Αυτόπτης μάρτυρας, στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ Θεσσαλονίκης τότε, ο Θανάσης Γρέβιας, σύντροφος και φίλος δύσκολων εποχών, γράφει για τη στιγμή της δολοφονίας του βουλευτή της ΕΔΑ, από τους ηγέτες του φιλειρηνικού κινήματος, Γρηγόρη Λαμπράκη. Είναι απόσπασμα από μεγαλύτερη μελέτη του για τη δράση της νεολαίας της ΕΔΑ Θεσσαλονίκης κατατεθειμένη στην ΕΜΙΑΝ. Αναδημοσιεύουμε απόσπασμα από τη διήγηση αυτού του συμβάντος, αυτό που αναπαριστά με καθηλωτικό τρόπο το τρομοκρατικό κλίμα όπου δρούσε η αριστερά.
Και έτσι φθάσαμε στην κορύφωση της εγκληματικής-δολοφονικής δράσης του, στη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και τον -κατά μισή ώρα προηγηθέντα, στον ίδιο χώρο- βαρύτατο τραυματισμό του Γιώργη Τσαρουχά:
Η ηγεσία της ΕΔΑ, καθώς και τα μέλη της Επιτροπής Πόλης στην Θεσσαλονίκη, γνώριζαν, ή, σε κάθε περίπτωση, όφειλαν να γνωρίζουν, ότι ο Γρηγόρης Λαμπράκης είχε, σταδιακά από τις αρχές Απριλίου [1963], στοχοποιηθεί, από τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς του «Παλατιού», από διωκτικές υπηρεσίες του κράτους, καθώς και από τις –οργανωμένες και κατευθυνόμενες απευθείας από το Κράτος– παρακρατικές ομάδες, και ότι, με γνωστή τη διαρκή ύπαρξη και δράση αυτών των μηχανισμών στην Θεσσαλονίκη ήδη α π ό τις αρχές της δεκαετίας του 1930 [«Ε.Ε.Ε.»] και συνεχώς έκτοτε δεν επιτρεπόταν να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία περί του ότι κάτι θα επιχειρείτο εις βάρος του, πολύ δε περισσότερο που θα πήγαινε [και θα ερχόταν] να μιλήσει, σε προαναγγελθείσα και γνωστή σε όλους συγκέντρωση, όχι οπουδήποτε, αλλά στην Θεσσαλονίκη, στη γνωστή σε όλους ως πόλη των πολιτικών δολοφονιών.
Και όμως: Ο Λαμπράκης αφέθηκε να αναχωρήσει, αεροπορικώς, από την Αθήνα για την Θεσσαλονίκη, συνοδευόμενος μόνον από ένα φίλο του [αν θυμάμαι καλά, τον δικηγόρο Ρηγόπουλο], στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης τον ανέμενε και τον υποδέχθηκε, εξ όσων ήταν τότε γνωστά, μόνον ο Γιαννης Πάτσας [πρόεδρος της Επιτροπής Ειρήνης και Αφοπλισμού στην Θεσσαλονίκη], κατά τη διαδρομή από το αεροδρόμιο προς το ξενοδοχείο [«Κοσμοπολίτ», επί της οδού Ερμού, 100 μέτρα από το χώρο όπου, τελικά, έγινε η συγκέντρωση και ομιλία] συνέβησαν, κατά τους ισχυρισμούς του Γ. Πάτσα, γεγονότα που θα ανησυχούσαν κάθε ενσυνείδητο αριστερό πολίτη της Θεσσαλονίκης,
Την προηγουμένη (21/5) ο ιδιοκτήτης της αίθουσας όπου είχε προγραμματισθεί να γίνει η εκδήλωση (αίθουσα Πικαντίλλυ, επί της πλατείας Αριστοτέλους) «έσπασε», καταφανέστατα μετά από πιέσεις της Ασφάλειας, τη συμφωνία για την παραχώρηση –με μίσθωμα- της αίθουσας, και η εκδήλωση, αναγκαστικά πλέον, αποφασίσθηκε να γίνει σε μια μικρή αίθουσα, όπου, μεταξύ άλλων, και τα, παρακολουθούμενα από την Ασφάλεια, γραφεία του «Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος, Βενιζέλου και Ερμού.
Ο Λαμπράκης, συνοδευόμενος μόνον από τον δικηγόρο Γιάννη Πάτσα, πρόεδρο της Επιτροπής Ειρήνης στην Θεσσαλονίκη, και έναν εξ Αθηνών φίλο του, έφυγε από το ξενοδοχείο του, διέσχισε το μικρό πλάτωμα που τότε, σχημάτιζαν οι οδοί Βενιζέλου – Ερμού – Σπανδωνή, και εντός του οποίου, όπως όλοι βλέπαμε –από τα παράθυρα της αίθουσας όπου είχαμε εισέλθει– είχαν, ήδη, παραταχθεί, αφενός, δύναμη Χωροφυλακής τριών, τουλάχιστον, διμοιριών, με πλήρη εξάρτυση, και, αφετέρου, περίπου 150 αλαλάζοντες παρακρατικοί τραμπούκοι, μερικοί εκ των οποίων, με εντολή αξιωματικών της χωροφυλακής, επιτέθηκαν στον Λαμπράκη, και, μεταξύ άλλων, του προκάλεσαν, με γροθιές, εκτεταμένη και εμφανή εκχύμωση στο μέτωπο. Την έδειχνε σε εμάς τους περίπου εκατόν πενήντα συγκεντρωμένους (μόνο τόσους χωρούσε η αίθουσα, οι πολλοί περισσότεροι παρέμειναν εκτός του κτιρίου, πολύ πλησίον των χωροφυλάκων και των τραμπούκων), όταν εισήλθε στην αίθουσα.
Ο Λαμπράκης, αφού για μερικά λεπτά του παρασχέθηκαν κάποιες πρώτες βοήθειες, απευθύνθηκε, από το μικρόφωνο και το αναρτημένο σε παράθυρο μεγάφωνο, ονομαστικά στους –όπως αργότερα έγινε γνωστό– παρόντες: Μήτσου, διοικητή Χωροφυλακής κεντρικής Μακεδονίας, Καμουτσή, διοικητή Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης και Δόλκα, διοικητή Εθνικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης και κατήγγειλε την ύπαρξη σχεδίου δολοφονίας του. Καθώς οι πέτρες (προφανώς είχαν μεταφερθεί εκεί από τραμπούκους), που εκσφενδονίζονταν και στόχευαν το μεγάφωνο, έσπαζαν τα τζάμια των παραθύρων και έπεφταν επάνω μας, ο Λαμπράκης ήταν πρακτικά αδύνατο να συνεχίσει να εκφωνεί τον προγραμματισμένο λόγο του, και συνέχισε με καταγγελίες κατά της χωροφυλακής. Το μόνο αποτέλεσμά τους ήταν η με περισσότερη ένταση εκφορά, από τους… «αντιφρονούντες» τραμπούκους, των υβριστικών συνθημάτων.
Και εμείς; Τι κάναμε εμείς; Πώς εκτιμήσαμε την ενώπιόν μας –και εναντίον μας– εκτυλισσόμενη πραγματικότητα; [Ποιοι «εμείς»; Μα, εμείς οι –νέοι και μεγαλύτεροι–εκατόν πενήντα, που όλοι μας ως μέλη της ΕΔΑ και της οργάνωσης της νεολαίας της, επί τρία και πλέον χρόνια αντιμετωπίσαμε στις συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις μας και τις αντισυγκεντρώσεις του και αντιδιαδηλώσεις τους, όλο αυτό τον φασιστικό εσμό, που τώρα μας απειλούσε, όχι μόνο με μερικές γροθιές και γκλομπιές –σιγά τα αίματα…– αλλά με τη δολοφονία ενός συμβόλου των αγώνων μας, του Γρηγόρη Λαμπράκη.] Ε, λοιπόν, για μία, ακόμη, φορά, την πολλοστή, επιβεβαιώθηκε, με τραγικές συνέπειες αυτή τη φορά, ότι, ως μάχιμοι αγωνιστές, δεν είχαμε μάθει να μεταποιούμε, ταχύτατα, τις κάθε φορά βιούμενες εμπειρίες μας σε –ατομική και συλλογική– πείρα, γνώση, συνείδηση, πολιτική πράξη.
