Τρεις συνεχόμενες επιθέσεις κατά του ΣΥΡΙΖΑ τις τελευταίες μέρες από τον Κ. Μητσοτάκη είναι ικανή ύλη να αναζητήσουμε τις πολιτικές ερμηνείες τους. Τις προηγούμενες εβδομάδες η εικόνα που “ενέπνεε” στους φιλικούς αρθρογράφους το Μαξίμου ήταν αυτή του κεντροδεξιού πολιτικού ηγέτη, που στο νου του έχει τον κόσμο του Κέντρου!
Πρώτα, όμως, ας τις συνοψίσουμε. Η πρώτη επίθεση, συνήθους έντασης, έγινε με αφορμή τη συζήτηση για τη ψήφο των αποδήμων. Αναφέρθηκε στο “μικρόψυχο κομματικό συμφέρον του ΣΥΡΙΖΑ που έθεσε βέτο στην πρόθεση της κυβέρνησης να άρει κάθε περιορισμό στη συμμετοχή των εκτός συνόρων συμπολιτών μας”.
Η δεύτερη, αρκετά βαρύτερη και σαφώς εμπνευσμένη από τον δομικό αντικομουνισμό του κ. Βορίδη, καταγράφηκε στη διαδικτυακή συζήτηση με θέμα “200 χρόνια Ελεύθερης Ελλάδας: 1821 – 2021. Από το ιδεώδες, στην πράξη, της Δημοκρατίας, τότε και τώρα”. Υποστήριξε, ενθυμούμενος την εποχή της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ, ότι η αλλαγή της νοοτροπίας που τη συνόδευε ήταν η σημαντικότερη πρόκληση που θεώρησε πως είχε όταν ανέλαβε πρόεδρος ενός κεντροδεξιού κόμματος! Ήθελε να βρει, είπε, “πώς αντιμετωπίζει κανείς κάτι που θεωρώ όχι μόνο οικονομική απειλή, αλλά και απειλή προς τους θεσμούς μας, με δημοκρατικά μέσα”. Τόσο κυνικά, για τον Κ. Μητσοτάκη αυτό είναι το “ιδεώδες, στην πράξη, της Δημοκρατίας”. Τουλάχιστον ο ΑΝ509/1947, το ιδιώνυμο επί Βενιζέλου παλαιότερα, προϋπέθεταν για να δικαστείς ως αριστερός και κομμουνιστής – επί δικτατορίας και ως δημοκράτης – το “δια βίαιων μέσων”. Τώρα αρκεί και το “δια νομίμων μέσων”.
Η τρίτη, έγινε στην επέτειο των σαράντα χρόνων από την ένταξη στην ΕΟΚ. Επέλεξε να είναι καθαρά πολιτικός διότι δεν είναι να παίζει κανείς με την πολιτική απειλή που αντιπροσωπεύει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Και ήταν τόσο ακραίος που τον λογόκρινε έως και η “Καθημερινή”. Υποστήριξε αρχικά: “γύρω από το ζητούμενο της δυνατής ευρωπαϊκής Ελλάδας οικοδομήθηκαν ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις αναβαθμίζοντας την ποιότητα της εσωτερικής πολιτικής ζωής”, προσθέτοντας, “με ένα μόνο σκοτεινό διάλειμμα την περίοδο κατά την οποία επικράτησε ο διχαστικός λαϊκισμός, το 2015. Τότε που η χώρα οδηγήθηκε ένα μόλις βήμα πριν τον γκρεμό”. Αφήνουμε στην άκρη τη “δυνατή ευρωπαϊκή Ελλάδα” που η ΝΔ –και το ΠΑΣΟΚ– παρέδωσε χρεοκοπημένη στην επάρατη Αριστερά. Όμως, αυτό το “σκοτεινό διάλειμμα” θα τον ακολουθεί και γι’ αυτό η “Καθημερινή” στο πρωτοσέλιδό της το λέει “δυσάρεστο διάλειμμα”. Δίκαια ο ΣΥΡΙΖΑ αντέδρασε υπενθυμίζοντάς του τον λαϊκισμό της συμμετοχής στα συλλαλητήρια για το μακεδονικό.
Προς τι η επιθετικότητα;
Η πρώτη ερμηνεία είναι ότι αντιστοιχούν στις δεξιές και καθόλου κεντροδεξιές αντιλήψεις του πρωθυπουργού. Και στο επίπεδο των γνώσεών του, της κουλτούρας του. Δεν είναι η πρώτη φορά που η ρηχότητά του, όταν δεν καλύπτεται από έτοιμους, δήθεν μοντέρνους, γραμμένους λόγους, τον οδηγεί σε ακροδεξιές προσεγγίσεις σε έναν αντιΣΥΡΙΖΑ λόγο που αρδεύεται από το πλούσιο οπλοστάσιο του αντικομουνισμού.
