Πριν από 60 χρόνια, στις 11 Απριλίου 1961, άρχιζε στην Ιερουσαλήμ η δίκη του Αντολφ Αϊχμαν, μια πράξη δικαιοσύνης η οποία, αφού προβλήθηκε στην παγκόσμια δημόσια σκηνή, σηματοδότησε ένα πριν και ένα μετά, παράγοντας σημαντικά αποτελέσματα. Οσο περνάει ο χρόνος τόσο περισσότερο πράγματι γίνεται φανερό ότι σε εκείνη την περίσταση άλλαξε όχι μόνον ο τρόπος με τον οποίον βλέπουμε το Ολοκαύτωμα, αλλά και εκείνος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τόσο το ηθικό ζήτημα της ευθύνης όσο και την πολιτική σχέση ανάμεσα σε πολίτες και εξουσία. Αν σήμερα είμαστε αυτό που είμαστε, αν το να υπακούμε δεν είναι πλέον μια προφανής αξία, αν η ανυπακοή είναι ένα δημοκρατικό καθήκον, είναι χάρη σε αυτή τη δίκη που άλλαξε βαθιά τις συνειδήσεις. Οταν ο Μπεν Γκουριόν ανακοίνωσε ότι ο ναζιστής δήμιος είχε συλληφθεί από τους πράκτορες της Μοσάντ, η έκπληξη ήταν μεγάλη. Γιατί τα ίχνη του είχαν χαθεί.
Ο αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος φαινόταν ότι έχει εξαφανιστεί. Αυτός όμως, όπως και άλλοι ναζιστές, χάρη σε στηρίγματα και συνενόχους, είχε βρει καταφύγιο στη Νότια Αμερική. Ο Αϊχμαν είχε μπαρκάρει στη Γένοβα με το ψεύτικο όνομα Ρικάρντο Κλέμεντ και είχε κατορθώσει να φτάσει στην Αργεντινή τον Ιούλιο του 1950. Είχε αρχίσει μια νέα ζωή, χωρίς να εγκαταλείψει το εθνικοσοσιαλιστικό του «πιστεύω». Οχι μόνο δεν είχε αναθεωρήσει τις πεποιθήσεις του, αλλά προετοιμαζόταν για να τις πραγματοποιήσει σε άλλους τόπους. Δεν ήταν ούτε απομονωμένος ούτε μετανιωμένος.
Από τα ντοκουμέντα που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα, τα «αργεντίνικα χαρτιά» (Argentina Papers), αναδύεται ένα εντυπωσιακό δίκτυο σχέσεων. Ο ειδικός του «εβραϊκού ζητήματος», εκτός του ότι ήταν φίλος του Μεγάλου Μουφτή, βρισκόταν σε επαφή ακόμη και με τον Γερμανό καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ (σαν να επισφράγιζε μια συνέχεια ανάμεσα στο παλαιό καθεστώς και στη νέα δημοκρατία). Ανάμεσα στη νεκρική σιγή των θυμάτων και την εκκωφαντική σιωπή των διωκτών τους, στη μεταναζιστική Γερμανία η αμνησία κινδύνευε να διολισθήσει στην αμνηστία.
Αυτό που εμπόδισε αυτόν τον κίνδυνο ήταν η δίκη του Αϊχμαν. Σε αυτό το αποτέλεσμα όμως θα πρέπει να προσθέσουμε και ένα άλλο, ίσως πιο σημαντικό. Εκείνη την εποχή μιλούσαν γενικά για εγκλήματα του ναζισμού, ενώ η εξόντωση των Εβραίων ήταν μια λεπτομέρεια που ελάχιστα διακρινόταν μέσα σε αυτά τα εγκλήματα. Δεν κατανοούσαν -ή δεν ήθελαν να κατανοήσουν- τη δομή των στρατοπέδων εξόντωσης, όπου, διαφορετικά από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι εκτοπισμένοι εντάσσονταν αμέσως στην αλυσίδα της θανάτωσης με αέρια των ναζιστικών συνεργείων.