Ενέδρα θανάτου
Η ομιλία τελείωσε, η συγκέντρωση έληξε, ο Λαμπράκης άρχισε, συνωθούμενος ανάμεσά μας, να κατεβαίνει τη –γεμάτη από συντρόφους μας, που δεν χωρούσαν στην αίθουσα– στενή κλίμακα του κτιρίου, κατευθυνόμενος προς την έξοδο, και εμείς, αντί, ως οφείλαμε, να συγκροτήσουμε, πάραυτα, οργανωμένη πολυμελή ομάδα περιφρούρησής του, και, για απολύτως κανένα λόγο, να μη τον αφήσουμε πριν από το δωμάτιο του ξενοδοχείου του, και να μείνουμε στην είσοδό του για όσο θα χρειάζονταν, τον αφήσαμε να πέσει στην ενέδρα – παγίδα που είχαν οργανώσει και εκτελούσαν υπηρεσίες του κράτους: Η κεντρική είσοδος – έξοδος του κτιρίου ελεγχόταν απ’ έξω από αξιωματικούς της χωροφυλακής, οι οποίοι, εκτελώντας διαταγή, τυπικώς μεν διευκόλυναν, ουσιαστικώς δε μεθόδευσαν και επέβαλαν την έξοδο του Λαμπράκη από το κτίριο επιτρέποντας να συνοδεύεται μόνο από τέσσερις ή πέντε… Ευθύς δε αμέσως μετά την έξοδο του Λαμπράκη και όσων τον συνόδευαν, οι αξιωματικοί της Ασφάλειας έκλεισαν, απ’ έξω, την πόρτα.
Ήμουν στην πρώτη, ή, ίσως, στη δεύτερη ομάδα που, δέκα, περίπου, λεπτά μετά την έξοδο του Λαμπράκη, επιτράπηκε να εξέλθουμε από το κτίριο. Οι τραμπούκοι, καλυπτόμενοι πίσω από τους ένστολους και πάνοπλους χωροφύλακες, συνέχιζαν να αλαλάζουν και να προσπαθούν να επιτεθούν εναντίον μας, και άλλοι αξιωματικοί μάς υποχρέωσαν να μη συνεχίσουμε επί της οδού Ερμού (προς την κατεύθυνση όπου θα πήγαινε ο Λαμπράκης), αλλά να στρίψουμε αριστερά και να ανέβουμε την Βενιζέλου. Λίγο πριν αρχίσουμε να ανεβαίνουμε την Βενιζέλου, είδα, στη γωνία της συμβολής της οδού Σπανδωνή με την οδό Ερμού, όλη την ομάδα –πολύ καλά γνωστών σε εμένα– περίπου δέκα ασφαλιτών της Υπηρεσίας Δίωξης Κομμουνισμού, με τον διοικητή τους υπομοίραρχο Κατσούλη (από ΕΔΑίτες, πού δεν μπόρεσαν να ανέβουν στην αίθουσα, κατατέθηκε ότι όλοι οι παραπάνω ασφαλίτες κάλυπταν, με τα σώματά τους, το τρίκυκλο του Γκοτζαμάνη, και ότι ο Κατσούλης ήταν αυτός πού έδειξε στον Γκοτζαμάνη και τον επιβαίνοντα στην καρότσα Εμμανουηλίδη, τον βαδίζοντα προς την κατεύθυνση του τρικύκλου Λαμπράκη, και έδωσε τη διαταγή να εφορμήσουν κατ’ αυτού.
