Ένας από τους εξέχοντες Βρετανούς θεωρητικούς της σοσιαλδημοκρατίας (και πατέρας αρχηγού του Εργατικού Κόμματος), ο Ραλφ Μίλιμπαντ, έγραψε (το 1974): «Ό,τι υπάρχει από θεωρητική έρευνα στον τομέα της πολιτικής σ’ αυτό που μπορεί να αποκληθεί κλασικός μαρξισμός (αρχίζοντας από τον ίδιο τον Μάρξ) είναι αποσπασματικό, χωρίς σύστημα, και συχνά εντάσσεται σ’ άλλον τομέα… Αυτή η απουσία συστηματικής πολιτικής θεωρίας στο έργο του Μαρξ, του Ένγκελς και των πιο επιφανών διαδόχων τους σημαίνει πραγματικά ότι μια μαρξιστική πολιτική θεωρία χρειάζεται να κατασκευασθεί από τη μάζα του ποικίλου και αποσπασματικού υλικού που σχηματίζει το corpus του μαρξισμού».
Μετά από σαράντα δύο χρόνια στην ίδια εμβριθή διαπίστωση προβαίνει γνωστή ιστοσελίδα του ελληνικού αριστερού χώρου. Η διαπίστωση είναι αναγκαία, προκειμένου να στηριχθεί το συμπέρασμα του συμπαθούς αρθρογράφου: «Να τελειώνουμε με την Αριστερά», για «να πλησιάσουμε περισσότερο στα κοινοτικά/αμεσοδημοκρατικά/εξισωτικά/τοποκεντρικά περιεχόμενα ενός αντιεξουσιαστικού κομμουνισμού». «Ες κόρακα», λοιπόν, ο κομμουνισμός του Μαρξ και της συντροφιάς του! Δεν υπάρχει βέβαια τίποτε καινούργιο σ΄ αυτή την αρειμάνια απόρριψη. Καθένας με τη γνώμη του. Εξάλλου, είναι αλήθεια ότι «δεν υπάρχει κανένα βιβλίο των Μαρξ και Ένγκελς που να λέγεται «Το κεφάλαιο ‒ κριτική της αστικής πολιτικής». Υπάρχουν μόνο ορισμένες «ωραίες σελίδες» τους. Αν οι «σελίδες» αυτές, για παράδειγμα το διάσημο κείμενο του Μαρξ για τον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία ή το πολύ προγενέστερο «Χειρόγραφο του Κρόιτσναχ» (Κριτική των Αρχών της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ) αποτελούν τομές συνέχειας/ασυνέχειας στην οξυδερκή σύλληψη και τη διεισδυτική επεξεργασία μιας «πρωτογενούς» θεωρίας για το πολιτικό στοιχείο στη δομή ενός κοινωνικού σχηματισμού, αυτό δεν ενδιαφέρει.
«Ενδιαφέρει» να καταδικασθεί με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ο «αστικός τρόπος άσκησης πολιτικής» από την Αριστερά. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Η εμφανής αμηχανία που περιβάλλει το αίτημα παραπέμπει την ασάφειά του στα… ελλείμματα της σκέψης του Μαρξ και του Ένγκελς. Αλλά η ασάφεια είναι φαινομενική. Η ουσία της απόρριψης δεν κρύβεται. «Ένα μεγάλο ποτάμι εισόδου στην αστική πολιτική είναι ο φιλοκοινοβουλευτισμός». Και «σ’ αυτό το ποτάμι κολυμπάνε εδώ και αρκετό καιρό όλα τα βασικά σχήματα της κομμουνιστογενούς Αριστεράς στην Ελλάδα και διεθνώς, με λίγες τιμητικές εξαιρέσεις». «Ες κόρακα» λοιπόν και το «αστικό» κοινοβούλιο και μαζί σύμπασα η Αριστερά!
Πρωτοτυπία τα περί φιλοκοινοβουλευτισμού; Αλλά τα ίδια ακριβώς υποστήριζε ένα τμήμα των Γερμανών και Ολλανδών κομμουνιστών εν έτει 1919. Και θα παραβίαζε κανείς ανοικτές πόρτες αν επικαλούνταν την αμείλικτη καταδίκη των απόψεών τους από τον Λένιν, που ξεκαθάρισε από τότε το ζήτημα. Το κοινοβούλιο, έγραφε ο Λένιν, «έχει γίνει εξαιρετικά μισητό στους πρωτοπόρους αγωνιστές-επαναστάτες της εργατικής τάξης…», αλλά «θα ήταν παιδαριωδία να υποκύψει κανείς σ’ αυτήν τη διάθεση» και να αποκλείσει τη χρησιμοποίηση του κοινοβουλίου για τους σκοπούς του κινήματος».
Η αρχαιότητα ενός τρόπου «φυγής προς τα εμπρός» εν ονόματι της «ιδεολογικής καθαρότητας» είναι ολοφάνερη, Αλλά στο «ποτάμι» του κοινοβουλευτισμού, όπως και στα πραγματικά ποτάμια της φύσης, έχει από τότε κυλήσει πολύ νερό κάτω από τις γέφυρες. Σήμερα η αρνητική «διάθεση», στην οποία αναφερόταν ο Λένιν, εκφράζεται σ’ ένα μέρος του φάσματος της αριστερής διανόησης, με εντελώς διαφορετικούς όρους.
Ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του «δυτικού» μαρξισμού, ο Πέρυ Άντερσον, διευθυντής της New Left Review, δείχνει, από άλλη αφετηρία, ανάλογη σπουδή για ένα «τελείωμα» της Αριστεράς. Βυθισμένος σ’ έναν απύθμενο πεσιμισμό, παραμένει πιστός σ’ αυτήν, αλλά η εκτίμησή του για τη συνέχιση της μεγάλης επίθεσης που εξαπέλυσαν τη δεκαετία του 1980, με αιχμή το νεοφιλελευθερισμό, οι δυνάμεις του κεφαλαίου εναντίον του κόσμου της εργασίας, τον οδηγεί σ’ ένα παραλυτικό, εξουθενωτικό συμπέρασμα: «Η μόνη αφετηρία για μια ρεαλιστική Αριστερά σήμερα» υποστηρίζει «είναι η καθαρή καταγραφή της ιστορικής ήττας».
Η ήττα δεν αφορά μόνο την Αριστερά, και δεν έχει προηγούμενο σε μια μακρά περίοδο αιώνων: «Για πρώτη φορά από τη Μεταρρύθμιση [του Λουθήρου] δεν υπάρχουν πια καθόλου σημαντικές αντιπολιτεύσεις ‒δηλαδή συστηματικές ανταγωνιστικές προοπτικές‒ στη Δύση, στον κόσμο της σκέψης, αλλά ακόμη και σε διεθνή κλίμακα, αν απορρίψουμε τα θρησκευτικά δόγματα ως αναποτελεσματικούς αρχαϊσμούς» διαβεβαιώνει ο Πέρι Άντερσον. Και κλιμακώνει ως εξής την άποψή του: Παρά τους περιορισμούς στη δράση του, «ο νεοφιλελευθερισμός, ως δέσμη αρχών, κυβερνά αδιάσπαστος τον πλανήτη: Η πιο επιτυχής ιδεολογία στην παγκόσμια ιστορία». Εδώ ο πεσιμισμός υπερβαίνει κάθε όριο και η προσίδια οπτική οδηγεί στην απώλεια της όρασης.
Υπάρχει μια παράξενη συμμετρία ανάμεσα στις δύο οπτικές. Ένθεν κακείθεν ‒στην ελληνική ιστοσελίδα και στην έγκυρη New Left Review‒, στην πρόσληψη της πραγματικότητας και στην πρόσβλεψη της Αριστεράς οι υπερβολές περισσεύουν και τα πιο σκοτεινά χρώματα κυριαρχούν. Είναι οι οπτικές της ήττας (θυμάστε την «ποίηση της ήττας»;). Τον ορίζοντά τους καθορίζει η εκτίμηση ότι ο συσχετισμός της δύναμης ανάμεσα στον κόσμο του κεφαλαίου και τον κόσμο της εργασίας δεν έγινε πιο ευνοϊκός για τον δεύτερο μέσα στα τελευταία τριάντα χρόνια που διαρκεί η επίθεση του μεταφορντικού καπιταλισμού, με τα λάβαρα του νεοφιλελευθερισμού. Η επίθεση ως τώρα μετρά σειρά επιτυχιών.
Ένα ιστορικό προηγούμενο έρχεται στο νου: η υποχώρηση της επαναστατικής πλημμυρίδας την άνοιξη του 1921, τέσσερα χρόνια μετά τη νικηφόρα Οκτωβριανή Επανάσταση. Οπωσδήποτε η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, αλλά είναι αξιοσημείωτο ότι η ήττα και η άμπωτη της εξεγερτικής πλημμυρίδας στη μεταπολεμική Γερμανία τροφοδότησε τότε, αντίθετα από ό,τι σημβαίνει τώρα, λιγότερο την απαισιοδοξία της νόησης και περισσότερο την αισιοδοξία της βούλησης (για να θυμηθούμε τον Γκράμσι και τον Ρομαίν Ρολλάν).
Ο «ιστορικός πεσιμισμός» του Άντερσον είναι ξένος για τον γνωστό φιλόσοφο Άγκαμπεν. Λέει σε μια συνέντευξή του: «Οι έννοιες απαισιοδοξία και αισιοδοξία δεν έχουν να κάνουν με τη σκέψη. Ο Ντεμπόρ ανάφερε συχνά μια φράση από ένα γράμμα του Μαρξ: Η απελπισία των καταστάσεων της κοινωνίας στην οποία ζω με γεμίζει με ελπίδα». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι οπτικές της ήττας και ο πεσιμισμός απορρέουν από αυτό που ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ονόμαζε «αριστερή μελαγχολία». Ο δικός μας καθηγητής Κώστας Δουζίνας εξηγεί τι είναι αυτή: «Χαρακτηρίζει τον επαναστάτη που, προσκολλημένος στην παλιά του θεωρία και ιδεώδες ‒ακόμη και στην αποτυχία του ιδεώδους αυτού‒ δεν στρέφεται στη δυνατότητα να παρέμβει στην τρέχουσα πολιτική κατάσταση αλλάζοντας τον κόσμο […]. Και αντί να σκεφθεί το νέο κίνημα και κόμμα, με νέα θεώρηση και πρακτική, η προσκόλληση στο χαμένο αντικείμενο του πόθου δεν επιτρέπει την εγκατάλειψή του. Έτσι, η αδυναμία της μελαγχολικής Αριστεράς να αλλάξει αμέσως τα πράγματα οδηγεί αδήριτα στο απάνεμο λιμάνι της ιδεολογικής καθαρότητας…»
Υπάρχουν πολλοί τρόποι «να τελειώνουμε».
Πηγή: Αυγή