Η δεύτερη, είναι πολιτική. Καθώς περνάμε βαθμιαία από την πανδημία σε πιο φυσιολογικούς ρυθμούς ζωής είναι φανερό ότι αυξάνεται το άγχος και η ανησυχία του πρωθυπουργού για το πώς θα διαμορφωθεί το νέο πολιτικό κλίμα. Η πανδημία δίνει ένα περιθώριο για ανοχή στην κυβέρνηση. Το μετά την πανδημία, όμως, απελευθερώνει και ο καθένας θα βρεθεί ενώπιος ενωπίω με τα προβλήματά του. Θα έχει τώρα το περιθώριο να κρίνει και τις πολιτικές που νομοθετούσε όλο το διάστημα της καραντίνας η κυβέρνηση. Και επειδή ακριβώς φοβάται ότι διαμορφώνεται κλίμα που θα ευνοεί τον ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως, σπεύδει να αμαυρώσει ειδικά τη διαδρομή του της ανόδου, όταν τα πληττόμενα στρώματα τον έφεραν στην κυβέρνηση. Αν επαναληφθεί;
Το πρώτο μέτωπο που τον φοβίζει είναι η οικονομία, μετά την επανεκκίνηση. Με τα διάφορα μέτρα αποτρέπεται η έκδηλη κρίση, που όμως λανθάνει. Η ΕΚΤ εκτιμά ότι οι πτωχεύσεις θα αυξηθούν κατά 20%. Ήδη τα νεότερα γκάλοπ αποτυπώνουν το εξής: μειώνεται το ενδιαφέρον – ανησυχία του κόσμου για την πανδημία και αυξάνεται για την ανεργία και την οικονομία. Το δεύτερο είναι το εργασιακό, το βαρύ κλίμα που διαμορφώνει. Την Πέμπτη έχουμε δεύτερη γενική απεργία. Ανεξάρτητα από τη μαζικότητά της, η κυβέρνηση έχει μια σαφή εικόνα. Δημοσκοπήσεις σημειώνουν διαφωνία, άνω του 50% των πολιτών (ALCO 54%).
Τρίτο είναι μια σειρά νόμοι που έχουν ψηφισθεί και σιγά-σιγά αρχίζουν να συνειδητοποιούνται: εισαγωγικές εξετάσεις, συνεπιμέλεια. Και βέβαια η εκκρεμότητα της εφαρμογής του νόμου για αστυνομία στα ΑΕΙ που ακόμη και από φιλοκυβερνητικούς αναλυτές θεωρείται το σπίρτο που μπορεί να ανάψει τη φωτιά. Εν τω μεταξύ, η φωτιά στα Γεράνια διαμορφώνει συνειρμούς ότι μετά απ’ αυτή έρχονται τα αιολικά. Ένας ακόμη παράγοντας που οδηγεί τον Κ. Μητσοτάκη στην επιλογή των επιθέσεων είναι και η εσωκομματική κατάσταση. Το γεγονός ότι ο κόσμος που απομακρύνεται δεν προσανατολίζεται σε έναν άλλο αντίπαλο πόλο δεν μπορεί να εφησυχάζει τη ΝΔ. Εφόσον οι ποιοτικοί δείκτες επιδεινώνονται – 53% δεν είναι ικανοποιημένοι και για την αντιμετώπιση της πανδημίας – η συσπείρωση στον αντίπαλο πόλο μπορεί εύκολα να συμβεί.
Θετικό μομέντουμ
Υπάρχει, λοιπόν, ένα θετικό μομέντουμ για τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι σαφές. Το τι θα κάνει, πώς θα επιχειρήσει να το “πιάσει”, είναι ένα σύνθετο ερώτημα, καθώς μέχρι τώρα δεν έχει επωφεληθεί από την κυβερνητική φθορά. Αυτή η διαπίστωση, ωστόσο, μπορεί να είναι και η αφετηρία για αλλαγές –κάποιες είναι ορατές, τελευταία, καθώς έστω αργά, ανακοινώνονται προγραμματικές θέσεις όπως και η δραστηριοποίηση του Κόμματος σε διάφορα μέτωπα– απαραίτητες για να προχωρήσει.
Παύλος Κλαυδιανός
Πηγή: Η Εποχή