Η δίκη του Αϊχμαν έσπασε τη σιωπή. Το Ολοκαύτωμα ήταν εκεί, αδιαμφισβήτητο στις διαστάσεις του, στη βαρύτητά του, στην ιδιαιτερότητά του. Χιλιάδες σελίδες φακέλων, εκατοντάδες μαρτυρίες, μια πελώρια τεκμηρίωση. Ηταν ένα τραύμα, μια τομή. Από τότε άρχισε η κοπιώδης νέα επεξεργασία της μνήμης. Το τρίτο αποτέλεσμα της δίκης επιτεύχθηκε χάρη στη Χάνα Αρεντ, η οποία κατόρθωσε να ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση, που συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Λέμε Αϊχμαν και σκεφτόμαστε το Κακό με τη μορφή που εμφανίστηκε στον εικοστό αιώνα. Τι είδους όμως κακό;
Στα μάτια της Αρεντ, αυτός ο δήμιος δεν φαινόταν σαν ένα αβυσσαλέο τέρας. Δεν είχε τίποτα το δαιμονικό ούτε το βαθύ. Φαινόταν μάλλον σαν ένας γκρίζος υπάλληλος, ο τύπος του γραφειοκράτη που είναι ανίκανος να μπει στη θέση των άλλων. Μπορούσαμε επομένως να μιλάμε για «κοινοτοπία» του κακού, εννοώντας με αυτή τη λέξη ένα συνώνυμο της ανοησίας ή μάλλον της απουσίας σκέψης. Το κακό πρέπει να αναχθεί σε εκείνη την αδιάκοπη και επαναληπτική δραστηριότητα που δεν μας επιτρέπει να σταματήσουμε για να σκεφτούμε, να στοχαστούμε για τις συνέπειες των ενεργειών μας. Πράγμα που μας εμποδίζει να φτάσουμε σε μια αυτόνομη κρίση.
Αν όμως ο Αϊχμαν δεν ήταν παρά ένας πληκτικός ανώτερος υπάλληλος που παρέμενε πιστός, αν δεν ήταν παρά ένας τροχός στο εσωτερικό ενός γραναζιού, που θα είχε λειτουργήσει ακόμη και χωρίς αυτόν, ποιες ευθύνες θα μπορούσαν να του αποδοθούν; Στην Αρεντ ασκήθηκε κριτική, εν μέρει δικαιολογημένα, επειδή είχε υποτιμήσει τον ρόλο της ιδεολογίας.
Και είναι αλήθεια ότι φαίνεται ήδη ξεπερασμένο το δικό της πορτρέτο του Αϊχμαν, καθώς αντιστοιχεί υπερβολικά στη μάσκα που ο ίδιος είχε σκόπιμα παρουσιάσει προκειμένου να γλιτώσει. Το ζήτημα όμως είναι άλλο. Η Αρεντ μας δίδαξε την αξία της αντίστασης και το νόημα της πολιτικής ανυπακοής.
Μετά τη δίκη του Αϊχμαν, κανείς δεν μπορεί πλέον να λέει ατιμώρητα ότι περιορίστηκε στο να υπακούει στις διαταγές. Ο γραφειοκράτης που πήρε μέρος στη σφαγή οφείλει να μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο μπροστά στον δικαστή και πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα γιατί δεν αρνήθηκε να υπακούσει. Ιδού η ενοχή του: είχε προτιμήσει να μη γνωρίζει, να μη βλέπει, να μη σκέφτεται. Η πρόθυμη υπακοή του τέλειου εκτελεστή αποκαλύφθηκε μαζί με όλη την τερατωδία της. Μετά την εμπειρία του ολοκληρωτισμού, μετά από εκείνα τα τέρατα της υπακοής, που δήλωναν ότι είχαν απλώς εκτελέσει τις διαταγές, το ίδιο το ρήμα «υπακούω» πήρε για μας διαφορετικά νοήματα και συνηχήσεις. Στο βάθος, υπακούω σημαίνει ότι δεν έχω τίποτα να σταθμίσω, τίποτα στο οποίο να πρέπει να απαντήσω. Οποιος υποτάσσεται άβουλα και πειθήνια στις διαταγές φαίνεται να είναι εντελώς ανεύθυνος.
Αλλαξε επομένως η σχέση ανάμεσα σε υπακοή και υπευθυνότητα. Αν αυτό που συνέβη μπορεί να επαναληφθεί, πόσοι γκρίζοι εκτελεστές θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο ακόμη και τις δημοκρατίες; Η τεχνο-γραφειοκρατική οργάνωση της ζωής, που κατακερματίζει την υπευθυνότητα γεννώντας αδιαφορία και αναισθησία, διευκολύνει το έργο μελλοντικών ψυχρών και ανηλεών γκρίζων εκτελεστών. Ιδού γιατί η πολιτική ανυπακοή, που έλειπε αδικαιολόγητα κατά τη διάρκεια του ναζισμού, έχει γίνει για μας αναγκαία. Εκείνοι που την εφαρμόζουν δεν είναι κάποιοι επίφοβοι παράνομοι που πρέπει να καταδικάζονται, δεν απειλούν τη δημόσια τάξη. Αντίθετα, είναι υποδειγματικοί πολίτες, στην τόλμη των οποίων οφείλεται η ζωτικότητα της δημοκρατίας και ένα ανανεωμένο αίσθημα δικαιοσύνης.
Η Donatella Di Cesare είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών