Μερικές από τις δηλώσεις που έγιναν κατά την παρουσίαση του νέου νομοσχεδίου που έχει ως σκοπό την προστασία της εργασίας: «η εργατική μας νομοθεσία είναι απαρχαιωμένη», ή «με το νομοσχέδιο προσαρμόζουμε τη νομοθεσία μας στις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές», ή «οι αλλαγές που προτείνουμε, γίνονται για να προσαρμοστεί η εργασία στις ανάγκες του 21ου αιώνα». Απ’ όλα αυτά τα «θετικά» για το σκοπό της νέας νομοθεσίας αποσιωπούνται, όμως, κάποιοι ορισμοί. Αλήθεια τί είναι η εργασία και πώς προσδιορίζονται οι όροι της παροχής της;
Η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του Συντάγματος ορίζει ότι η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύται από το κράτος. Η διάταξη αυτή κατοχυρώνει κατ’ αρχάς ένα κοινωνικό δικαίωμα, πρεριεχόμενο του οποίου είναι η μέριμνα του κράτους για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού.
Η διάταξη αυτή κατοχυρώνει επίσης και ένα ατομικό δικαίωμα.Το ατομικό δικαίωμα εργασίας έχει ένα διττό περιεχόμενο. Από τη μια μεριά, κατοχυρώνει την ελευθερία για εργασία –δηλαδή απαγορεύει στο κράτος να θέτει εμόδια στην εργασία, γιατί κάθε άνθρωπος της νεωτερικότητας είναι ελεύθερος να εργάζεται ή να μην εργάζεται, αλλά και γιατί η εργασία είναι το μόνο μέσο βιοπορισμού του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού. Από την άλλη, η ελευθερία αυτή επεκτείνεται και στον προσδιορισμό των όρων και συνθηκών της παροχής της εργασίας. Ο τρόπος προσδιορισμού των όρων και συνθηκών εργασίας στο φιλελεύθερο αστικό κράτος, το οποίο κατοχύρωνε μόνο την τυπική ισότητα των πολιτών, δεν ήταν άλλος από την ατομική σύμβαση εργασίας. Δηλαδή, οι εργαζόμενοι ήταν «ελεύθεροι» να προσδιορίζουν με τους εργοδότες σε ατομικές συμβάσεις εργασίας τους όρους της παροχής της εργασίας τους. Σε βιβλία του Εργατικού Δικαίου μπορείτε να βρείτε, ακόμη και σήμερα, τον εξής ορισμό της εργασίας: «Με τον όρο “εργασία”, ως αντικείμενο σύμβασης, εννοούμε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, η οποία είναι επωφελής οικονομικά για ένα άλλο πρόσωπο».
Τα κατώτατα όρια προστασίας της εργασίας
Η πραγματική, όμως, ανισότητα αυτών των συμβαλλόμενων σε μια σύμβαση εργασίας διαπιστώθηκε πολύ νωρίς και οι εργαζόμενοι αντέδρασαν μαζικά για την ανατροπή αυτής της ανισότητας. Έτσι δοκιμάστηκαν από το κράτος και τους κοινωνικούς ανταγωνιστές και άλλοι, διαφορετικοί τρόποι προσδιορισμού των όρων εργασίας των εργασιακών σχέσεων. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, που καθορίζει οικουμενικά κατώτατα όρια προστασίας της εργασίας, τα οποία καλούνται να υιοθετούν και να σέβονται τα κράτη–μέλη της, είχε από την ίδρυσή της ως σκοπό την επίτευξη της κοινωνικής δικαιοσύνης, γιατί χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη δεν υπάρχει ειρήνη.
Η κατοχύρωση με Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας της αρχής της συνδικαλιστικής ελευθερίας και των συναφών με αυτή δικαιωμάτων ως κατώτατο όριο προστασίας της εργασίας, επέφερε πολύ σημαντικές μεταβολές στον τρόπο καθορισμού των όρων εργασίας των εργασιακών σχέσεων. Η πρώτη μεταβολή συνίσταται στην απαγόρευση να ρυθμίζει ο νομοθέτης κατ’ αποκλειστικότητα όρους και συνθήκες εργασίας. Η δεύτερη περιόρισε τη δραστηριότητα του νομοθέτη στο να ρυθμίζει μόνο κατώτατα όρια όρων και συνθηκών εργασίας. Η τρίτη όρισε ότι οι όροι και οι συνθήκες εργασίας των εργασιακών σχέσεων, μετά τα κατώτατα όρια, θα πρέπει να προσδιορίζονται με συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών ανταγωνιστών, των οργανώσεων των εργαζομένων και των εργοδοτών ή των οργανώσεών τους. Άρα, στο δικαίωμα του κράτους να θέτει όρους εργασίας, υπάρχει η επιφύλαξη των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη συνδικαλιστική ελευθερία. Οι μεταβολές αυτές συντέλεσαν στην υποχώρηση της ατομικής σύμβασης εργασίας μπροστά στη συλλογική σύμβαση εργασίας για το σχηματισμό των όρων και συνθηκών εργασίας των εργασιακών σχέσεων.
Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν, θα διαπιστώσουμε πως το εκτός ΓΣΕΕ συνδικαλιστικό κίνημα της προδικτατορικής περιόδου διεκδικούσε τη συνταγματική κατοχύρωση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη συνδικαλιστική ελευθερία, καθώς και τη συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος της απεργίας. Τα αιτήματα αυτά είχαν διατυπωθεί ρητά από το κίνημα των 115 συνεργαζόμενων σωματείων, το οποίο απαιτούσε την κατοχύρωση των δικαιωμάτων αυτών με την προσθήκη ενός νέου άρθρου, του 115, στα 114 άρθρα του τότε ισχύοντος Συντάγματος του 1952.
Μόνο επί δικτατορίας…
Η χώρα μας «κόσμησε» τρεις φορές τον ειδικό κατάλογο (μαύρο πίνακα τα έτη 1968, 1972 και 1973) της Διεθνούς Συνδιάσκεψης της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για βάναυση παραβίαση της αξίας της συνδικαλιστικής ελευθερίας και των συναφών με αυτή συνδικαλιστικών δικαιωμάτων. Οι αναγραφές αυτές, που αφορούσαν και οι τρεις την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας, αποτέλεσαν μια χαρμόσυνη είδηση, γιατί η διεθνής κοινότητα ζητούσε επίμονα την αποκατάσταση μιας ουσιαστικής δημοκρατίας, ειδικότερα με την κατοχύρωση και την εφαρμογή στην πράξη των συναφών με τη συνδικαλιστική ελευθερία δικαιωμάτων. Βασικά δικαιώματα, συναφή με τη συνδικαλιστική ελευθερία, αποτελούν τα δικαιώματα που κατοχυρώνουν οι Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας 87/1948 και 98/1949, δηλαδή, το δικαίωμα οργάνωσης των εργαζομένων και το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης των οργανώσεών τους με τους εργοδότες τους ή τις οργανώσεις των εργοδοτών για τον καθορισμό των όρων και συνθηκών της εργασίας.
Οι ως άνω διεκδικήσεις των εργαζομένων, μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ενσωματώθηκαν σε διατάξεις του νέου δημοκρατικού Συντάγματος και δημιούργησαν μια τομή στον τρόπο ρύθμισης των όρων εργασίας των εργασιακών σχέσεων. Έτσι η παράγραφος 1 του άρθρο 23 του Συντάγματος του 1975 ορίζει ότι «Το κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ’ αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου». Επίσης η παραγράφος 2 του άρθρου 23 του Συντάγματος κατοχύρωσε ρητά, για πρώτη φορά, το δικαίωμα της απεργίας ως εξής: «Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων».
Ο συνδικαλισμός ως εξισωτικό δικαίωμα
Η συνδικαλιστική ελευθερία με τα συναφή με αυτή δικαιώματα αποτελούν τα αντίπαλα δικαιώματα στα δικαιώματα ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής των εργοδοτών. Με το άρθρο 17 του Συντάγματος του 1975, το οποίο συμπληρώνει το άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην ΕΣΔΑ, τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιοκτησία δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. Ο συνταγματικός νομοθέτης, για λόγους γενικού συμφέροντος, δημιούργησε τα συνδικαλιστικά δικαιώματα ως εξισωτικά δικαιώματα, τα οποία στρέφονται κατά των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ιδιοκτησία του εργοδότη στα μέσα παραγωγής. Το αποτέλεσμα είναι να μην μπορούν να επιβληθούν μονομερώς όροι εργασίας από τους εργοδότες, γιατί οι όροι εργασίας των εργασιακών σχέσεων μπορούν να προσδιορίζονται μόνο με το συμφωνημένο γενικό συμφέρον, το οποίο πηγάζει από τις ρυθμίσεις συλλογκών συμβάσεων που δημιουργούνται μετά από συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Εξάλλου οι προτεινόμενες από το νομοσχέδιο ρυθμίσεις με ατομικές συμβάσεις για την προστασία της εγασίας δεν υπαγορεύονται και από κανένα υπερνομοθετικό κείμενο της ΕΕ. Αντίθετα, το ενωσιακό δίκαιο προωθεί και προστατεύει στο άρθρο 28 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (ισόκυρος με τις συνθήκες) το δικαίωμα διαπραγμάτευσης και συλλογικών δράσεων. Άρα η κυβέρνηση, στην περίπτωση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου, εφαρμόζει μια δική της πολιτική, η οποία παραβιάζει κατάφορα το Σύνταγμα και δεν υπαγορεύεται από κανένα υπερνομοθετικό κείμενο.
Όταν η τιμή, οι όροι και οι συνθήκες της παροχής της εργασίας προσδιορίζονται ετερόνομα από το κράτος ή από τον εργοδότη με «ατομικές συμβάσεις», τότε οι εργαζόμενοι παύουν να είναι ελεύθεροι και η εργασία δεν αποτελεί δικαίωμα, αλλά μετατρέπεται σε ένα απλό εμπόρευμα. Αυτή την άποψη υποκρύπτει η θεωρία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης της αγοράς, η οποία υιοθετείται και εφαρμόζεται στην πράξη από την ελληνική κυβερνητική πολιτική. Με τον τρόπο, όμως, αυτό καταργούνται τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των εργαζομένων, τα οποία ορκίστηκαν να σέβονται αυτοί που αποτελούν τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία. Μήπως για την ανατροπή της κατάστασης αυτής πρέπει να επικαλεστούμε ξανά, όλοι μαζί οι πολίτες, το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματας για να μην επιτρέψουμε να ισχύσουν στην πράξη οι αντισυνταγματικές αυτές ρυθμίσεις;
Ο Σταύρος Μουδόπουλος είναι αφυπηρετήσας αναπληρωτής καθηγητής Εργατικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ
Πηγή: Η Εποχή