Με εντελώς συγκεχυμένα ακούσματα περί του τι είχε συμβεί στο σημείο εκείνο, έφθασα, μαζί με άλλους, περπατώντας, στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, ακριβώς πίσω από την πανεπιστημιούπολη, όπου βάσιμα υποθέταμε ότι θα είχαν μεταφέρει τον Λαμπράκη, και, απ’ όσους –κυρίως μέλη της οργάνωσης της «σπουδάζουσας»– ήδη είχαν φθάσει εκεί πριν από εμάς, και βρίσκονταν στον εκτεταμένο προαύλιο χώρο του ΑΧΕΠΑ, ακούσαμε να λέγεται ότι ο Λαμπράκης, σοβαρά τραυματισμένος από ένα τρίκυκλο πού έπεσε επάνω του, τον έριξε κάτω στην άσφαλτο, και πέρασε από πάνω του, είχε διακομισθεί και υποβαλλόταν σε εξετάσεις.
Στο νοσοκομείο, σε περίκλειστο δωμάτιο
Μετά από αναμονή δύο, περίπου, ωρών, και λίγο μετά τα μεσάνυχτα, και καθώς μία ομάδα μελών της οργάνωσης βρισκόμαστε ακριβώς μπροστά στην είσοδο του νοσοκομείου, απευθύνθηκε σε εμάς ένας γιατρός, μας ρώτησε αν «είμαστε εκεί για τον Λαμπράκη», απαντήσαμε όλοι «ναι». Μας είπε ότι δεν υπάρχει βοηθητικό προσωπικό στο νοσοκομείο και χρειάζεται τη βοήθεια ενός από εμάς, προσφερθήκαμε όλοι, έτυχε να πάω εγώ. Εισήλθαμε στο ισόγειο, κατεβήκαμε σκάλες, βαδίσαμε σε ένα κακοφωτισμένο διάδρομο, και σε ένα εξίσου κακοφωτισμένο και περίκλειστο –χωρίς κανένα παράθυρο– δωμάτιο, όπου διέκρινα, αρχικά με σχετική δυσκολία, αριστερά μου, την Καίτη [Τσαρουχά] να στέκεται όρθια μπροστά στον καθισμένο σε κάτι σαν κρεβάτι, πατέρα της Γιώργη Τσαρουχά, με τη γεμάτη γάζες κεφαλή του στα χέρια της. Δεξιά, στο βάθος, κάτι σαν κρεβάτι, όπου πάνω του ήταν αποτεθειμένο, καταφανώς ακόμη και για ένα εντελώς άπειρο περί αυτά, όπως εγώ, σε κωματώδη κατάσταση, το σώμα του Λαμπράκη,
Ο γιατρός μού υπέδειξε και έσυρα μία καρέκλα, την τοποθέτησα πίσω από την κεφαλή του Λαμπράκη και κάθισα. Μου υπέδειξε να τοποθετήσω τα δάκτυλα και τις παλάμες μου στην κάτω σιαγόνα, και, αφού μου είπε ότι το σώμα του Λαμπράκη σπαρασσόταν από αιφνίδιους και ακανόνιστους σπασμούς, μου επέστησε την προσοχή να κρατώ συνεχώς την κεφαλή του «προς τα πίσω», και για κανένα λόγο να μην αφήσω να «πέσει προς τα κάτω», αποχώρησε από το δωμάτιο. Βρεθήκαμε με την Καίτη να αντιμετωπίζουμε πρωτόγνωρες καταστάσεις, πού υπερέβαιναν όλες τις μέχρι τότε εμπειρίες μας, φοιτήτρια της Γεωπονικής εκείνη, φοιτητής της Νομικής εγώ.
Το σώμα του
Το σώμα του Λαμπράκη ήταν γυμνό και, παρατηρώντας το κορμί του (εκτός από την πλάτη του και την πίσω πλευρά της κεφαλής του, που δεν μπορούσα να τις δω), δεν διέκρινα (εκτός από την εκχύμωση στο μέτωπό του, που ήξερα ότι είχε προκληθεί από τις γροθιές των τραμπούκων κατά την προσέλευση του στην αίθουσα) ούτε μία, έστω ελάχιστη, αμυχή. Μα πώς ήταν δυνατόν, διερωτήθηκα, να είχε περάσει από πάνω του ολόκληρο τρίκυκλο και να μην του έχει προξενήσει κάποιο εμφανές τραύμα; Στον λαιμό (φάρυγγα) ήταν εμφυτευμένος ένας «καουτσουκένιος» σωλήνας. Κατά την προσκομιδή του στο νοσοκομείο, του είχε γίνει τραχειοτομή. Και στο στόμα του επίσης ένας περίπου ίδιος σωλήνας. Σε μερικά λεπτά το –τεράστιο– στήθος του άρχισε να «φουσκώνει» και να σπαράσσεται από αλλεπάλληλες, ακανόνιστες και θορυβώδεις, εισπνοές – εκπνοές, και άρχισα να φοβάμαι τον κίνδυνο –και τις άμεσες συνέπειες για τη ζωή του– αν εκβληθούν από τις θέσεις τους οι δύο σωλήνες.
Καθώς συνήθισα με τον υποτυπώδη –ουσιαστικώς ανύπαρκτο– τεχνητό φωτισμό από ένα κρεμαστό μικρό λαμπιόνι, διαπίστωσα ότι ο χώρος αυτός ήταν εντελώς περίκλειστος (δεν είχε κανένα παράθυρο), ότι δεν υπήρχε συσκευή ενδοεπικοινωνίας με το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό του νοσοκομείου, ότι τα δύο κρεβάτια (ίσως και ένα ακόμη, αν θυμάμαι καλά) δεν ήταν ούτε καν απλά νοσοκομειακά κρεβάτια νοσηλείας, ότι αυτός ο χώρος δεν ήταν –δεν θα μπορούσε να είναι– θάλαμος νοσηλείας δημόσιου –και μάλιστα νεόδμητου, πανεπιστημιακού νοσοκομείου, που ήταν το ΑΧΕΠΑ– και έτσι, ενστικτωδώς, μάλλον, σχημάτισα την εντύπωση ότι επρόκειτο περί του «νεκροθαλάμου» του νοσοκομείου [Η Καίτη, πού έμεινε σε αυτόν τον χώρο περισσότερες ώρες από εμένα, έχει τη γνώμη ότι επρόκειτο για βοηθητικό χώρο εμφανιστηρίου ακτινολογικού εργαστηρίου].
Καθώς περνούσαν οι ώρες, η ένταση και η συχνότητα των σπασμών του κορμιού του Λαμπράκη άρχισε, σταδιακά, να μειώνεται… Περί τις τρείς τη νύχτα, για πρώτη και μόνη φορά μέχρι λίγο μετά την πέμπτη πρωινή ώρα άνοιξε η πόρτα του δωματίου και εισήλθαν ο γιατρός, ο αντεισαγγελέας Εφετών Παύλος Δελαπόρτας, ο Μήτσου, ο Καμουτσής, και ο Δόλκας. Σχεδόν αδιαφόρησαν για τον Τσαρουχά και πλησίασαν στο κρεβάτι του Λαμπράκη. Βλέποντάς με δε ο Δόλκας εκεί και σε αυτή τη θέση σώματος, με ρώτησε, με ένα τόνο φωνής καταφρονητικό και υποτιμητικό, «τι κάνεις εδώ εσύ ρε παλιοκομμουνιστή;». Την Καίτη και εμένα μάς γνώριζε, τουλάχιστον φυσιογνωμικά, από δύο δίκες, όπου κατέθεσε σαν ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας. Του έδειξα τον γιατρό και εκείνος εξήγησε και στους τέσσερις τον πραγματικό λόγο της εκεί παρουσίας μου.
