπάρχουσας παραγωγής, ώστε να αποφευχθούν οι περιορισμοί εφοδιασμού.
Αυτό γίνεται κατανοητό μεταξύ των ειδικών, αλλά οι σχεδιαστές πολιτικής δεν έχουν ακόμα εντάξει το ενδεχόμενο στα σχέδιά τους. Η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων θα εκμεταλλευτεί την έλλειψη ενέργειας, για να μας αναγκάσει να επιστρέψουμε στις ανοιχτές της αγκάλες –κάτι που θα είναι ακόμα ευκολότερο αν τα ορυκτά καύσιμα έχουν χαμηλότερη περιεκτικότητα σε άνθρακα.
Καύσιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα
Εάν κάνουμε τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας άφθονες και φθηνές, ενώ εφαρμόζουμε μερικές μετριοπαθείς κλιματικές πολιτικές, σημαίνει ότι θα έχουμε την ευκαιρία να παράγουμε ορυκτά καύσιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα. Η ιδέα αυτή μπορεί να ακούγεται οξύμωρη, αλλά η δυνατότητα παραγωγής τέτοιων καυσίμων είναι αποτέλεσμα της κλιματικής δράσης.
Ο περισσότερος κόσμος αδιαφορεί για το πώς προκύπτει η ενέργεια που καταναλώνει, αρκεί να είναι διαθέσιμη. Αν προκύψουν προβλήματα με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενώ τα ορυκτά καύσιμα γίνουν πιο πράσινα, θα μπορούσαμε να έχουμε μια «εύλογη» συναίνεση στο να είναι τα ορυκτά καύσιμα τμήμα του ενεργειακού μείγματος στο ορατό μέλλον.
Μια τέτοια συναίνεση θα προκαλούσε σειρά κινδύνων. Θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε μια κατάσταση όπου οι προσπάθειες για την απανθρακοποίηση των ορυκτών καυσίμων θα έπεφταν στο κενό, ενώ οι πληττόμενες κοινότητες θα συνέχισαν να υποφέρουν από την ατμοσφαιρική ρύπανση και από τις επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων.
Διχασμός του Κεφαλαίου
Μια καθαρή προσέγγιση που θα επιμένει στη μη εξόρυξη των αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων, πιθανά δεν θα είναι αρκετή για να απαλείψει αυτούς τους κινδύνους, καθώς το αίτημα για ενέργεια θα γίνεται όλο και πιο επιτακτικό στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας. Θα πρέπει να έρθουμε αντιμέτωποι με το ερώτημα τι θα απογίνει η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων. Χρειάζεται μια προγραμματισμένη σταδιακή κατάργηση και όχι μια απρογραμμάτιστη αυτοανάφλεξη.
Η πιο λογική οπτική για το πώς θα επιτευχθεί αυτό μάς οδηγεί στην ιδέα του δημόσιου ελέγχου ή της δημόσιας ιδιοκτησίας, μέσω μιας πληθώρας κανονισμών ή κρατικοποιήσεων/κρατικών επενδύσεων. Τότε θα πρέπει σταδιακά να αναστείλουμε την παραγωγή, έως ότου χτίσουμε μια οικονομία, που θα στηρίζεται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και το πράσινο υδρογόνο. Μπορεί αυτό να ακούγεται φιλόδοξο, από το σημείο που βρισκόμαστε, είναι η μόνη προφανής λύση. Πώς, ωστόσο, θα χτίσουμε την πολιτική δυνατότητα για να τεθεί αυτό σε εφαρμογή;
Η κλιματική δράση δεν είναι μια υπόθεση «πράσινου πλυσίματος». Είναι μια επιχειρηματική ευκαιρία για την τεχνολογία. Η τεχνολογία είναι ένας απαραίτητος τομέας για την ενέργεια και το κεφάλαιο, για να οικοδομηθούν εναλλακτικές των ορυκτών καυσίμων λύσεις. Ανοίγεται μια ευκαιρία για εμάς, ώστε να συνεργαστούμε με εργαζόμενους στην τεχνολογία, που προτίθενται με τις δεξιότητές τους να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή.
Ταυτόχρονα, χάριν της δημοκρατίας μας, οφείλουμε διεμβολίσουμε πλατφόρμες όπως το Facebook και να τις μετατρέψουμε σε κοινό αγαθό, ως υποδομή. Η κατακρήμνιση των τεχνολογικών μονοπωλίων μπορεί να φαντάζει ξεχωριστό ζήτημα. Στην πράξη, ωστόσο, καταλήγει να μία από τις σημαντικότερες δράσεις που πρέπει να αναλάβουμε για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
Ο αντίκτυπος των λοκντάουν
Η εμπειρία του περασμένου έτους ενίσχυσε τη στάση εκείνων που καταδείκνυαν πως οι εκτός πραγματικότητας ελίτ με τα διδακτορικά τους έχουν την τάση να ελέγχουν τη ζωή μας. Έχουν αναπτυχθεί πλέον δίκτυα ανθρώπων, ένα είδος κοινότητας, που αντιστέκονται στα λοκντάουν για τον κορονοϊό. Θα μπορούσαν κάλλιστα να μεταφέρουν αυτό το πολιτικό κεφάλαιο σε ένα φαντασιακό αντίστασης στα κλιματικά λοκντάουν.