Παρατήρησαν, με ιδιαίτερη επιμονή, τις ορατές πλευρές και επιφάνειες του κορμού του σώματος του Λαμπράκη, προφανώς –όπως και εγώ πολύ νωρίτερα– χωρίς να δουν οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να εκληφθεί ως τραύμα που προκλήθηκε από τρίκυκλο. Στράφηκαν στον γιατρό με ερωτηματικά απορίας στους μορφασμούς τους, ο γιατρός έκανε ένα μορφασμό πού έλεγε «και εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα», και ετοιμάζονταν να αποχωρήσουν όταν ο Δόλκας, απευθυνόμενος και στους τέσσερις, είπε, δήθεν με τρόπο που να μην ακούσω εγώ, και σε άπταιστη χωροφυλακίστικη μιξοκαθαρεύουσα, περίπου αυτά τα λόγια: «…αυτός πρέπει να φύγει από εδώ, διότι υπάρχει κίνδυνος οι κομμουνισταί να του δώσουν εντολή να θανατώσει τον Λαμπράκη, διά να αποδώσουν τον θάνατον του εις τους εθνικόφρονας πολίτας». Οι Μήτσου και Καμουτσής δεν φάνηκε να πήραν στα σοβαρά την « προειδοποίηση» του Δόλκα, ο δε Π. Δελαπόρτας, απευθυνόμενος σε όλους, είπε, περίπου «…τους γνωρίζω αυτούς τους δύο (την Καίτη και εμένα), είναι έντιμοι νέοι, και δεν υπάρχει κανένας τέτοιος κίνδυνος», καθώς δε έφευγαν από το δωμάτιο, ο Δελαπόρτας έμεινε τελευταίος, στράφηκε προς εμάς, έσφιξε σε γροθιές τα χεράκια του –ήταν εξαιρετικά βραχύσωμος άνθρωπος– και με ένα προτρεπτικό μορφασμό ήταν σαν να μας έλεγε (ή, τουλάχιστον, εγώ έτσι κατάλαβα) «κρατάτε καλά». Το 1977, συνταξιούχος πια και συγγραφέας ενός βιβλίου με τις αναμνήσεις του από την υπερσαραντάχρονη δικαστική υπηρεσία του, ήταν προσκεκλημένος στο φεστιβάλ «Αυγής» και «Θούριου» και, καθήμενος δίπλα στον Μήτσο Παρτσαλίδη, με λυγμούς αναφερόταν σε δίκες κομμουνιστών που ήξερε πώς ήταν αθώοι των κατηγοριών πού τους αποδίδονταν, και δεν μπόρεσε να τους σώσει].
Πέρασαν πολλά χρόνια για να μάθω -εντελώς συμπτωματικά- ότι εκείνη τη νύχτα, πριν από εμένα, μέσα στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, τουλάχιστον τρία μέλη της οργάνωσης της «σπουδάζουσας» -ο Κώστας Παπακωνσταντίνου, τεταρτοετής φοιτητης της Ιατρικής, και οι φοιτητές Μαθηματικού Γιώργος Ιωαννίδης και Γιαννης Γρηγοριάδης, στο πλαίσιο της εντολής πού είχαν λάβει για την περιφρούρηση του Λαμπράκη- συνέδραμαν το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό του νοσοκομείου κατά την διάρκεια των -προηγηθεισών της εκεί δικής μου παρουσίας- διαγνωστικών εξετάσεων του Λαμπράκη.
Αυτοσχέδια συγκέντρωση
Θα πρέπει να ήταν μετά την 05:00 ώρα της Πέμπτης όταν ο γιατρός, μαζί με κάποιον που μάλλον ήταν νοσοκόμος, εμφανίσθηκαν στον θάλαμο. Ο γιατρός μού είπε ότι δεν ήταν πλέον αναγκαία η εκεί παρουσία μου. Βγήκα στον προαύλιο χώρο όπου εξακολουθούσαν να παραμένουν μόνον μερικοί φοιτητές – μέλη της οργάνωσης, τους ενημέρωσα για όσα είχαν συμβεί εντός του θαλάμου κατά την διάρκεια της εκεί παρουσίας μου, πήγα για λίγο στο σπίτι όπου έμενα. Επέστρεψα στο ΑΧΕΠΑ κατά τις 11:00, όπου πληροφορήθηκα ότι είχαν φθάσει από την Αθήνα, και ήταν μέσα στο νοσοκομείο οι Μανώλης Γλέζος, Μίκης Θεοδωράκης, Αντωνης Μπριλλάκης. Κατά τις 12:00 το μεσημέρι, μαζί με τον –εμφανέστατα καταπονημένο και ισχνό– Μίκη, όσοι ήμασταν έξω από το ΑΧΕΠΑ, κατευθυνθήκαμε προς την πανεπιστημιούπολη. Γίναμε αντιληπτοί απ’ όλο τον φοιτητόκοσμο. Φθάσαμε στο προαύλιο της Φιλοσοφικής Σχολής. Ο Μίκης ανέβηκε στο πιο ψηλό σκαλοπάτι της σκάλας της κεντρικής εισόδου του κτιρίου, απευθύνθηκε σε όσους φοιτητές θέλησαν ή μπόρεσαν να συμμετάσχουν σε αυτή την απρογραμμάτιστη και αυτοσχέδια συγκέντρωση, κατήγγειλε τη δολοφονική επίθεση κατά του Λαμπράκη και κατονόμασε το κράτος και το παρακράτος ως οργανωτές και εκτελεστές της δολοφονικής απόπειρας. Στο μεταξύ, οι ΕΚΟΦίτες κινητοποιήθηκαν και συγκεντρώθηκαν απέναντι από το κτίριο της Φιλοσοφικής, απ’ όπου εξέβαλλαν διάφορα υβριστικά συνθήματα, μεταξύ των οποίων και το εξόχως … πολιτικόν «κάτω ο φυματικός…». [Είχε γίνει γνωστό ότι ο Μίκης, λίγες ημέρες πριν την δολοφονία, είχε νοσηλευθεί σε νοσοκομείο εξαιτίας μιας από τις πολλές υποτροπές της φυματίωσης από την οποία είχε προσβληθεί κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων στη Μακρόνησο].
Αμέσως μετά τη λήξη της αυτοσχέδιας συγκέντρωσης με πλησίασε ο –γνωστός σε εμένα ως «πλατιά επιρροή» της σπουδαστικής μας οργάνωσης, αλλά εντελώς άγνωστος στους ασφαλίτες του «σπουδαστικού» ως αριστερός– συμφοιτητης μου Τάσος Νίκαινας ο οποίος μου είπε ότι συμμετείχε στη συγκέντρωση πού μίλησε ο Λαμπράκης, ότι ήταν μεταξύ των εκτός του κτιρίου συγκεντρωθέντων, ότι στεκόταν στη συμβολή των οδών Ερμού και Σπανδωνή -δηλαδή ακριβώς εκεί όπου ήταν σταθμευμένο, και περιστοιχισμένο από τους ασφαλίτες του «σπουδαστικού» και του «συνδικαλιστικού», το τρίκυκλο του Γκοτζαμάνη και ότι είδε τον –γνωστόν σε εκείνον ως επικεφαλής του «σπουδαστικού» μοίραρχο της χωροφυλακής Κατσούληνα- να δείχνει στον Γκοτζαμάνη τον Λαμπράκη και να του δίνει τη διαταγή να εφορμήσει κατ’ αυτού , καθώς και ότι ήταν από εκείνους που κράτησαν στα χέρια τους τον τραυματισμένο Λαμπράκη [το πρόσωπο του φαίνεται καθαρά στις φωτογραφίες που δημοσιεύθηκαν τις επόμενες ημέρες]. του επεσήμανα