Υπάρχουν και άλλα διδάγματα από την εμπειρία της πανδημίας και τις αποτυχίες διαχέιρισής της, που έχουν άμεσο αντίκτυπο στον κλιματικό ακτιβισμό. Πρώτα από όλα, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης μπορεί να διευκολύνουν τρομερές παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως η υπερβολική χρήση βίας. Διεθνώς, κράτη χρησιμοποίησαν έκτακτους περιορισμούς για να εδραιώσουν τις αυταρχικές τους εξουσίες. Έχοντας αυτή την εμπειρία, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί όταν αναφέρουμε την κλιματική κρίση ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Είναι πιο λογικό να παρουσιάσουμε την κλιματική αλλαγή ως την πρόκληση της δεκαετίας, που θα χρειαστεί προσεκτικό και συναινετικό σχεδιασμό. Αντί να απαιτήσουμε περιορισμούς στην συμπεριφορά των ανθρώπων, που θα είναι η θρυαλλίδα για μια δεξιόστροφη αντίδραση, θα πρέπει να επικεντρωθούμε σε δράσεις που θα είναι πραγματικά αποτελεσματικές, όπως να χρηματοδοτήσουμε ένα εθνικό ηλεκτρικό δίκτυο ή να υπαχθούν σε κανόνες εξαιρετικά ρυπογόνες βιομηχανίες.
Ελευθερία επιλογής
Πρέπει να μετακυλήσουμε τις κλιματικές πολιτικές σε μια προληπτική μορφή, με το βλέμμα στις τεχνολογίες και τους αγώνες που έπονται. Να επικεντρωθούμε στην υποδομή και την καινοτομία σε τεχνολογίες που σχετίζονται με το κλίμα και την ενέργεια, από μπαταρίες και υδρογόνο μέχρι την προηγμένη κατασκευή άνθρακα.
Χρειαζόμαστε μια νέα στρατηγική για να παρουσιάσουμε το περιεχόμενο της Πράσινης Νέας Συμφωνίας, να αποφύγουμε να μιλήσουμε με όρους έκτακτης ανάγκης ή περιορισμών στη συμπεριφορά των ανθρώπων και να επικεντρωθούμε στο να προσφέρουμε επιλογές τόσο στους καταναλωτές, όσο και στους εργαζόμενους.
Οι επενδύσεις σε νευραλγικές περιοχές θα μπορούσαν να ανοίξουν τη βεντάλια των επιλογών στους ανθρώπους: μεταξύ διαφορετικών παρόχων καθαρής ενέργειας, για παράδειγμα, ή μεταξύ μιας διαδρομής με τρένο ή με ποδήλατο. Θέλετε ένα γρήγορο ηλεκτρικό αυτοκίνητο, που είναι πιο οικονομικό από το παλιό σας αμάξι; Θέλετε ένα θερμοσυσσωρευτή αντί να είστε με τον παλιό και ακριβό λέβητα;
Ο μόνος τρόπος για να αποκτήσετε αυτές τις επιλογές είναι οι δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές και καινοτομία. Οι εταιρείες δεν πρόκειται να τις δημιουργήσουν για εμάς. Θέλετε να μπορείτε να επιλέξετε που θα εργαστείτε και υπό ποιες συνθήκες; Τότε πρέπει να διαλύσουμε αυτές τις εταιρείες και να δημιουργήσουμε στη θέση τους δημόσιες, που θα αμείβουν τους εργαζόμενους καλά.
Η Αριστερά πρέπει να βάλει αυτές τις τεχνολογικές και πολιτικές επιλογές σε ένα πρόγραμμα, που θα είναι κατανοητό και επιθυμητό από όλους, ακόμα και από αυτούς που κατοικούν στις αγροτικές περιοχές, όπου θα αναπτυχθούν αυτές οι υποδομές.
Το αντεπιχείρημα πρέπει να είναι: οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων καταπίνουν την καινοτομία και περιορίζουν τις επιλογές για ένα καλύτερο μέλλον. Η αγορά δεν πρόκειται να παράξει τις καλύτερες δυνατές επιλογές, από μόνη της. Αν θέλετε ένα ανοιχτό μέλλον, με νέες τεχνολογίες και νέες προοπτικές, συνταχθείτε μαζί μας.
H Holly Jean Buck είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας του UCLA. Συγγραφέας του βιβλίου After Geoengineering: Cliamte Tragedy, Repair and Restoration (Μετά τη Γεωμηχανική: Κλιματική Τραγωδία, Επανόρθωση και Αποκατάσταση). Το παρόν είναι εκτενές απόσπασμα από το κείμενο της Μπακ στο αμερικάνικο περιοδικό Γιάκομπιν (jacobinmag.com), με τον τίτλο We need to Change How We Talk About Climate Action (22/5/21).
Επιμέλεια-μετάφραση: Ιωάννα Δρόσου
Πηγή: Η Εποχή