ότι τα περιστατικά που μου περιέγραψε ήταν πολύ σημαντικά, και τον ρώτησα αν θα ήταν διατεθειμένος να τα γνωστοποιήσει στην οργάνωση Θεσσαλονίκης της ΕΔΑ και να αναλάβει την ευθύνη για τη δημοσίευσή τους, αλλά μου απέκλεισε κατηγορηματικά κάθε τέτοιο ενδεχόμενο. Έσπευσα στα γραφεία της ΕΔΑ, μετέδωσα αμέσως την πληροφορία στον Αλέξη Παπαλεξίου, κλήθηκε τηλεφωνικώς στα γραφεία ο –ανταποκριτής της «Αυγής» και συντάκτης της «Μακεδονίας»– δημοσιογράφος Φρίξος Ιωαννίδης, ο οποίος προσήλθε αμέσως, συνοδευόμενος από τον –φυσιογνωμικώς άγνωστο μέχρι τότε σε εμένα, αλλά γνωστόν ως δημοσιογράφο της «Αυγής»– Γιαννη Βούλτεψη, στους οποίους παρουσίασα την πληροφορία, και οι οποίοι την εκτίμησαν μεν ως εξαιρετικά σοβαρή, αλλά δεν θα ήταν δυνατό να δημοσιευθεί στην «Αυγή», χωρίς το ονοματεπώνυμο εκείνου που την ισχυρίζεται ως πραγματικό γεγονός. Έτσι, ανέλαβα προσωπικώς και ονομαστικώς την ευθύνη και δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» της Παρασκευής, 24ης Μαΐου 1963 ως δική μου πληροφορία, και, εξ όσων ενθυμούμαι σήμερα, δεν διαψεύστηκε, τουλάχιστον εκείνες τις ημέρες, από τη χωροφυλακή της Θεσσαλονίκης.
Ρωγμή στο κρανίο από σιδηρολοστό
Οι εφημερίδες [Θεσσαλονίκης και Αθηνών] της Πέμπτης, 23/5, είχαν αλληλοσυγκρουόμενες πληροφορίες όσον αφορούσε στα πραγματικά περιστατικά της συγκέντρωσης και του τραυματισμού του Λαμπράκη, καμία, όμως, δεν αναφερόταν στην πραγματική αιτία της κωματώδους καταστάσεως στην οποία είχε περιπέσει, από την πρώτη στιγμή του τραυματισμού του, ο Λαμπράκης.
Τις απογευματινές ώρες της Πέμπτης άρχισε να διαχέεται, μεταξύ όσων -ήδη πολλών εκατοντάδων- είμαστε συγκεντρωμένοι, σε «πηγαδάκια», στον προαύλιο χώρο, η πληροφορία ότι οι γιατροί του ΑΧΕΠΑ εντόπισαν εκτεταμένη ρωγμή στο πίσω μέρος του κρανίου του Λαμπράκη, δηλαδή σημείο τραυματισμού που δεν ήταν «τεχνικώς» δυνατόν να αποδοθεί σε επαφή του τρικύκλου με το -εντελώς όρθιο, κατά τη στιγμή της εφορμήσεως-σώμα του Λαμπράκη.
Από τη δημοσιογραφική έρευνα αρχικώς, πού επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια και από την ανακριτική διαδικασία, προέκυψε και αποδείχθηκε, ότι ο Λαμπράκης-προφανώς λόγω των εξαιρετικά ανεπτυγμένων ανακλαστικών πού, ως αθλητής, είχε αναπτύξει-αντιλήφθηκε έγκαιρα το κατευθυνόμενο εναντίον του τρίκυκλο, και μπόρεσε να το αποφύγει, αλλά, την ίδια χρονική στιγμή, το ακόμα όρθιο σώμα του βρέθηκε, σε σχέση με το τρίκυκλο, σε τέτοιο σημείο που ο επιβαίνων στην καρότσα Εμμανουηλίδης, με μακρύ σιδηρολοστό, με τον οποίο τον είχαν εφοδιάσει οι ασφαλίτες οργανωτές της δολοφονίας, μπόρεσε να του καταφέρει ισχυρό χτύπημα –και να του προκαλέσει συντριπτικό κάταγμα– στην κεφαλή του.
Θανάσης Γρέβιας
Πηγή: Η Εποχή